- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
59

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Bukgjord ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Bukgjord

Buk gjord, κοιλιόδεύμος, o.

Bukhinna, περιτόναιον, τό. περιτόναιο ς
ύ-μήν, ο.

Bukhåla, κοιλία, ή.

Bukig, γαστρώδης, 2. ογκώδης., 2.
κολπώ-δης, 2.: ett b. kärl, γάστρα, ή.

Buktalare, Εγγαστρίμυθος, -μαντις,
στερ-νόμαντις, ό. Εύρνκλής, έονς, ό (eg. en berömd b.,
sedan allm. benämning).

Bula, όγκος, τύλος, o (upphöjning),
πρόσκομμα, τό (af slag), κορδύλη, ή, ϊπαρμα, οίδημα,
τό (bl. kroppens).

Buldan, πα/ι) λίνον, τό. φώσων, ωνος, ο’.

Bulig, τνλωτός, 3. Επαρμάτων κατάπλεως, 2.
ορκώδης, 2.

Buller, ψόφος, ό. κτύπος, ό. ό.

θόρυβος, ο, τύρβη, ή (oväsen), ταραχή,
(förvirring).: göra b., fig., θορνβεϊν. θόρυβον ποιεϊν
1. κινεϊν. Εκφέρει ν τι. κατηγορεϊν τίνος.

Bullersam, ψοφώδης, 2. θορυβώδης, 2.
ταραχώδης, 2.

Bullra, ψοφ>εϊν. κτυπεϊν. παταγεϊν.

Bulna, οϊδάν (svälla upp), εμπνον γίγνεσθαι.
Εμπυεϊν. πυούσθαι.

Bulnad, οίδημα, τό. φύμα, τό. επαρμα, τό.
απόστημα, τό. Εμπύημα, τό.

Bulnande, οϊδησις, ή. — πύωσις, πύησις, ή.

Bult, ρόπαλον, ρόπτρον, τό. τυπίς, ίδος, ή.

Bulta, 1) slå häftigt, κρονειν, κόπτειν (på
dörren, τάς θύρας, äfv. θνροκοπεϊν).: b. ngt,
παίειν, τρίβειν, συντρίβειν τι. κόπτοντα τρίβειν
1. μαλάττειν τι. 2) häftigt röra sig, πάλλεσθαι.
πηδάν. σφύζειν (om pulsen).

Bultning, κρούσις, ή. ο.νν.: hjertats ο.
pulsens, παλμός, ό. σφυγμός, ό.

Bums, se Strax.

Bundsförvandt, σύμμαχος, ο (vanl. m. en
anfallande), ομαιχμος, o (stridskamrat),
ενσπον-δος, ό (medlem af ett förbund). Επίκουρος, o (m.
en anfallen).: vara b. m. ngn, σνμμαχεϊν τινι.
Επικουρεϊν τινι.

Bundsförvandtskap, συμμαχία, ή.
όμαι-χμία, ή. Επιμαχία, ή (till skydd mot angripare).

Bunke, σκάφη, ή. σκαφίς, ίδος, ή. κεράμιον,
τό, κεραμίς, ίδος, ή (af lera), γανλός, ο.

Bunt, δέσμη, ή. δεσμίς, ίδος, ή. φάκελος, ο.:
binda i b., δεσμεύειν. φακέλου ν.

Β un t mak ar β, διφθέρων δημιουργός, ο.
δι-φθεροπώλης, ον, ό. σκνλοδέψης, ου, ό.

Bur, ζωγρεϊον, τό. κυρτός, ό (flätad), οικίσκος,
ο. σνσχετήριον, τό.: f. foglar, οικίσκος όρνίθειος.
όρνιθοτροφεϊον, τό.

Burdus, άπό 1. Εκ του εύθέος. απλώς.: b. på
ngn, ευθύ τίνος.: = genast, ευθύς·

Burgen, se bergad.

Burk, κεραμίς, ίδος, ή (af lera), άγγεϊον, τό.

Burskap, se Borgarerätt: vinna b., fig.,
εϋδοκιμήσαι. συνήθη γίγνεσθαι. Εκνικάν.

Buse, μορμολύκειον, τό. μ ορμώ, ους, ή.
μορ-μών, ώνος, ο. προβασκάνιον, τό. λάμια, ή.
Έμ-πουσα, ή.

Buskartad, θαμνώδης, 2.

Buske, θάμνος, ο.

Buskig, θαμνώδης, 2. λοχμώδης, 2. δασύς,
3. λάσιος, 3.

Buskskog, -snår, λόχμη, η. ϋλη, ή.
ξύλο-χος, ο. ρώπ^ον, τό.

— Byte. 59

Butelj, se Flaska.

Butter, σκυθρωπός, 2 o. 3. στρυφνός, 3.
στυγνός, 3. αυστηρός, 3.: se b. ut, σκυθρωπάζειν.

Β utter het, σκυθρωπότης, στρυφ>νότης,
<ττυ-γνότης, αύστηρότης, ή.

Buxbom, πύξος, ή: af b., πύξινος, 3.
Β y, κώμ^,

By, se Vindstöt.

Byalag, τό τών κωμητών κοινόν. οίκωμήται.

Byfogde, κωμάρχης, οι/, oc. κώμαρχος, ό
(Sedn.).

JByinnnevånare, κωμήτης, ον, ο. /m.,
κω-μήτις, ιδος, η.

Bygd, eg., οικουμένη χώρα, ή.: = trakt, se d. ο.

Bygel, to£oj/, τό. α^κώ»’, ώι/οί, ό. Jfr
Stigbygel.

Bygga, 1) eg·» οϊκοδομεϊν, Εξοικοδομεϊν (b.
färdig), κατασκευάζει ν. ποιεϊν.: b. murar, skepp
etc., se d. oo.: b. o. bo, se Bo: b. upp, till,
se compp. 2) se Grunda. 3) lita på ngn 1. ngt,
πιστεύειν, θαρρεϊν, ϊσχυρίζεσθαί τινι. — bygd
(till kroppen): starkt b., εύρωστος, 2.: svagt b.,
λεπτός τό c υ μα.: groft b., παχύ εχων τό σώμα.

Byggare, οικοδόμος, o ο. partt.

Byggmästare, αρχιτέκτων, ονος, 6.
αρχιτεκτονικός, o (eg. skicklig i byggnadskonst), i lägre
men., τέκτων, ονος, oc. οικοδόμος, o.: vara b.,
άρχιτεκτονεϊν.: verldens b., o τον κόσμου
δημιουργός. ό τό πάν τόδε τεκτηνάμενος.

Byggnad, 1) byggande, οϊκοδόμησις,
οϊκοδο-μία, ή. κατασκενή, ή. Εργασία, ή. 2) det bygda,
οικοδόμημα, τό. κατασκεύασμα, τό. οϊκοδομία,
aj. 3) beskaffenheten af en b. 1. smnsättning,
κατασκενή, ή. σύστασις, η. Jfr Kroppsbyggnad.

Byggnadskonst, οικοδομική, οϊκοδομητική
(Sedn.), ή. αρχιτεκτονική, άρχιτεκτονία, ή.:
skicklig i b., αρχιτεκτονικός, οικοδομικός, ο.

Byggnadskostnad, τα éfr τήν οικοδόμησιν
1. κατασκευήν άναλώματα.

Byggnadssätt, κατασκευή, ή. οϊκοδομία, ή.

Byggnadstimmer, -ämne, υλη (οικοδομική)
η. τά πρός τήν οϊκοδομίαν.

Byggning, se Boningshus, Byggnad.

By gg vurm, 1) ss. egenskap, τό
φιλοικόδο-μον. 2) ss pers., φιλοικόδομος, ό.

Byk, -ning, ή διά κονίας πλύσις.

Byka, ν.ονία καθαίρειν, πλύνειν.

Bylte, Ενείλημα, τό. δέσμη, η.

Bysätta, se Häkta (m. tillägg af χρέους
ενεκα 1. Επι τω άναλαβεϊν τά οφειλόμενα 1. d.).

Bysättning, ή δια χρέος φυλακή.

Bysättningshäkte, τό τών οφειλετών
δε-σμωτήριον.

Byta, άλλάττειν, διαλλάττειν, -σθαι,
(άντ)-αμείβειν, μεταβάλλειν, άντιδιδόναι, ngt mot ngt,
τί(άντί) τίνος, m. ngn, τινί.: bort, om, till sig,

se compp.

Byte, 1) bytande, αλλαγή, διαλλαγή, ή.
αμοιβή, ή. άντίδοσις, ή.: göra b., se Byta.:
hörande till b., άλλακτικός, 3. 2) krigsrof, λεία,
η (ish. af mskr o. boskap), λάφυρα, τά. σκύλα, τά
(eg. vapen tagna af en dödad fiende).: b. på jagt,
άγρα, ή. άγρευμα, τό.: b. vid plundring,
αρπαγή, ή. άρπαγμα, τό. σύλημα, τό.: göra b., λείαν
ποιεϊσθαί, άγειν, λαμβάνειν, ληίζεσθαι. λεηλατεϊν.
λαφυραγωγεϊν.: ge tillstånd att taga b., λείαν
Επικηρύττειν.: utminuterare af i massa inköpt b.,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0063.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free