- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
67

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - D - Denarius ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Denarius — Derstädes.

67

Εκείνος, η, o. ούτος, αύτη, τούτο.: den, s., όστις,
ος αν m. conj. 1. gm part. m. art.: d. o. d., o,
ή, τό όεΐνα (i acc. äfv. τον καί τό v), det o. det,
τό και τό. τά καΐ τά.: den der, Εκεινοσί.: den
här, ούτος, ode. ούτοσί. odi.: af d. beskaffenhet,
storhet, ålder τοιούτος, τοσούτος, τηλικούτος,
αύτη, ούτο.: på det sättet, Εκείνη. Εκείνως. 3) pron.
pers.: återgifves icke med särskildt ord ss. subj.;
i cas. obl. m. αύτός, ή, ό. 4) pron. rel., se
Hvilken.

Denarius, όηνάριον, τό. (άραχμή, ή).

Denne, ούτος, αύτη, τούτο, όάί, ηάε, τόάε.:
d. här, ούτοΰί. odi.

Densamme, ο αυτός, ή αυτή, τό αυτό. D.
följ. "som" uttryckes m. dat. 1. m. καί 1. m.
ώς-περ 1. m. pron. rel. ός(περ).: det gör dets.,
ταύ-τόν Εστίν. ovdèv άιαφέρει» b) ss. pron. pers.
(tonlöst, i cas. obl.), αυτός, ή, ό i cas. obl.

Departement, 1) ss. del af ett land,
Επαρχία, ή. 2) verksamhetskrets, Επιμέλεια ή
προσήκουσα. άιοίκησις, ή.: krigs-d., όιοίκησις τών περί
τον πόλεμον 1. τών πολεμικών.

Depesch, Επιστολή, ή. τά παραγγελλόμενα 1.
παρηγγελμένα, fr. ngn, υπό τίνος.: hos
Lacedæ-monierna, σκυτάλη, ή.

Deponens, Επίμεσον ρήμα, τό.

Deponera, κατατιθέναι, -σθαι.
παρακατα-τίθεσθαι.

Deportation, Εξορισμός, ο (tr.). φυγή, ή
(intr.). -era, Εξορίζειν. Εκβάλλειν.

Depositum, καταθήκη, παρακαταθήκη, ή.
θέμα, τό.

Deputation, οι πεμφθέντες παρά τίνος.

Deputerad, άπόστολος, ό. ό πεμφθείς.:
(folkets d., αντιπρόσωπος, ό.: de deputerades
kammare , τό συνέσριον τών άντιπροσώπων. Nygr.).

Der, 1) dem., Εκεϊ. αυτού, αυτόθι. Ενταύθα.
ofta gm Εκείνος. Εκεινοσί. t. ex. mannen d., ό
ά-νήρ Εκείνος.: d. komma de, Εκείνο it έρχονται.
Vid νν. "vara", "stå", "sitta", "ligga", "blifva"

0. d. uttryckes det tonlösa "der" gm
smnsättnin-gar m. præp. 1. blir det utan motsvarande uttryck
i Gr. t. ex. παρειναι, ύπάρχειν. εστηκέναι, καθ-,
Εφεστηκέναι. καθήσθαι, παρακαθήσθαι. κεϊσθαι,
κατα-, προκεϊσθαι. μένειν, κατα-, Επιμένειν. —
d. ο. hvar, Ενιαχού. εστίν όπου. ενθα και ενθα.:
än här, än der, άλλοτε άλλαχρ.: en här, en d.,
αλλθ£ άλλοθι.: du d. (vid tillrop), ούτος σύ.: d.
ha vi det, τούτ* Εκείνο, ταύτ’ Εκείνα. 2) rel., se
Hvarest. — Obs. Advv. dem. (1. rel.), smnsatta
af "der" och præp., återgifvas i allmht i Gr.
upplöste gm præp. o. pron. dem. (1. rel.) 1. bl.
det sedn. i den casus smnhanget fordrar. Jfr
nedanf.

Deraf, 1) dem., Εντεύθεν. Εκ τούτου 1. τούτων,
dià τούτο 1. ταύτα, i början af en sats, äfv. όθεν.
Εξ ών. di’ά.: d. att, Εξ ών. Εκ του m. inf.: d.
blir igenting, ού άυνατόν τούτο γενέσθαι, ούκ Εώ
(jag tillåter det icke). 2) rel., se Hvaraf.

Deran, vara nära d. att, Εγγύς είναι του m.
inf. Εγγύς τι τείνειν τού m. inf. παρά μικρόν äfv.
παρ> ολίγον Ελθειν τη., inf.: vara väl, illa d., εύ

1. καλώς, κακώς εχειν 1. άιακεϊσθαι 1. πράττειν.:
vara bättre d., άμεινον όιακεϊσθαι. καλλίονι τν\
τύχ?} χρήσθαι.: vi måste d., ουκ εστι φεύγειν.
άνάγκη &ή.

Derefter, i tidsbet., μετά τούτο 1. ταύτα. Εκ

τούτου 1. τούτων, εϊτα. έπειτα, μετέπειτα,
ύστερον.: snart d., ού πολλφ ύστερον, όλίγω 1. -ον
ύστερον.: många år d., πολλοίς ετεσιν ύστερον.:
dagen d , τί) ύστεραία. — I öfr. bett. gm pron.
dem. med 1. utan præp., se Efter.

Der emellan, μεταξύ, Ev μέσω, dià μέσου
(αύτών 1. τούτων — alla både om rum o. tid).
Se vidare Emellan.

Deremot, τουναντίον, τάναντία (skarp
motsats). αλλά. dé. αύ, d’av, πάλιν ("åter").: =
e-mot det, se Emot.

Derest, se Om.

Derför, 1) =för det, se För. 2) se Följ.

Derföre, 1) fördenskull, dia τούτο 1. ταύτα,
άπό τούτον. Εκ τούτων 1. τούτου. Επί τούτω, ονν,
άρα, τοίννν (ej i början af sats), ούκούν, ώστε,
τοιγάρτοι, τοιγαρούν, όθεν, di* ο (dio), dion
(bl. i början).: d. att, a) om orsak, άνθ’ ών. dia
τό m. inf. Se vidare Emedan, b) om ändamål,
ένεκα τούτου 1. dià τούτο, ϊνα. Επί τω m. inf.
2) se Hvarföre.

Derhos, se Derjemte.

Derhän, εις τούτο, εις τοσούτον, t. ex. han
gick d. i öfvermod, εις τούτο 1. τοσούτον ήλθεν,
προήλθεν, άφίκετο {τής) ύβρεως.: lemna d., μή
άιισχυρίζεσθαι. καταλείπειν 1. Εάν άνεξέταστον.

Deri, 1) dem., Εν αύ τω 1. τούτω (-οις).
Ενταύθα. ταύτρ.: bestå d., τούτο είναι.: d. sade du
sant, τούτο ορθώς ελεγες. Ofta gm
smnsättnin-gar m. Ev t. ex. vara, finnas d., Ενεϊναι.: lemna
d., Εγκαταλείπειν. Se I. 2) rel., se Hvari.

Deribland, se Ibland.

Derifrån, fr. d. stället, Εντεύθεν. Evθέvdε.
Εκείθεν, αύτόθεν. Se f. öfr. Från.

Derigenom, 1) localt, τ^ε. dià τούτου. 2)
instrum. o. causalt, τούτω, τούτοις. Εκ, άπό
τούτων 1. τούτον, dià ταύτα, όντως. Εντεύθεν. Ofta
gm omskr. m. partt., ish. ποιών, ποιήσας. t. ex.
han bad mycket, men uträttade ingenting d.,
πολλά dεόμεvoς καί λιπαρών ovdEv dιεπράξaτo.:
d. råkade vi i de största faror, ταύτα
ποιήσαν-τ ες τοις μεγίστοις κιvdύvoις περιεπέσομεν.: d.
att, dià 1. Εκ του 1. bl. τω m. inf Se Genom.

Derjemte, 1) der bredvid, se Bredvid. 2)
se Dessutom.

Dermed, se Med.: i instrum. bet., se
Derigenom. Ofta uttryckes det gm verbets constr.
1. gm ett part. t. ex. hd vill du säga d., πρός
τί 1. τί βουλό μένος τούτο λέγεις; τί τούτο λέγεις;
d. vill han säga, ταύτ* εϊπών βούλεται dηλoύv.:
d. uträttar du ingenting, ταύτα ποιών ovdèv
περαίνεις.: gör d., ss. du vill, χρω αύτοϊς όπως
βούλει. b) i temp. bet., ευθύς μετά ταύτα, καί
άμα. άμα dé. Ofta gm part. af det gm
smnhanget fordrade v. jemte ευθύς 1. άμα. t. ex. d.
gick han bort, εύθύς ταύτα ποιήσας άπβει.: d. stod
han upp, άμα ταύτα εϊπών ανέστη.

Dernäst, μετά dè τούτο. Εκ dè τούτου, εξής.
Εφεξής.

Derom, se Om.

Deromkring, Εν τρ πέριξ χώρα. Εν τjj
πε-ριoικίdι.: folket d., οι περίοικοι, περίχωροι,
πε-ριοικούντες.: 20 1. d., ώς είκοσιν. (σχεdόv) περί,
άμφί τά είκοσιν. εϊκοσιν ή αχεάόν τι τοσούτοι.
Se f. öfr. Omkring.

Derpå, =på det, se På.: = derefter, se d.

Derstädes, se Der.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0071.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free