- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
77

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - D - Dödsdag ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Dödsdag —Dörrvaktare.

77

πλευτάν είναι. ώς άποθανονμενον κατακεϊσθαι.

Dödsdag, ή τον θανάτον ημέρα, ημέρα, έν
yj άπέθανέ τις.

Dödsdom, θανάτωσις, ή. κατάγνωσις
θανά-τον, ή.: fälla d. öfver ngn, καταχρηφίζεσθαι,
κα-ταγιγνώσκειν τινός θάνατον.

Dödsengel, Μοίρα, ή.

Dödsfall, θάνατος, ο. πένθος, το.

Dödsfara, ο rfc VW?^
γίστων 1. ολωϊ> κίνδυνος.: vara i d., κινδυνενειν
1. άγωνίζεσθαι περί τής χρνχής.: utsätta sig f. d.,
άναρρίπτειν (se under Fara) τον περί τής
ψυχής κίνδννον. κινδυνεύειν άποθανεϊν.

Dödsfest, θανατούσια, τά.

Dödsfiende, εχθιστος, 6. αδιάλλακτος
έ-χθρός, ο.

Dödsfruktan, oc του #α*>«του φόβος.

Dödshugg, -stöt, τελευταία 1. καίρια
πληγή, ή-

Dödskalle, {νεκρού) κρανίον, τό.

Dödskamp, αγωνία, ή.

Dödsoffer, ένάγιΰμα, το’, χοαί, ών, αι
(dryckesoffer på grafven).: bringa ett d., έναγίζειν.
έναγιΰμόν τελεϊν.: bringandet af d., έναγισμός, o.

Dödssjuk, έπιθάνατος, 2. έσχάτως εχων,
ούσα, όν.: vara d., έπιθανάτως 1. έσχάτως εχειν.

Dödsslag, se Dråpslag.

Dödsstraff, θανάτου ζημία, ή. θάνατος, ό.:
verkställning af d., θανάτωσις, ή.: d. är satt f.
ngt, θάνατος έπίκειταί τινι.: bestämma d. f. ngt,
θάνατον όρίζειν 1. ποιεϊν {είναι) τήν ζημίαν έπί
τινι.: han har förtjent d., θανάτου άξια
εϊργα-σται. θανάτου δίκην όφλισκάνει.

Dödsstund, ώρα, καθ1 ην ànod-νήσκει τις.
τό χρεών, ή μοίρα.: i sin d., μέλλων ήδη
άποθα-νείν. έγγύς γενόμενος τον θανάτου. ήδη περί τό
τελεντάν ών.

Dödssång, Ιάλεμος, δ.

Dödssäng, se Dödsbädd.

Dödssätt, θάνατος, o (ish. i pl.), θανάτου
τρόπος, o 1. ιδέα, ή.: det hastigaste, lättaste d.,
ραστοζ, τάχιστος θάνατος.

Dödstanke, ή περί τον θανάτου σκέψις.:
ha dödstankar, μελετάν θάνατον.

Dödsångest, άγωνία, ή.: vara id., έν
άγων ία είναι, άγωνιάν. άπόλλυσθαι 1. τεθνάναι
φόβω 1. υπό φόβου.

Döf, κωφός, 3. άνήκοος, 2.: göra d., se
Döf-ν a.: vara d. f. ngt, άνήκοον είναί τίνος.: ουκ
νπακούειν τινός, ου πείθεσθαί τινι.: vara d. m.
hörande öron, άκονοντα μή μεμνήσθαι 1.
μαν-θάνειν.: predika f. döfva öron, κωφώ αδειν.

Döfhet, κωφότης, ή. κώφωμα, τό. κώφωσις,
ή. άνηκοία, ή.

Döfning, 1) eg., κώφωσις. τό έκκωφούν. 2)
oeg., κατάπαυσις, ή. νάρκωσις, ή. vanl. m. vv.

Döfva, 1) eg., κωφουν. έκκωφ>ονν {-ειν). 2)
oeg., om ton, smärta, {κατα)παύειν. ναρκουν.
{άπ)αμβλννειν.

Dölja, κρύπτειν, άποκρύπτειν (i med., d. ett
inre tillstånd hos sig 1. ngt sig tillhörigt, 1. d.
m. ifver), κατα-, συγκρύπτειν. έπικρύπτεσθαι.
ά-φανή ποιεϊν. άφανίζειν.: d. ngt f. ngn, κρύπτειν,
κρνπτεσθαί τινά τι. έπι-, άποκρύπτεσθαί τί τινα

1. πρός τινα. συγκρύπτειν τί τινι, äfv. τινά.: d.
sig bakom ngt, έπηλυγάζεσθαι τι. έπίπροσθεν
ποι-εϊαθαί τι.: vara dold, άποκεκρύφθαι. άδηλον
είναι. λανθάνειν, f. ngn, τινά.: d. f. ngn att,
έπι-κρύπτεσθαί τινα ώς.: du skall icke kunna d. f.
din fader ditt brott, άδικήσας ού λήσεις τον πατέρα.

Döljande, άποκρυψις, ή. vanl. gm vv.

Döma, a) fälla dom, διχάζειν, κρίνειν,
κρίσιν ποιεϊσθαι} γιγνώσκειν, τήν χρήφον τίθεσθαι,
öfver ngn, περί τίνος.: d. rätt, ορθώς δικάζειν,
κρίνειν.: å. efter lagen, συν τω νόμω τίθεσθαι
την χρήφον.: cl. orätt, γνώμην άποφαίνειν ού
δικαίαν. παραγιγνώσκειν.: d. lika m. ngn, το
αυτό διχάζειν τινί.: d. olika, δίχα χρηφίζεσθαι.:
d. ngn till ngt, καταγιγνώσκειν, καταχρηφίζεσθαι,
κατακρίνειν, καταδιχάζειν τινός τι.: d. ngn fr.
lifvet, καταγιγνώσκειν 1. καταχρηφίζεσθαι τίνος
θάνατον.: d. ngn fri, se Frikänna, b) fälla
omdöme, κρίνειν. γιγνώσκειν. κρίσιν ποιεϊσθαι.
om, öfver ngt, περί τίνος.: d. lika, τό αυτό
κρίνειν.: d. olika, ού ταύτα κρίνειν, γιγνώσκειν.:
d. falskt, χρευδώς δοξάζειν. παραγιγνώσκειν.:
såsom jag dömmer, ώσπερ έγώ γιγνώσκω. έξ ών
έμοί δοκεϊ. έμοί δοκεϊ. ώς γ’ έμοί κριτη χρήσθαι.:
döm om min bestörtning, glädje, έξεπλάγην,
έχά-ρην, πώς δοκεϊς. — d. af ngt, till ngt, se
Sluta. — dömd, κατακεκριμένος, 3.
κατάκρι-τος, 2. κατάδικος, 2.

Dömande, κρίσις, ή. διάγνωσις, ή.
διάκρι-σις, ή.

Dön, se Dån.

Döpa, βαπτίζειν.

Döpelse, se Dop.

Dörr, θύρα, ή, πύλη, ή (båda oftare i plur.;
det sedn. stora, höga dörrar till tempel, palats
o. d. = θυρώματα, τά).: liten d., θυρίον, τό.
θυρίς, ίδος, ή.: tillsluta dörren, προς-,
έπιθεϊ-ναι, έπισπάσαι, έφέλκειν θύραν.: tillslutna
dörrar, έπικείμεναι θύραι.: slå igen dörren f. näsan
på ngn, προσαράττειν τινί εϊς τό μέτωπον τήν
θύραν.: stänga d., κλείειν. έγ-, έπι-, συγκλείειν.:
öppna d., άνοιγνύναι{-ειν). άναπετανννναι, äfv.
άνακλίνειν, χαλάν, ένδονναι θύραν.: om
portvaktare äfv. ύπακονειν τινός 1. τινί (eg. höra
klappandet).: d. öppnar sig, άνοίγνυται 1.
άνα-πετάνννται η θύρα.: min d. står öppen f. hr o.
en, άνέωκται η θύρα ή έμή εϊσιέναι τώ
βουλο-μένω 1. δε ο μένω.: klappa på d., se Klappa:
för dörren, έπί ταϊς θύραις.: stå f. d. (fig.)»
έπι-κεϊσθαι.: visa ngn på d., άπ-, έξελαύνειν,
έκ-βάλλειν τινά.

Dörrgafvel, θύρα, η.

Dörrhandtag, έπισπαοτήρ, ηρος, ό.
έπί-σπαστρον, τό (dörring, äfv. tjenande till klapp,
ρόπτρον, τό, κόραξ, ακος, ό.).

Dörrhake, στρόφιγξ, ιγγος, δ. στροφεύς, δ.

D ö r r j e r η, άμφιδέαι, αι.

Dörrkarm (ofvan dörren), ζυγόν, τό.
νπέρ-θνρον, τό.

Dörrpost, παραστάδες, αι. σταθμά, τά.

Dörrigel, se Rigel.

Dörrtröskel, ή τής θύρας βάσις 1. βαθμίς.
ό {τής θύρας) οδός.

Dörrvaktare, θυρωρός, πυλωρός, ό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0081.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free