- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
91

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Fastställa ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Fastställa —Feg.

91

Fastställa, 1) bekräfta, χ v ρου v. Επιχνρονν.
βεβαιούν. 2) bestämma , κα&ιστάναι. τι&έναι.
τάτ-τειν. προειπεϊν. ορίζειν, διορίζειν, -σθαι.: f. ngt
m. ngn, συντίθεσθαί τινί τι. — fastställd, se
bestämd 1) b).

Fastställelse, 1) bekräftande, χύρωΰις, ή.
βεβαίωόις, ή. 2) se Bestämning 1).

Fas t sy, προσράπτειν.

Fastsatta, πηγννναι. καταπηγνύναι.

Fasttaga, συλλαμβάνειν, (κατα)λαμβάνειν.
αϊ-ρ tiv. ύποχείριον λαμβάνειν, χαταβχείν.

Fastväxa, συμφύεσθαι, προΰφύεσθαι,
Εμφύε-σθαι, vid ngt, τινί.

Fastän, se Ehuru.

Fat, 1) att framsätta mat uti, λεκάνη, ή.
λοπάς, άδος, ή. πατάνη, ή. τρυβλίον, τό.
παρο-ψίς, kΐος, ή (m. läcker extra-rätt).: litet f.,
λε-χάνιον, κοπάδιον, ποτάνιον, τό.: f. för tvättning,
se Tvättfat, Handfat. 2) stort
förvaringskärl för våta varor, πίθος, o (ish. för vin),
χε-ράμιον, τό (af lera), βίκος, o. dem., πιθίσκος, ό.

Fatal, 1) olycksbringande, ολέθριος, 3.
δυς-τνχής, 2. 2) vidrig, λυπηρός, άνιαρός, 3.
Επαχθής, 2.

Fatalier, 6 καθήκων χρόνος, ή (καθήκουσα)
ήμερα, προθεσμία, ή.: förlora f., ύπερήμερον
γενέσθαι. τον καιρόν παριέναι.

Fatalitet, συμφορά, ή.

Fatt, se Beskaffad.: hur är det f.^, πώς
έχει·: hur är det f. m. dig, πώς ’έχεις. πώς
πράττεις. : under så fatta omständigheter, οΰτως
Εχόντων.: hur var det f. att, πώς συνέβη 1. Εγένετο
m. (ώστε o.) in/., 1. bl. πώς.

Fatt, taga, få f., καταλαμβάνειν. αίρεϊν.
τυγχάνειν τινός. Jfr Fasttaga.

Fatta, 1) se Gripa.: f. posto, se d. o. —
2) m. förståndet, (κατα)λαμβάνειν.
(κατα)μανθά-νειν. επεσθαι, (παρ)ακολουθεϊν (τινι).: icke f.,
άπολείπεσθαί τίνος.: f. trögt, δυσμαθώς εχειν.:
s. fattar lätt, εύμαθής, 2.: s. fattar trögt,
δυσμα-θής, 2. νωθής, 2. νωθρός, 3. Jfr Förstå. 3)
låta hos sig uppstå, ποιεϊσθαι (t. ex. βουλήν,
γνώ-μην, δόγμα, ψήφισμα), λαμβάνεν (t. ex. δόξαν,
Ελπίδα). γίγνεταί μοι (t. ex. δόξα), vanl. gm
speciellare uttryck efter de olika objj., t. ex. f. ett
beslut, en föresats, βουλεύεσθαι, προαιρεϊσθαι. se
subst. 4) refi., f. sig, άναλαμβάνειν εαυτόν, Ev
εαυτώ πάλιν γίγνεσθαι (åter komma till sig. jfr
Hämta sig), άναθαρρεϊν (få mod igen), κατέχειν
εαυτόν, κρατεϊν εαυτού (beherrska sig), b) f. sig
kort, συνελόντα 1. συνελόντι ειπείν, συντέμνειν
λόγον. — F. in, se Infatta.

Fattas, (Εκ)λείπειν. Ελλείπειν. Επιλείπειν.
άπεϊ-ναι.: ngt f., (Εν)δει τίνος, άπεστί τι.: ngt f. mig,
(Εν)δέομαί τίνος. (Εν)δει μοί τίνος. Ενδεής ει μι 1.
Ενδεώς εχω τινός, άπο-, Επιλείπει μέ τι. Ελλείπει
μοί τι (τινός), άπορώ τίνος.: det f. icke folk, s.,
εϊσίν ot: det f. mycket att, πολλού δεϊ m. inf.
o. personl.: det f. mycket att jag, πολλού δέω m.
inf. äfv. πόρρω ειμί, πολύ άπέχω, Εκτός εϊμι του
m. inf: det f. föga att, ολίγον, μικρού δει (o.
personl. δέω, "att jag"), o. gm μικρόν
άπολεί-πειν, παρά μικρόν ο. παρ* ούδεν Ελθεϊν m. inf.
äfv. μικρού, ολίγου (δεϊν). παρά μικρόν, t. ex. det
fattades föga att de utgjorde tvåhundrade, βραχύ
άπέλιπον διακόσιοι γενέσθαι.: det fattades föga,
att hon dog, παρά μικρόν ήλθεν άποθανεϊν (äfv.

ελθουσα άπέθανεν), μικρού άπέθανεν.: det
fattades föga att de dödade hm, παρ* ουδέν ήλθον
άποχτεϊναι αυτόν.: det fattades föga, att han
blef stenad, μικρόν Εξέφυγε τό μή
καταπετρω-θήναι. — låta ngt f., Ελλείπειν τι : icke låta ngt
f., ουδέν Ελλείπειν. μηδενός φείδεσθαι. αφειδώς
παρέχειν πάντα. — hvad f. dig? τί σοι; τί
πάσχεις \. π έπον&ας; τί σκυθρωπάζεις (hrföre ser du
surmulen ut): alltid f. hm ngt, αεί καχώς έχει.
det f. hm ingenting, καλώς εχει. υγιαίνει.

Fattig, 1) eg., πένης, ητος, 6. πενιχρός, 3.
Ενδεής, 2 (behöfvande), άπορος, 2 (utan
tillgångar, medel), άκληρος, 2 (utan arfvedel, egendom).
άχρήματος, 2 (utan penningar), πτωχός, 3
(tiggare).: vara f., πένεαθαι. πένητα εϊναι. πενία
Εν-έχεσθαι.: vara f. på ngt, σπανίζειν τινός.
Ενδεώς εχειν τινός, άπορείν τίνος. 2) eländig,
beklagansvärd, άθλιος, δειλός, 3. τλήμων, 2.

Fattigdom, πενία, ή. ενδεια, άπορία, ή.
σπά-νις, εως, ή.: råka i den yttersta f., εις τήν
Εσχάτη v άπορίαν καθίσιασ&αι.

Fattighus, *πτωχοδοχεϊον, *πτωχοτροφεϊον, τό.

Fattigvård, ή τών πτωχών Επιμέλεια.

Fattlig, se Begriplig.

Fattning, 1) begripande, uppfattning,
κατά-ληψις, ή. σύνεσις, ή. μάθησις, ή. vanl. gm vv.
2) sinnets, παράστημα, τό (sinnesnärvaro),
ησυχία, ή. άταραξία, ή (jemnmod).: bringa ur
fattningen, (δια)ταράττειν, θορυβεϊν, Εξιστάναι,
Εκ-πλήττειν τινά. Ενοχλεϊν τινι.: komma ur f.,
δια-ταράττεσθαι (πρός τι, öfver ngt). Εκπλήττεσθαι
(τινί, Επί τινι, διά τι). Εκτός εαυτού γενέσθαι.
Εκστήναι εαυτού.: behålla f., μηδέν ταράττεσθαι.
άνέκπληκτον, άτάρακτον εϊναι.

Fattningsförmåga, -gåfva, σύνεσις, ή.
νους, ό.: snabb f., άγχίνοια, ή. εύμάθεια, ή.:
trög f., δυσμαθία, ή. τό δυσμαθές. νώθεια, ή.
dta öfvergår min f., απολείπομαι τούτου, ουκ
ακολουθώ τούτω.

Favorit, se Gunstling.

Fe, δαίμων, ονος, η. θεία νύμφη, ή.

Feber, πυρετός, ο (eg. feberhetta), ήπίαλος,
ό (frossf.).: häftig f., äfv. πυρ, τό.: brännhet f.,
καύσος, ό. καυσώδης πυρετός, ό.: kall f., βρν~
χετός, ό.: f., som återkommer hvarannan, 3:de
dag, τριταίος (πυρετός) 6. τεταρταϊος πυρετός, ό.:
ha f., πυρέττειν. ήπιαλεϊν. πυρετώ κατ-,
Ενέχε-σθαι.: ha f. hvarannan, 3:de dag, τριταίζειν,
τε-ταρτίζειν.: få f., περιπίπτειν 1. άλίσκεοθαι
πυρετώ. πυρετός λαμβάνει τινά.: ligga i f., κεϊσθαι
πυρέττοντα 1. ήπιαλουντα.

Feberaktig, πυρετώδης, 2. πνρεχτικός, 3.
ήπιαλώδης, 2.

Feberanfall, πυρετού καταβολή, η.

Feberfri, άπύρεκτος, άπύρετος, 2.

Feberfrihet, άπυρεξία, ή.

Feber fr ossa, ήπίαλος, ό. ρίγος, ους, τό.

Feberhetta, πυρετός, ο. (πυριφλεγές)
καύμα, τό.: förbunden m. f., πυρετώδης, 2.: ha f.,
θερμαίνεσθαι.

Feberrysning, ρίγος, τό.

Febersjuk, πυρέττων, ουσα, ον.

Februari, se Månad.

Feg, δειλός, 3. κακός, 3. άνανδρος, 2.
άτολμος, 2. άγεννήξ, 2.: visa sig f., άποδειλιάν.
μα-λακίζεσθαι. καχύνεσθαι.: en f. mes,
συκομάμ-μας, ου, ό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0095.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free