- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
106

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Frisläppa ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

106

Frisläppa — Frukt

se Färskhet. 3) νεαρόν, τό. άκμή, ή. 4) se
Helsa.

Frisläppa, se Frigifva.

Frispråkig, se Fritalig.

Frist, se Anstånd.

Fristad, άσυλον, τό. καταφυγή, αποστροφή, ή.

Fristat, se Republik.

Fristående, se Fri 1) b).

Fris ur, κατασκευή 1. διάθεσις τής κόμης 1.
τών τριχών, ή.

Frisäga, se Frikalla.

Fritaga, se Frikalla.

Fri tålig, παρρησιαστής, ου, ό.
παρρησιαστι-κός, 3. θρασύστομος, 2 (poet.), θρασεϊ λόγω
χρώ-μενος. έλευθερώτερος 1. άκολαστότερος iv τόϊς
λό-γοις (i tadlande men.). Jfr Frimodig.

Fritalighet, παρρησία, ή.

Fritänkare, παραμελών τών θεών, ό.
ασεβής {περί τά θεια), ό.: vara f., μή σωφρονεϊν περί
τους θεούς, παραμελεϊν τών θεών.

Fritänkeri, ασέβεια ή περί τά θεϊα.

Frivillig, εκών, ούσα, όν ο. εκούσιος, 3 ο. 2
(utan tvång, det förra bl. om pers.) iθελovτής,
ού, o o. iθελoύσιoς, 2 o. 3 (af eget beslut 1. val,
det förra bl. om pers.), αυτόματος,
αύτοκέλευ-στος, 2 (af sig sf, utan uppmaning), αύθαίρετος,
2 (sfvald, bl. om tillstånd, s. man underkastar
sig), αύτεπάγγελτος, 2 (af egen drift erbjudande
sig).: f. slafveri, Εθελοδουλεία, ή.: en s.
underkastar sig sdnt, εθελόδουλος, 2.: en frivillig (i
krig), ό Εθελοντηδόν στρατευόμενος. Εθελοντής,
ο. — Adv. εκοντί, εκούσια, εκουσίως, Εθελοντί,
Εθελοντηδόν, Εθελοντήν. Εφ1 εαυτού, αφ* εαυτού.:
göra ngt f., εκόντα ποιεϊν. εκουσιάζεσθαι.
αύτο-ματίζειν.

Frivol, μάταιος, 3. ραδιουργός, 2.: i relig.
afs., άσεβής, 2.

Frivolitet, τό μάταιον. ραδιουργία, ή.:
religiös, άσέβεια, ή.

Frodas, εύθηνεϊν. θάλλειν. όργάν. εύτροφειν.
αύξάνεσθαι.: låta f., αύξάνειν.

Frodig, εϋτροφος, ευτραφής, 2. εύθαλής, 2.
εύσαρκος, 2 (bullig), f. öfr. partt. af vv. under
Föreg. Jfr Fet.

Frodighet, εύθηνία, εύτροφία, ή. εύσαρκία,ή.

From, 1) gudfruktig, ευσεβής, θεοσεβής, 2.
δσιος, 3. θεοφιλής, 2 (af gudarne älskad).: en f.
handling, ευσεβή μα, τό.: vara f., εύσεβεϊν. 2)
saktmodig, god, πραύς, εϊα, ύ. Επιεικής, 2.: om
djur, ήμερος, 2. εύπειθής, 2.

Fromhet, 1) εύσέβεια, θεοσέβεια, ή. όσιότης
ή. τό ευσεβές, όσιον.: hysa, iakttaga f. mot
gudarne, εύσεβεϊν περί τούς θεούς, σέβεσθαι τους
θεούς, Επιμελεϊσθαι τών θεών. 2) πραότης, ή.
Επιείκεια, η. ήμερο της, ή. ευπείθεια, ή.

Fromma, se Nytta.

Fromsint, se From 2).

Front, μέτωπον, τό (på en byggnad 1. en här).
στόμα, τό (en härs).: i fronten, iv μετώπω. Επί
μετώπου, κατά πρόσωπον 1. κατά στόμα (=
framifrån).: ställa sig i fronten, εις μέτωπον στήναι,
καθίοτασθαι. på f. (i f.-ställning), Επί φάλαγγος
1. μετώπου, μετωπηδόν.: formera f., Επί
φάλαγγος, μετώπου 1. εις φάλαγγα, μέτωπον
τάττε-σθαι, καθίστασθαι.: göra f. mot ngn, άντίαν
καθιστάναι τήν φάλαγγα.: anfalla i fronten, κατά
στόμα προσβάλλειν 1. προσμιγνύναι τινί.: draga

sig tillbaka m. fronten mot fienden, Επί πόδα tmo-,
άναχωρεϊν.: rida utefter fronten, παρελαύνειν.

Frontförändring, göra f., τήν φάλαγγα
μεθιστάναι 1. μετατάττειν.

Frontmarsch, ή Επί φάλαγγος άγωγή.: göra
f., Επί φάλαγγος άγειν.

Frossa, ρϊγος, ους, τό. ήπίαλος, ό. κρυμός,
ό.: annandags, tredjedagsf., τριταίος, τεταρταϊος
πυρετός, ό.

Frossbrytning, ρϊγος, τό.

Frost, κρύος, τό. κρυμός, ό. πάγος,
παγετός, ό. jfr Köld.

F r ο s t ig, παγετώδης, 2. ψυχρός, 3 (eg. o. fig.).:
frostigt tal, ψυχροί λόγοι, οι. ψυχρολογία, ή*:
föra sådant, ψυχρολογεϊν. ψυχρεύεσθαι.

Frostknöl, χείμετλον, χίμετλον, τό. χειμέτλη,
χιμέτλη, ή.: ha frostknölar, χιμετλιάν.

Fru, γυνή, ή. γαμετή, ή. δέσποινα,
οικοδέσποινα, η (frun i huset).: ungf., νεόγαμος γυνή,
ή. νύμφη, ή.: taga,, gifva till f., se Gifta.: fruns
kammare, γυναικών, ώνος, ό. γυναικωνϊτις,
ι-δος, ή.

Frukost, άριστον, τό (mot middagstiden),
ά-κράτισμα, τό.: äta, intaga f., άριστάν.
άριστο-ποιεϊσθαι. άκρατίζεσθαι.: intagandet af f.,
άκρα-τισμός, ό. af en liten f., όλιγαριστία, ή.: s.
intagit f., άκράτιστός, 2. άριστήσας, ασα.: en s.
intager f., άριστητής, ο.: s. icke ätit f.,
άνάρι-στος, άναρίστητος, 2.: vid, efter f., m. part.,
t. ex. efter frukosten skiljdes de fr. hvarandra,
άριστοποιησάμενοι 1. άριστήσαντες απηλλάγησαν
άλλήλων.

Frukostdags, -tid, ή του άκρατισμού 1.
άριστου ώρα.

Frukt, 1) eg., καρπός, ό (både träd- ο.
fältfrukter). λήϊον, τό (på åkern stående säd), σϊτος
o (säd, på fältet 1. såsom spannmål, äfv.
skid-frukter). κάρπιμα, τά (fältfrukter), όπώρα, ή
(trädfrukter). άκρόδρυα, τά (frukter m. hårdt skal).:
sätta f., καρπογονεϊν. καρποτοκεϊν.: bära f.,
καρ-πόν φέρειν. καρποφορεϊν.: bära skön f.,
καλλι-καρπεϊν.: insamla f., καρπούς κομίζεσθαι 1.
συγ-κομίζεσθαι. καρπολογεϊν. καρπίζειν. όπωρίζειν
(trädf.). Jfr Lifsfrukt. 2) oeg., nytta,
καρπός, o (vanl. pl.) δφελος, κέρδος, τό. επικαρπία,
ή.: bära f., ώφείεϊν. κέρδος φέρειν. όφελος Εστί
τίνος.: skörda f., ώφελεϊσθαι Εκ 1. άπό τίνος,
καρπούς λαμβάνεσθαί τίνος, καρπούσθαι,
ίκκαρπού-σθαί τι.: dta är frukten af våra mödor, τούτ*
άπολαύομεν τών πόνων.: vara utan f., ούδεν
δύνασθαι 1. πράττειν. ούδεν εις πλέον ποιεϊν.
Jfr Följd.

Frukta, φοβεϊσθαι, δεδοικέναι (δεδιέναι),
όρ-ρωδεϊν (äfv. κατορρωδεϊν) τι. för ngt (== f. ngts
skull), ύπέρ, περί τίνος 1. περί τινι.
μορμολύττε-σθαί τι (ss. barn), ύποπτήσσειν τι (bäfva tillbaka
f. ngt), εύλαβεϊσθαί τι (taga sig i akt f. ngt).
iv φόβω 1. διά φόβου είναι, φόβον εχειν. φόβος
1. δέος Εστί 1. εν εστί μοι.: frukta högligen,
δει-μαίνειν. περίφοβον, εκφοβον είναι,
ύπερφοβεϊ-σθαι.: f. för att göra ngt, φοβεϊσθαι 1. όκνεϊν
ποιεϊν τι.: f. att (befara att), φοβεϊσθαι,
δεδοικέναι, φόβος 1. δέος ίστί, μή, att icke, μή ού.:
man behöfver ej f. att, ουδείς φόβος μή.: det är
att f. att, δεινό v ίστι μή· b) ha vördnad o.
försyn för ngn, αιδεϊσθαί τινα 1. τι. σέβεσθαι τινα
(ish. Gudarne).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0110.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free