- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
146

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - G - Glitter ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

146 Glitter-

Glitter, ρώπος, ό. μαρμαρυγή, η
(glittrande sken).

Glitterverk, ρωπικά, τά.

Glittra, se G li η dra. — glittrande, se Följ.

Glittrig, μαρμάρεος, 3. μαρμαρυγώάης, 2.

Glo, ταυρηάόν βλέπειν 1. ύποβλέπειν (εις, πρός
τινα).

Glob, σφαίρα, η.

Glop, άν&ρωπος άγροικος, 2, ιταμός, 3,
προ-2.

Glos sa, ^λώοντα, ?J, γλώσσημα, τό (ovanligt

1. föråldradt ord), σχόλιον, τό (förklarande ord).

Glosögd, ύπολεύκους εχων τους οφθαλμούς.

Glugg, οπή, ή. &νρίς, ίάος, ή.

G lunka, man glunkar, det glunkas, &ροΰς
άιέρχεται.

Glupa, se Sluka. — glupande, se
Rofgirig.

Glupsk, 1) eg., βορός, 3. γαστρίμαργος,
λαίμαργος, 2. πολυφάγος, 2. άάηφάγος, 2. λάβρος,

2. 2) se Rofgirig.

G lut t a, άιακύπ τειν. παρακύπτειν.

Glåpord, άγροικον, τό. λοιάόρημα, τό.

Glädja, 1) tr., ξΰφραίνειν, τέρπειν τινά.: g.
ngn m. ngt, χαρίζεσθαί τινί τι. ποιούν τά τι
εν-§υμίαν παρέχειν τινί. 2) pass. ο. refl., glädjas
1. g. sig öfver ngt, χαίρειν τινί 1. Ιπί τινι 1. m.
part. εύφραίνεσ&αι, γεγη&έναι, εύ&υμεϊσ&αί τινι
1. ini τινι. ηάεσ&αί τινι 1. Ιπί τινι 1. m. part.
άγασ&αι, άγάλλεσ&αί τινι 1. Επί τινι. τέρπεσ&αί
τινι. εν ήάον^ εχειν τι.: g. sig öfver måttan,
υπέρ-χαίρειν. Εκπεπταμένως ενφραίνεσ&αι.: g. sig m.
ngn, σνγχαίρειν, σννήάεσ&αί τινι. εύφραίνεσ&αι
μετά τίνος.: g. sig åt ngt (förestående), ήάέως
7τροσάοκάν 1. προσάέχεσ&αί τι. — glädjande,
se Glad 2).

Glädje, χαρά, ή. χαρμονή, ή. τέριρις, ή
(förnöjelse). εύΒ-υμία, ευφροσύνη, η (gladt mod),
ή-άονή, ευπάθεια, ήάνπά&εια, ή (d. sinligt
angenäma ksln). χάρις, ιτος, ή (både glädjeämne ο. den
derigm väckta ksln). τό ήάν, τερπνόν (det
angenäma).: ytterlig g., περιχάρεια, η.: ögonblickets
g., η παραντίκα 1. [εκ τον) παραχρήμα ήάονή.:
af, f. g., υπό χαράς. χαρζ(. άιά χαράν. ύφ’
ηδονής.: m. g., ήάέως. ήάομένως. άσμενος, 3. 1. m.
χαίρειν. t. ex. jag gör dta m. g., χαίρω τούτο
ποιών.: det är mig en g., ήάομένω μοί Εστίν.
Ev ήόοντι μοί Εστίν.: göra ngn g., ήάονήν 1.
εν-&νμίαν 1. εύφροσύνην παρέχειν τινί. Se vidare
Föreg.

Glädj ebetygelse, τά τής ενφροσύνης.
ευφροσύνη, ή.

Glädjedag, ευημερία, ή. εορτή, ή.

Glädjedrucken, υπό χαράς με&ύων, ούσα, ον.
περιχαρής, 2.: bli g., υπό χαράς Εξίστασ&αι
εαυτού 1. του φρονεϊν.

Glädjefattig, se Glädjetom.

Glädj efes t, χαρμόσυνα, τά. εορτή, ή.

Glädjeflicka, Εταίρα, ή. εταιρίς, ίάος, ή.

Glädjefull, ήάιστος, 3. μακάριος, 3. ήάονής
1. ενφροαννης μεστός, 3. Jfr Glad 2).

Glädjelös, se Glädjetom.

Glädjemåltid, εστίασις, η.

Glädj eoffer, χαριστήρια, τά.

Glädjerik, se Glädjefull.

Glädjerop, άλάλαγμα, τό. άλαλαγμός, o.:
höja g., άλαλάζειν, άνολολύζειν {υπό χαράς).

- Gnat.

Glädjestrålande, εύήμερος, 2. φαιάρός, 3.

Glädjetom, άτερπής, 2. άχαρις, ιτος, ό, ή.
ονάεν ήάονής εχων. πάντων τών καλών έρημος.:
ett g. lif, βίος άβίωτος, ό.

Glädjetårar, ηάιστον 1. υπό χαράς ρέον
άά-κρυ, τό.: fälla glädjetårar, άακρύειν χαρά 1. υπό
χαράς.

Glädjeyra, ύπερβάλλονσα χαρά, ή. υπερβολή
χαράς, ή. περιχάρεια, ή.: vara i g., ιλιγγιάν
υπ ο χαράς.

Gläd tig, εν&υμος, 2. ιλαρός, 3. φαιάρός, 3.:
ha ett g. lynne, εν&νμον είναι 1. εύ^ύμως εχειν
τήν φνσιν.

Glädtighet, εύ&υμία, ή. ευφροσύνη, ή.
ιλα-ρότης, ή. χαρά, η.

Gläfs, ύλαγμα, τό. -a, ύλακτεΐν.

Glänsa, 1) eg., λάμπειν. (άπο)στίλβειν. 2) fig.,
se Lysa. — glänsande, se lysande.

Glänt, stå på g., κεχηνέναι. ύπανεώχδαι. μή
παντελώς προσκεϊσ&αι.: ställa på g., se Följ.

Glänta, ύπανοίγειν. βραχύ τι άνοίγειν.

Glätta, se Glatta.

Glöd, 1) brinnande kol, άν&ραξ εμπυρος, ό.:
kollektivt, se Glödhög. 2) fig., όξύτης, ή.
σφο-άρότης, ή. ορμή , η.

Glöda, 1) eg., πυρούσ&αι. πυρακτούσ&αι.
(άια)-καίεσ&αι.: = lysa klart, λάμπειν.: solen glöder,
ήλιος καίει. 2) fig., se Brinna 3). —
glödande, άιάπυρος, 2. εμπυρος, 2.: g. massa, μύάρος,
o. Jfr brinnande.

Glödga, πνρονν. πνρακτονν.

Glödgning, πύρωσις, η.

Glödhet, άιάπνρος, 2. άιακαής, 2.

Glödhetta, καύμα, τό. καύσωμα, τό.

Glömma, λαν&άνεσ&αι, vanl. Επιλαν&άνεσ&αι,
Εκλαν&άνεσ&αι (helt ο. hållet), τινός 1. τί 1. inf.
λή&η λαμβάνει με 1. Εγγίγνεταί μοί τίνος,
άπο-μαν&άνειν τι (ngt inlärdt. de dis cer e). άμελεϊν
τίνος (försumma ngt).: jag har glömt ngt, ov
μέμνημαί τίνος, άμνημονώ τίνος 1. τί. λή&ην εχω
τινός. άιαπέφ>ευγέ μέ τι.: icke g. ngt, s. man
lidit af ngn, μνησικακεϊν τινί τίνος.: komma ngn
att g. ngt, λή$ην τινός Εμβάλλειν τινί. εις λή&ην
τινός Εμβάλλειν τινά.: glömmas, λή&η γίγνεται
τίνος, άμνημ,ονεϊσ&αι. άμνηστεΐσ&αι. λή&β
Ενέχε-σ&αι (vara glömd), άμελεϊσθ-αι (försummas).: g.
sig, ραάιονργεϊν. ρα&νμεΐν. άμελώς εχειν.
πλημ-μελεϊν (fela), under rus, παροινεϊν. b) se Q v
ar-glömma.

Glömsk, 1) s. har svagt minne, Επιλήσμων,
2. άμνήμων, 2. λή&ης πλέως 1. γέμων.: jag är
icke så g., ού τοσαντην λή$ην εχω. ον τοσαύτη
λή&η εχει με. 2) glömmande, gm partt., se
Föreg.

Glömska, 1) förgätenhet, λήθ-η,ή. άμνηστία,
ή.: råka, falla ig., se Glömma.: låta falla,
bringa i g., λή&ην ποιεϊσ&αί τίνος, λή&τ]
παρα-άιάόναι τι. 2) glömskhet, Επιλησμοσύνη, ή.
ά-μνημοσύνη, ή. τό τής μνήμης άσ&ενές.

Glömskhet, se Föreg.

Gnabb, ή άιά φιλίας ερις. φιλονεικία, ή.

Gnabb as, άιά φιλίας Ερίζειν. φιλονεικειν.

Gnaga, 1) eg., τρώγειν. χνανειν.: g. på ngt,
παρατρώγειν. τινός. 2) fig., om bekymmer ο. d.,
άάκνειν. κνίζειν. άνιάν. τήκειν.

Gnat, ή (Επί μικροις) συνεχής μέμψις.
φιλονεικία, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0150.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free