- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
151

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - G - Grundfel ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Grundfel -

Grundfel, πρώτον αμάρτημα, τό.

Grundform, πρωτότυπον, τό.

Grund fäste, κρηπίς, ιδος, ή. κρηπίδωμα,
τό.

Grundkraft, πρώτη δύναμις, η.

Grundlag, ol πρώτοι νόμοι, οι περί της
πολιτείας νόμοι.

Grundlig, άχριβής, 2. ο , το άρχής.:
grundligt undersöka, Ιξ άρχής σκοπεϊσθαι.

Grundlighet, άκρίβεια, ή.

Grundlinie, στοιχεϊον, τό. βάσις, ή (d.
understa i en figur).

Grundlägga, se Grunda 1).

Grundläggare, χτίστης, ου, ό. θείς,
θέν-τος, ο. καταστήσας, αντος, ό.: af en koloni,
οικιστής, ο?, oc.

Grundläggning, 1) se Grundande. 2) se
Grund 2).

Grundlära, πρώτον μάθημα, τό. Ψ

Grundlärd, πολυμαθέστατος, 3. άκριβώς
πεπαιδευμένοι;, 3. σοφώτατος, 3. τα γράμματα
δεινότατος, 3.

Grundlös, ψευδής, 2. άλογος, 2. κενός, 3.
διάκενος, 2. μάταιος, 3. εϊκαϊος, 3. ουκ άληθής, 2.

Grundmur, τό ύποκείμενον τείχος.

Grundmåla, τό πρώτον ίπιχρωννύναι.

Grundorsak, πρώτη 1. μεγίστη αιτία, ή. άρ-

Grundpelare, <Ττ>}λ?7 ή ύποκειμένη. στύλος ό
υποκείμενος, βάσις, ή.

Grundregel, ό πρώτος νόμος 1. κανών.

Grundritning, υπογραφή, ή. διάγραμμα, τό.

Grundsats, l)i vetenskaplig bet., άξίωμα,
τό. θεώρημα, τό. δόγμα, τό. νπόληψις, ή. 2) i
moral, bet., γνώμη, ή. αΐρεσις, ή. παράστημα,
τό. λόγος, ό. νόμος, ο.: jag har gjort mig till en
g. att, εγνωκα m. inf.: handla enl. g., γνώμρ
τρ δικαιοτάττ] χρήσθαί. μηδέν εΙκ$ πράττειν.: vara
utan grundsatser, είκjj πράττειν δ τι άν τύχ$.

Grundspråk, πρωτότυπος γλώττα, oc. ή του
συγγράψαντος γλώττα.

Grundsten, θεμέλιος λίθος, ό.

Grundtanke, ύπόθεσις, ή.

Grundteckning, se Grundritning.

Grundtext, έδαφος, τό. άρχέτυπον, τό.

Grundval, se Grund 2).

Grundvilkor, πρώτη ύπόθεσις, ή.: göra ngt
till ett g. m. ngn, πρώτον τι συντίθεσθαι πρός
τινα.

Grundvillfarelse, πρώτον ψεύδος, τό.

Grund väs ende, φύσις, ή.

Grundyta, έμβαδόν, τό. βάσις, ή. ύπόθεσις,
ή. θεμέλιον, τό.

Grundämne, στοιχεϊον, τό. άρχή, ή.

Grupp, σύστημα, τό. σύνταγμα, τό.
σύμπλεγμα, τό.

Gruppera, συντάττειν.

Grus, σύναγμα, τό (ish. i njurarne). ψάμμος,
η. ψηφίδες, αι.

Grusa, 1) fylla m. grus, ψάμμου
Ιμπιπλά-ναι. ψάμμον Ιπιβάλλειν. 2) förstöra,
καταρρη-γνύναι. κατασκάπτειν. καθαιρεΐν. 3) refi., g. sig,
καταρρήγνυσθαι. διαρρήγνυσθαι. διαχεισθαι.

Gry, φύσις, ή.: godt g., εύφυία, : s. har
godt g., εύφυής, 2. άγαθός, καλός τήν φύσιν.

Gry, ύποφαίνειν, -σθαι. διαφαίνειν. ίπι-,
ν-ποφαύσκειν.: dagen gryr, ημέρα ύποφαίνει. δρ-

- Grälig. 151

θρος Ιστί βαθύς.: så snart dagen gryr, ώς
τάχιστα ημέρα ύποφαίνεται. άμα τρ εω.

Grym, ώμός, 3. άγριος, 3. τραχύς, εια, ύ.
σκληρός, 3. χαλεπός, 3. δεινός, 3. άπάνθρωπος, 2.

Grymhet, ώμότης, άγριότης, τραχύτης,
σκληρό της, χαλεπό της, δεινό της, ή.

Grymta, γρύζειν. γρυλίζειν.

Grymtning, γρυλισμός, ό.

Gryn, πτισάνη, ή, άλφιτα, τά (af säd).: små
korn i allmht, χόνδρος, ό. ψήγμα, τό.

Grynig, χονδροφυής, χονδρώδης, 2. χόνδρων
πλέως, 3.

Gryning, κνέφας, ους, τό. περίορθρον, τό.
όρθρος, ό. πρώτη εως, ή.: i g., άμα τfi εω. άμ’
ημέρα, κατ’ όρθρον βαθύν. ημέρας ύποφαινούσης.

Gryta, χύτρα ο. χυτρίς, ίδος, ή. κακκάβη, ή.
εψάνη, ή. Ιψητήριον, τό. τρίπους, οδος, ό.

Grythandlare, χυτροπώλης, ου, ό.: ställe
der g. hålla till, χυτροπωλείον, τό. χύτραι, al.

Grå, φαιός, 3 (svartgrå), λευκόφαιος, 2,
πολιός, 3 (hvitgrå).: g. färg, πολιό της, ή.: af g.
färg, πολιόχρως, ό, ή.: g. hår, πολιαί (τρίχες), αι.

Gråaktig, ύπόφαιος, 2. νποπόλιος, 2.

Gråhårig, πολιόθριξ, χος, ό, ή. πολιός, 3.:
g. vid tinningarne, πολιοκρόταφος, 2.

Gråna, πολιούσθαι.

Gråsparf, στρουθός, ό. στρουθίον, τό.

Gråsten, se Granit.

Gråt, τό δακρύειν, κλάειν. κλαυθμός, ό.
κλα-θμονή, ή. κλαύμα, τό. Se vidare Tår.

Gråta, δακρύειν, δακρυχοειν, έκχειν δάκρυα
(gjuta tårar), κλαίειν, κλάειν (jemra sig, klaga).
κλαυθμυρίζεσθαι (om små barn).: g. öfver ngt,
δακρύειν Ιπί τινι, äfv. bl. τί. κλάειν τι 1. m.
part.: komma ngn att g., κλάοντα καθιστάναι 1.

1. καθίζειν τινά.: utan att g., άκλαυτί. άδακρυτί.
άδακρυς, υος, ό, ή. άδάκρυτος, 2.

Gråtfärdig, μόγις κατέχων τά δάκρυα 1. τό
μή δακρύειν.: vara g., κλαυσιάν.

Gråtmild, κλαιιστικός, 3.: vara g., κλαυσιάν.
κλαυστικώς εχειν.

Grädda, όπτάν. πέττειν.

Grädde, 1) eg., γραύς, αός, ή. τό παχύ του
γάλακτος, τό τού γάλακτος άνθος. 2) fig.,
άνθος, τό.

Gräfning, δρυξις, ή. όρυχή, ή. vanl. gmvv.:
= det gräfda , όρυγμα, σκάμμα, τό.

Gräfva, όρύττειν (göra öppning i marken).
σκάπτειν (m. spade), σκάλλειν, σκαλεύειν (hacka,
krafsa, röra i ngt). — g. sig in, ned o. d.,
o-ρύττοντα εϊς, καταδύεσθαι etc.

Gräfvare, σκαπανεύς, σκαφεύς, έως, ό.
ορυκτής, ού, ό. vanl. gm partt.

Gräl, νεϊκος, τό (mest poet.), φιλονεικία, ή.
ερις, ιδος, ή. λοιδορία, ή. άψιμαχία, ή. ι väcka
g. mel. vänner, εριν έμβάλλειν φίλοις. εις εριν
ίμβάλλειν φίλους.

Gräla, m. ngn om ngt, ίρίζειν τινί περί
τίνος. φιλονεικειν πρός τινα περί τίνος, άμιλλάσθαί
τινι περί τίνος.: g. på ngn, λοιδορεισθαί τινι (f.
ngt, επί τινι). λοιδορία χρήσθαί πρός τινα.
μέμ-φεσθαί τινι (τί 1. Ini τινι). Ιπιτιμάν,
όνειδί-ζειν τινί (τί).

Grälig, -lysten, φιλόνεικος, 2. Ιριστικός, 3.
φίλερις, ιδος, ό, ή. φιλαπεχθήμων, φιλαπεχθής,

2.: vara g., φιλονεικειν. φιλονεικία χρήσθαί.
φι-λεριστεΐν. Jfr Τ a d e 1 s j u k.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0155.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free