- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
170

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Honungsfärgad ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

170

Honungsfärgad — Hota.

Honungs färgad, μελίχρονς, 2. μελίχρως,
ω-ΤΟ?, ό, tf.

Honungs gul, μελίχλωρος, 2.

Honungshandlare, μελιτοπώλης, ον, ο.
/em. Λ?, tf,

Honungskaka, κηρίον, τό. — μελιτουττα, tf.
μελίπηκτον, τό (ss. bakverk).

Honungs vatten, ι) ϋρόμίλ*, *ro?, τό.

Honungs vin, se Mjöd.

Hop, σωρό?, ό, σώρευμα, τό, σωρεία, tf,
μόί, o (om liflösa föremal), πλ^ο?, τό,
tfi/tfr^o-φή, η (både om lefvande o. liflösa). άγέλη, tf,
στίφος, τό (bl. om lefvande, d. sedn. ish. om
soldater). όμιλος, o (ish. om mskor). όχλος, o
(larmande folkhop).: den stora hopen, ö πολύς
όμιλος. ό οχλος. ol πολλοί, τό πλή&ος.

Hop-, se Samman-, utom vid de få nedanf.
upptagne smn sättningar.

Hopa, σωρεύειν, Επισωρεύειν, νεϊν, σνννειν
(lägga i hög). άΟ-ροίζειν, συνάγειν, Επισννάγειν,
συνήγειρα,», σνμ>ιορείν (smnföra i mängd).: h.
ngt på ngn, Επάγειν τινί τι. επιβάλλει» τινί τι.:
h. sig, συναγείρεσ^αι. αύξάνεσ&αι. πλη&νειν.

Hopp, πήδησις, ή. πήδημα, τό. άλμα, τό.
σκίρτησις, ή. σκίρτημα, τό.: göra ett h.,
πήδημα ποιείσ&αι. Se f. öfr. Hoppa.

Hopp, Ελπίς, ίδος, ή. προσδοκία, ή.: godt h.,
καλή Ελπίς.: full af godt h., εύελπις, ό, tf. (περί
τίνος 1. πρός τι, i afs. på ngt).: fåfängt h.,
ματαία 1. κενη Ελπίς.: felslaget h., άπότευγμα,
ατύχημα, τό.: hysa h., Ελπίδα 1. Ελπίδας ϊχειν.
Εν Ελπΐδι είναι.: man har h., Ελπίς Εστίν.: ha
det säkra h., πεποι^έναι.: fatta h., Ελπίδα
λαμβάνειν. εις Ελπίδα Ελ&εϊν.: få nytt h.,
άναΰαρ-ρείν.: siitta sitt h. pä ngt, τάς Ελπίδας Ev I. Επί
τινι εχειν. πεποι&έναι τινί.: häuge sig åt ett h.,
Ελπίδι χρ~,6&αι.: ingifva ngn h., Ελπίδα
παρέχειν, Εμποιην, Εμβάλλειν, ύποτι&έναι τινί.
Ελπίδα προτείνειν, νπυτείνειν, Επανατείνειν,
προβαίνειν, παρίσταναν τινί. εις Ελπίδας καΰιστάναι
τινά. Επελπίζειν τινά.: beröfva ngn hoppet,
νπο-τέμνειν τινί τας Ελπίδας. Εκκρούειν, Εκβάλλειν τι
-να τής Ελπίδος.: omintetgöra hoppet, την
Ελπίδα καταλίειν.: uppgifva hoppet om ngt, «7είναι
την Ελπίδα τινός, άπελπίζειν τινός 1. τι :
bedragas i sitt h., \ρεύδεσ&αι, σφάλλεσ&αι,
άποσηάλ-λεσ&αι, άμαρτάνειν τζί Ελπίδας.: se sitt h.
uppfyllt, τνγχάνειν τής Ελπίδος. Επί τό πέρας ήκειν
τήν Ελπίδος.: sväfva mel. h. ο. fruktan,
μετέω-ρον είναι.

Η ο ρ ρ a, άλλεσ&αι. πηδάν. σκιρτάν.: h. hit ο.
dit, διασκιρτάν.: h. upp, άναπηδάν, på ngt, Επί
τι.: h. i ngt, ρίπτειν εαυτόν εις τι. άλλεσ&αι εις
τι.: h. öfver ngt, ύπερπηϋάν, διαπηδάν τι. Se f.
öfr. compp.: h. af glädje öfver ngt, άνασκιρτάν
νπό τίνος 1. Επί τινι.

Hoppas, Ελπΐζειν, προσδοκάν, προσδέχεσ&αί
τι 1. m inf. vaol. αί fut.: m. längtan h.,
καρα-δοχείν τι. : låta ngn h., Ελπίδα παρέχειν τινί m.
inf. 1. ώ?. Jfr Hopp.

Hoppfull, Ελπίδος πλέως, ό, ή. ενελπις, ιδος,
ό, tf. πεποι&ώς, νια. ός (iillitsfull). b)
hoppgif-vande, πλείστας Ελπίδας 1. καλην τήν Ελπίδα
παρέχων, ονσα, ον.

Hopplös, άνελπις, δύσελπις, ιδος, ό, ή.
Ελπίδων έρημος, 2. ανέλπιστος, 2.: vara h.,
άνελπί-βτως εχειν. άπεγνωκέναι. δνοελπιστεΐν.

Hopplöshet, δυσελπιστία, tf. τό άνέλπιϋτον.

Hopsamla, συναγείρειν. συλλέγειν.
σνγκομί-ζειν.

Hopsamling, συλλογή, tf. συγκομιδή, tf.

Hopsmida, συγκροτείν.: fig., se Följ.

Hop spinna, fig., νφαίνειν. συμπλάττειν.
μη-χανάσ&αι.

Hopsy, συρράπτειν.

Hop tals, σωρηδόν (om liflösa föremål),
άγε-ληδόν (om lefvande), o. gm àS-ρόος, 3. συχνός, 3.

Hoptorka, άποσκέλλεσ^αι. ρικνουσ&αι.
κατα-μαραίνεσ&αι.

Hoptrassla, περι-, Ε μπλέκειν. συγχεϊν.

Η ο γ, πορνεία, ή. μοιχεία* ή (äktenskapsbrott).

Hora, εταίρα, ή (mätress).: offentlig, πόρνη,
tf. Εργάτις, ιδος, tf. Εργάσιμος εταίρα, tf
χαμαι-τύπη, tf (gatli.).: göra till h., καταπορνεύειν.:
vara offentlig h., κα&έζεσ&αι 1. εστάναι Επ’
οικήματος 1. Εν οϊκήματι.

Hora, εταιρείν. πορνεύεσ&αι. (τω σώματι 1.
αφ* ώρας) Εργάζεσδαι. τω σώματι μισ$αρνεϊν.
μοιχενειν (begå äktenskapsbrott).

Horhus, πορνεϊον, πορνοβοσκεϊον,
χαμαιτν-πείον, Εργαστήριον, οίκημα, τό.: hnlla h.,
πορνο-βοοκείν.: s. häller 1ι., πορνοβοσκός, ό.

Horizont, se Himlabryn.

Horizontel, ομαλός, 3. ισόπεδος, 2.

Horkarl, μοιχός, ό (äktenskapsbrytare),
χα-μαιτύπος, ό.

Horn, χέρας, ατος ο. ως, τό.: litet h.,
κερά-τιον, τό.: månens h., κεραία, tf.: af h.,
κεράτινος, 3.: försedd m. h., κέρατα εχων, ουσα, ον.
κεράστης, ον, ό. κερασφόρος, 2.: m. sköna h.,
εικερως, 2.: bekonunande h., κερατογνής, 2.:
stöta in. hornen, κυρίττειν. κερατΐζειν.: blåsa h.,
τω κέρατι ανλειν.: blasa signal m. h., σημαίνει v
τω κέρατι.: satta h. på ngn, κέρατα ποιειν
τινι·: s. arbetar i h., κερατοξόος 1. κεραοξόος
τέ-κτων, ό.

Hornartad, κερατοειδής, κερατώδης, 2.

Hornblåsare, κεραύλης. ου, ό.

Hornboskap, κέρατα έχοντα ζώα, τά. χε~
ρασ’ΐόρα θρέμματα, τά.

Hornhinna, κερατοειδής χιτών, ό.

Hornlykta, κεράτινος λύχνος, ό.

Hos, παρά m. dat. (m. acc. vid fråga om
rörelse till ngn). Ev m. dat. περί m. acc. (för att
beteckna ngns omgifning). Ofta äfv. μετά m. gen.
(med). — Vid smnsatta vv., som innehålla præ
positionens begrepp, står vanl. bl. dat. t. ex. vara
hos ngn, παρεϊναί τινι.: spisa hos ngn,
όννδει-πνείν τινι.: det finnes hos hm, ενεστιν av τω (om
egenskaper).

Hos följ ande, συμπεμπ ό μένος, 3.
προσκείμενος, 3.

Hospital, πτωχοδοχεϊον, -τροφεΐον, τό. Jfr
Sjukhus, Dårhus.

Hosta, βί,ξ, χός, c.: stark h , ισχυρός βήξ.:
torr h., ξηρός βήξ : medel mot h., φάρμακον
βηχικόν.

Hosta, βηττειν, βήσσειν.

Hot. άπειλή, tf. άνασεισμός, ό (m. hand, käpp,
o. d.). Επήρεια, tf (skymfande, öfvermodigt).

Hota. άπειλείν, ngn m. ngt, τινί τι 1. m. följ.
inf. 1. ότι 1. ώς (m. ord), διαπειλεϊν, -σ&αι
(häftigt). άνασείειν, άνατείνεσ^αί τινί τι (t ex.
βα-κτηρίαν; men äf. fig., είσαγγελίαν, φοβερό v τι).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0174.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free