- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
180

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Häll ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

180

Häll —Hänsyfta.

Häll, πλά|, κός, tf. τκτ^α (πλατέα 1. λεία), tf.

Häll, se Lutning.

Hälla, 1) se Luta. 2) se Gjuta.: h. ned
(intr.), se Häll regn a.

Hälla (kreatur), ποδίζειν.

Hälleberg, πέτρα, tf. πέτρος, ό.

Hällregn, [ραγδαίος) όμβρος,’ό.

Η ä 11 r e g η a, όμβρος καταρρήγνυται. πολι)ς
όμ-βρος καταφέρεται.

Hämkedja, -sko, Εποχλεύς, «ω?, ό.
τροχοπέδη, tf.

Hämma, Ιστάναι, Εφ>ιστάναι (eg.), Επέχειν,
χατέχειν, ϊσχειν, Εμποδίζειν, Εμποδών είναι, άνα-,
καταστέλλε, ανακρούει?, άνακόπτειν (eg. ο. fig ).
κωλύειν, παύειν, καταπαύειν (fig ).

Hämmande, Επίστασις, tf. Εποχή, κατοχή,
ανακοπή, tf. κώλνοκ, tf.

Hämna(s) ngt, Επεξιέναι τι. eF^»/ λαμβάνειν
υπέρ τίνος, Εκδικεϊν τι.: h. ngn, τιμωρείν τίνος
1. νπε’φ (ngns mord, Ti-W τον φόνον).: häm-

nas 1. h. sig på ngn f. ngt, τιμωρεϊσθαι,
«σα-τ*»>ά τ»ιό& Επεξιέναι τινί τίνος, τιμωρίαν 1.
όΥκ^ λαμβάνειν τίνος παρά τίνος. άμύνεσθαι
τινά τίνος. άντιτιμωρεΐσθαί τινα. —
hämnande, τιμωρός, 2 ο. partt.

Hämnare, -inna, τιμωρός, ό, tf.
τιμωρούμενος,, -μένη. Εκδικητής, οί, ό. εκδικος, ο.

Hämnd, τιμωρία, ή, τιμώρημα, τό, άμυνα,
tf (vedergällning). tf, Εκδικία, Εκδίκησις, tf

(rättens utkräfvande).: h. på ngn, τιμωρία τινός
1. κατά τίνος.: taga h., τιμωρίαν ποιεϊσθαί. Se
Hämna.

Hämndbegär, -lystnad, tf τοί τιμωρείσαι
Επιθυμία, μνησικακία, tf. o^ytf, tf.

Hämndeande (δαίμων) άλάστωρ, ορος, ό.
äfv. παλαμναίος, ό.

Hämndgudinna, Έρινύς, vos1, tf (vanl. ίρ?.).

Hämndgirig, τιμωρητικός, 3. ράΛο£ προΥ
τιμωρίαν. μνησίκακος, 2.: vara h., ρνησικακεϊν.

Hämndgirighet, μνησικακία, η.: utan h.,
άμνησίκακος, 2.

Hämta, 1) ir., κομίζειν, προσκομίζειν, άγειν,
προσάγειν, φέρειν, — i méd , η. åt sig. μετιέναι
τι.: h. en läkare, καλεϊν, μετιέναι, εισάγειν
ϊα-τρόν, f. ngn, τινί.: låta h. ngn till sig,
μετα-πέμπεσθαί τινα. προσκαλεϊν τινα.: h. ngt åt ngn,
νπηρετεϊν τινί τι.: h. anden, mod, tröst, frukt,
råd, o. s. v., se d. oo. 2) refl., fig., (Εξ)αναπνεϊν,
(άνα)λωφάν (bli vederqvickt). άναλαμβάνειν
(εαυτόν), άναφέρειν o. άνακτάσθαι εαυτόν (återfå
krafter o. mod efter sjukdom, olycka; d. första
äfv. efter förskräckelser), άνακύπτειν (komma sig
upp ur trångmål), άναζωπυρείν (εαυτόν), -σθαι
("få lif igen"). Ev εαυτώ 1. εαυτού πάλιν
γίγνεσθαι (återkomma till sig sf). ραίζειν,
άναρραί-ζειν (fr. sjukdom), άναρρώννυσθαι (återfå
krafter).: h. sig fr. göromål, (άνα)σχολάζειν.: låta ngn
h. sig, πανλαν 1. άνεσιν διδόναι τινί.
άναλαμβάνειν τινά.

Hända, γίγνεσθαι, συμβαίνειν. συμβαίνειν
γίγνεσθαι, προσπίπτειν. παραπίπτειν. τυγχάνειν

m. part.

Händelse, συμβάν, πράγμα, έργον, τό.:
tillfällig h., τύχη, tf. συντυχία, tf (ish. lycklig).:
vidrig h,, συμφορά, tf. σύμπτωμα, τό. Ofta
uttryckes h. bl. gm art. 1. utan särskildt ord. t. ex.
krigets händelser, τά του πολέμου. : förskräckliga,

olyckliga h., δεινά, κακά, τά.: af en h., se
Händelsevis.: i alla händelser, i h. att, se under
Fall.

Händelsevis, άπό 1. Εκ τύχης, κατά τύχην.
τύχτ\. άπό, Εκ ταύτομάτου. τυχόντως. Vanl. gm
τυγχάνειν m. part. t. ex. han var h. närvarande,
έτυχε παρών. äfv. m. συμβαίνειν o. inf. t. ex. jag
var h. på resa, συνέβη μοι πορεύεσθαι.

Händig, κομιρώς 1. τεχνικώς χρω μένος ταίς
χερσίν. Επιδέξιος, 2.

Hänföra, a) räkna till, sätta ibland,
κατα-λέγειν 1. τιθέναι, -σθαι èv τισιν 1. εις τινας 1.
τινών, τάττειν εν τισιν. Jfr Räkna, b) sätta i
fhde till, i smnhang m., άναφέρειν τί εις 1 Επί
τινα (τί), νομίζειν είναι τι πρός τι.: h. sig till,
på, τείνειν, συντείνειν εις, Επί, πρός τι. άνήκειν
εις, πρός τι. είναι πρός τι. σκοπείν πρός τι. c)
intaga, förleda, Επισπάσθαι. Εφέλκεσθαι.
άνακτάσθαι.: låta h. sig af ngt, Επισπάσθαι υπό τίνος.
Επαίρεσθαί τινι \. υπό τίνος.: låta h. sig till ngt,
Εκφέρεσθαι πρός τι. Jfr Förtjusa. —
hänförande, δεινός, 3. πειθούς μεστός, 3.
Εκπληκτικός, 3.

Hänförelse, se Förtjusning.: i, under
h., gm part.

Hänga, 1) tr., ngt på ngt, (άν)αρτάν,
κρε-μαννύναι τι fχ τίνος, άφάπτειν τί τίνος 1. εκ
τίνος. προσαναρτάν τί τινι. αϊωρείν τι εκ τίνος.:

h. ngn. (βρόχον περιθέντα τω τραχήλω) άναρτάν
1. άπάγχειν τινά.: h. sig, άπάγχεσθαι, i ett träd,
Εκ δένδρου.: låta h. (= fälla), καθιέναι (t. ex.
κώ-πας, κόμας).: låta håret h., άνειμένην Εάν τήν
κόμην.: h. öronen, καταβάλλειν τά ώτα.: h.
hufvudet, κύπτειν (κεκυφ·έναι). σκυθρωπάζειν.: h. på
sig ngt, περιβάλλεσθαι, περιτίθεσθαί τι.: h. sig
vid ngt (fig), άντι-, Επιλαβέσθαι τινός, εχεσθαί
τίνος. 2) intr., a) eg., κρέμασθαι, Εκκρέμασθαι,
ήρτήσθαι, Εξ-, άνηρτήσθαι, άφήφθαι, αΐωρεΐσθαι,

i, vid ngt, εκ τίνος.: hängande trädgårdar,
κρεμαστοί κήποι.: bli hängande i ngt, Ενέχε^θαί
(Ev-σχέσθαι) τινι. b) vara nära fästad vid, ήρτήσθαι
εκ τίνος, προσηρτήσθαί τινι. εχεσθαί τίνος,
προς-κεκολλήσθαι, προς-, συμπεφυκέναι τινί.: mitt
hjerta hänger vid ngt, γλίχομαί τίνος.: h. på, efter
ngn, Ενοχλεϊν τινι 1. τινά. βαρύνειν τινά· εχεσθαί
τίνος.: m. ögonen h. vid ngn, ταϊς οιρεσιν
άνηρτήσθαι πρός τινα. Se f. öfr. compp.

Hängifva sig åt ngt, Ενδιδόναι εαυτόν τινι.
διδόναι εαυτόν εις τι. εϊκειν τινί. προίεσθαι
εαυτόν εις τι, — hän gifven, se Be gif ν en,
Tillgifven.

Hängla, νπονοσεϊν. μαλακίζεσθαι,
μαλακι-άν. άρρωστεϊν. άσθενεϊν.: h. sig fram, se Släpa.

Hängmatta, κρεμάθρα, tf. αιώρα, tf.

Hängsjuk, άρρωστος, 2. άσθενής, 2.
νοσώ-δης, 2 ο. partt. af vv. under Hängla.

Η ängsjuka, άρρωστία, tf. άσθένεια, tf.
άρ-ρώστημα, τό.

Hänrycka, Εκπλήττειν. Εξιστάναι (του
φρο-νείν 1. εαυτού). Jfr Hänföra.

Hänryckning, εκπληξις, tf. εκστασις
(φρενών), tf. Ενθουσιασμός, ό. κατοχή, tf. Jfr
Förtjusning.

Hänseende, -sigt, -syn, se Afseende,
A fsigt.

Hänskjuta, se Hemställa.

Hänsyfta, seJSyfta, Anspela.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0184.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free