- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
211

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Knäband ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Knäband — Kola.

211

νάτων τινός.: m. böjda knän, γννξ (poët.). Se f.
öfr. Knäböja. 2) sköte, γόνατα, τά.: taga på
sitt k., S-έσθαι ini τά γόνατα.: hafva ngn på k.,
iv γόνασιν εχειν τινά. 3) böjning, κάμψις, ή.
&ικαμπή, ή.

Knäband, περισκελίς, ίδος, ή.

Knäböja, γονυπετειν (τινι), γονυκλινεϊν,
γο-νατίζειν (Sedn.).: k. f. ngn, προσπίπτειν πρός τά
γόνατά τίνος, ίκέτην προσπίπτειν τινί.
προσπε-σόντα Ικετεύειν τινά. Ιχετεύειν τινά ηρός τών
γονάτων, προκυλινάεϊσ&αί τίνος 1. τινί. Se f.
öfr. Knä 1).

Knäböjande, γονυπετής, 2.

Knäck, se Brytning 1). 2) se Skada.

Knäcka, θραύειν. Se f. öfr. Bryta.

Knäfall, ικεσία, ή. Ιχετεία, ή. ϊκέτευμα, τό.
προσκύνησις, ή. προσκύνημα, τό.: göra k., se
Knä 1) o. Knäböja.

Knäfalla, se Knäböja.

Knähund, Μελιτάίον χννίδιον, τό.

Knäpp, 1) slag, τό τω μέσω άακτύλω πλήξαι
1. d. κονάυλισμός, ό (se Lex.).^ 2) ljud, ψόφος,
ό.: hvarken k. 1. kny, se Κ ny.

Knäppa, 1) fästa till, ηερονάν (χλαίναν),
ηορπάν 1. ηορηάζειν (ett plagg).: k. upp,
περό-νην 1. πόρπην χαλάν.: k. ihop händerna, τώ
χει-ρβ συμπλέκειν. 2) m. fingret slå till, τω μέσω
άακτνλω πλήττειν 1. βάλλειν. τω μέσφ άακτύλω
συναρμόσαντα τον μέγαν χαί π λήξαντα
έφυβρί-ζειν. τω άακτύλω κόπτειν.: k. ngn på näsan,
σκιν&αρίζειν, σχιμαλίζειν τινά. 3) krossa, t. ex.
nötter, συντρίβει v. χαταχλάν. 4) sätta i rörelse,
t. ex. en sträng, χρούειν, ψάλλειν, χινεϊν
(τάςχορ-άάς).: k. en ton på strängen, ψαλάττειν νευράς
χτύπον.: k. på lyran, χρούειν τήν λύραν. 5)
intr., låta höra ett ljud, ψοφεϊν.

Knäppning, 1) ss. handling, gm vv. 2)
ss. ljud, ψόφος, o.

Knärem, ίμάσ&λη, ή.

Knäskål, έπιγονατίς, ή. μύλη, ή. χόγχη, ή

1. χόγχος, ο.

Knäsvag, γονύκροτος, 2.

Knäveck, ιγνύα, η.

Knöl, 1) i allm., όγκος, ό. τύλος, ό. 2) på
djur, χόνάυλος, ό (ledt.), συστροφή, ή,
σύστρεμ-μα, τό (svulst), φύμα, τό. 3) på vexter, όζος,
ό (ledk.). εχφυμα, τό (utvext). γόγγρος, ό.
γογ-γρώνη, ή. χροτώνη, ή.

Knölig, όγχώόης, 2. γογγρώάης, 2. όρώάης,

2. χεφαλόρριζος, 2 (i roten).

Knöllik, xovdύλώάης, 2.

Knölpåk, ξύλον, ρόπαλον, βάχτρον, τό.
σκυτάλη, ή.

Κο, βούς, ή.: ung k., πόρτις, ή.: valla kor,
βουκολεϊν.

Koalition, σύστασις, ή.

Kobent, ραιβοσκελής, 2. ραιβός, 3.

Kobete, βοών νομή, ή.

Kobolt, κα&μεία, χαάμία, ή.

Kock, μάγειρος, ό. όψοποιός, ό.: vara k.,
μαγειρεύειν.

Kockpojke, υπηρέτης 1. παις ό τού
μαγείρου 1. όψοποιού.

Kodde, όρχις, ή. όρχίάιον, τό.

Κ ο di ci 11, ίπιάια&ήχη, ή.

Κ ο dy η g a, βόλιτον 1. βόλβιτον, τό.
βόλβι-ιος, ο.

Κ ο ef fera, τήν χόμην 1. χεφαλήν κοσμεϊν,
κοσμείσ&αι (k. sig),

Koeffyr, κόσμος ό περί τήν χεφαλήν.

Kofferdifartyg, έμπορου ναύς·> η.
στρογ-γύλον 1. φορτηγιχόν πλοϊον, τό. φορτηγός 1.
φορ-τ αγωγό ς ναύς, ή.

Kofferdiman, έμπορος, ο. ναύχληρος, ό.

Koffert, χιβωτός, ή. χιβώτιον, τό. χίστη, ή.
ρίσκο ς, ό.

Kofoder, βοών νομή, ή.

Kofot, 1) πους βοός, ό. 2) se Häfstång.

Kofsa, χαμαιτύπη, ή.

Kofta, χιτών, ώνος, ό.

Koger, φαρέτρα, ή.

Koherde, βουχόλος, ό.

Kohor η, χέρας θηλείας βοός, τό.

Kohort, τάγμα, τό.

Κ ο hus, βουστασία, ή. βουστάσιον, τό.
βοαν-λιον, τό.

Koj a, se Hydda.

Kojufver, βοός ού&αρ, τό.

Kok, εψημα, τό. τό εψητόν.

Koka, subst., βώλος, ή.

Koka, 1)intr., ζειν. ζεννύναι (Sedn). βράττειν
παφλάζειν.: kokande (het), ζεστός, 3 (äfv. = kokt).:
bloden kokar i mig, 1. det k. i m., κινείται μοι
χολή. έπιζεί μοι ή χολή 1. οργή. 2) tr., εψειν.
ό-ψοποιεϊσ&αι (k. mat), πέττειν. πεπαίνειν (om
solvärmen).: kokt, έψητός, 3. έφ&ός, 3.

Kokande, εψησις, η. όπτησις, ή.

Kokbok, οψαρτυτιχά (βιβλία), τά. νψοποιία,
ή (se Lex.).

Kokerska, μαγείραινα, μαγείρισσα, ή.

Kokett, άρεσχος, 3, άρεσχευτιχός, 3
(behagsjuk). θρυπτόμένος* 3 (koketterande, t. ex. έσ&ή~
τι, i sin klädsel), εταιρικός, 3 (på en hetärs vis).

Kokettera, άρεσκειUü&ai. (&ια)&ρύπτεσθ·αι.
άκκίζεσ&αι.

Koketteri, άρεσκεία, ή. αρέσκει/μα, τό.
&ρύ-ψις, ή.

Kokgryta, εψητήριον,τό. εψάνη,ή. χακχάβη, ή.

Kokhet, ζεστός, 3.

Kokhetta, ζεστότης, ή.

Kokhus, μαγειρεϊον, τό. όπτάνιον, τό.

Kokkonst, μαγειρική, όψοποιική,
όψαρτυτι-κή (τέχνη), ή. όψαρτυσία, ή.

Kokkäril, όψοποιικά 1. μαγειρικά σκεύη, τά.

Kokning, 1) intr., ζέσις, ή. έκπρησμός, ό.
2) tr., se Kokande.

Κ ok ön g, βομβύκιον, τό.

Kokoppor, βούφυμα, τό, όαμαλικόν, τό
(Nygrek.). : inympa k. på ngn, τό όαμαλικόν
ίγκεν-τρίζειν τινί.

Kokosnöt, χουκίμηλον, τό. κούκι, τό.

Kokospalm, -träd, κούκι, τό.

Koksalt, άλες, οι.

Koks lef, τρυηλίς, ί&ος, ή 1. τρυήλης, ό.

Κ ok ved, φρύγανον, τό (helst i pl.).

Kokött, θηλείας βοός κρέα, τά.

Kol, άν&ραξ, κος, ό.: glödande k., άν&ραξ
εμπυρος.: half brändt k., &νμάλωψ, ωπος, ό.:
bränna k., άν&ρακεύειν.: tända eld i kolen,
ζω-πνρεϊν τους άνθρακας.

Köla, 1) tr. a) förvandla till kol,
(άπ)αν&ρα-κουν.: kolad, άν&ρακευτός, 3. b) se Sota. 2)
intr, a) förvandlas till kol, άνθραχούσ&αι. b)
vara kolare, se Kolare.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0215.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free