- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
214

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kompakt ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

314 Kompakt —

κωμφδοδιδάσκαλος. ο (såvida han derjemte
inöf-vade komoedierna). Se f. öfr. Komiker.

Kompakt, άδρομερής, 2. αδρός, 3. στερεός,
3. πυκνός, 3.

Kompani, 1) bolag, κοινωνία, ή.: gå i k.
m. ngn, εις κοινωνίαν Ελθεϊν τινι.: göra ngt i
k. m. Dgn, κοινωνεϊν τινί τίνος, μετέχειν τών
έργων τινός. Se f. öfr. Bolag. 2)
truppafdel-ning, σύνταγμα, τό. λόχος, ό.

Kompanichef, λοχαγός, ό.
συνταγματάρχης, ό.: vara k., λοχαγεϊν.

Kompanjon, κοινωνός, ό. εταίρος, ό.
συνεργός, ό. Se Bolagsman.

Komparation, se Jemnförelse.

Komparativ, 1) adj., se Jemnförlig. 2)
subst., ό συγκριτικός (τρόπος), τό συγκριτικόν
(όνομα).

Komparera, se Jemnföra.

Κ ο m ρ ar s, κωφόν πρόσωπον 1. προσωπεϊον, τό.

Kompass, πνξίς, ή (Nygrek.).

Kompetens, κύριον, τό. δίκαιον, τό. ή
κυρία. Se f. öfr. Befogenhet.

Kompetent, κύριος, 3. Επιτήδειος, 3 o. 2.
άξιόχρεως, 2. Se f. öfr. Behörig.

Kompilation, σύνταξις, ή. σύνταγμα, τό.

Kompilera, συντάττειν. Εκ γραμμάτων
τινών άναλέγεσθαί τι.

Komplement, συμπλήρωμα, τό. Se
Fyllnad.

Komplett, όλοτελής, όλομερής, 2. Se
Fullständig.

Komplettera, (έκ)πληρούν.

Komplexion, φύσις, ή.

Komplicerad, se under Inveckla.

Kompliment, 1) artigt ord, ευλογία, ή.
π αίνος, ό.: säga ngn en k., Επαινεϊν τινα. 2)
helsning, πρόσρησις, ή. άσπασμός, ό.
προσκύνη-σις, ή (k. medelst åtbörd).

Komplimentera, έπαινειν. πρόσρησιν
διδό-ναι τινί. άσπάζεοθαί τινα. προσκυνειν τινα.

Komplott, σύστασις, ή. συνωμοσία, ή.
παρασκευή, ή. ίταιρεία, ή.: göra k., συνομνύναι.
συνίστ ασθαι.

Komponera, ποιεϊν (i allm.). μελοποιεϊν (k.
musik).

Komposition, σύνθεσις, ή (i allm.).
συγκε-κραμένος χαλκός, ό (metallisk k.), μελοποιία,
ή (musikalisk k.).

Kompositör, μελοποιός, ό.

Kompost, κόπρος συ μπεφυρ μένος, ό.

Kompress, σπλήνιον, τό. μοτοφύλαξ, ό.
άγ-κτήρ, ό.: anbringa k., άγκτηριάζειν. σπληνούν.
μοτούν.

Kompromettera, είς κίνδυνον καθιστάναι.
κινδυνεύειν περί τίνος.

Kompromiss, 1) skiljedoms öfverlåtelse,
Επιτροπή, ή. 2) skiljedomstol, ol διαιτηταί. 3)
sk:s utslag, δίαιτα, ή. πρόδικος δίκη, ή.

Kon, κώνος, ό.

Kona, πόρνη, ή. σοβάς, άδος, ή.
χαμαιτύ-πη% η.

Koncedera, se Medgifva.

Koncentration, ή εις ’èv (1. ταύτό)
συναγωγή τίνος (1. τινών).

Koncentrera, εϊς ’èv συνάγειν.

Koncentrisk, ομόκεντρος, 2.

Koncept, γραφή, ή. σύγγραμμα, τό. λόγοι

■ Konfye.

παρε σκευασμένοι, οι. λόγοι γρ αφέντες, ol.
αρχέτυπο ν, τό (urskrift).: begagna k., Εκ
συγγράμματος λέγειν, τούς λόγους γράψαντα ποιεϊσθαι.:
tappa k:terna, (δια)ταράττεσθαι μεταξύ λέγοντα,
διαπορεϊν λέγοντα.: bringa ngn ur k:terna,
(δια)-ταράττειν τινά μεταξύ λέγοντα, ποιεϊν τινα
Εκ-πίπτειν τού λόγου.

Koncert, μουσικόν ακρόαμα, τό (ss.
tillställning). συμφωνία, ή (ss. exekution ο. ss.
musikstycke).

Koncertrum, ωδεϊον, τό.

Koncession, se Eftergift.

Koncipera, συγ-, (ύπο)γράφειν.
προμελετών τ a ά χρή λέγειν καταγράφειν.

Koncis, κατ-, συνεστραμμένος, 3.: k. stil,
συνεστραμμένη λέξις, ή. ανατροφή τής λέξεως, ή.:
uttrycka sig k:t, κατεστραμμένως λέγειν.

Koncis i ön, συστροφή, ή. βραχύτης, ή.

Kondensation, πύκνωσις, ή. άθροισμός ό
είς εαυτό.

Kondensera, πυκνούν. άθροίζειν καθ’εαυτό.

Kondition, l)se Vilkor. 2) υπηρεσία ή
κατ’ οίκον (en domestiks). παιδαγωγίας έργον,
τό 1. παιδεύσεως Επιμέλεια, ή (informators).

Koditionel, υποθετικός, 3.

Konditionera, ύπηρετεϊν. παιδαγωγεϊν (se
kondition).

Konditor, πεμματουργός, ό.

Kondolens, παραμυθία, ή. παραμυθητικός
λόγος, ό.

Kondolera, παραμυθεϊσθαι.

Konfederation, συμμαχία, ή (till anfall ο.
försvar). Επιμαχία, ή (till försvar), κοινόν, τό.
σύστασις, ή.

Konfekt, πέμματα, πεμμάτια, τά.
μελίτω-μα, τό. μελίπηκτον, τό.

Konferens, λόγοι κοινοί, οι. κοινολογία, ή.:
hålla en k., σννιέναι είς λόγους, κοινω λόγφ
χρήσασθαι. κοινολογεϊσθαι.

Konferera, se under Föreg.

Konfession, se Trosbekännelse.

Konfidentiel, Ev άπορρήτοις ών, ουϋα, ον.

Konfiguration, μόρφωμα, τό.

Konfirmation, ή πρώτη μετάδοσις τής
ευχαριστίας 1. d.

Konfirmera, τοις κατηχουμένοις τήν
ευχαρι-στίαν λαβεϊν Επι τρέπειν 1. d.

Konfiskabel, άπογεγραμμένος (3) ώς
δημόσιος (3) ών, ούσα, δ ν. άναπόγραφος, 2.

Konfiskera, δημεύειν. δημοσιούν. δημόσιον
ποιεϊν. άποσημαίνεσθαι. άπογράφειν (till
konfiskering uppteckna).

Konfiskering, δήμευσις, ή.

Konflikt, σύγκρουσις, ή. σ. καίφιλονεικία, ή.

Konformation, δια-, ύυμμόρφωσις, ή.

Konformera, Εφ-, προσαρμόττειν.: k. sig,
συσχηματίζεσθαι.

Konformitet, se Likformighet.

Konfrontation, άντικατάστασις, ή.

Konfrontera, άντικαθιστάναι.
συμπαριστά-ναι.

Konfundera, Εκπλήττειν. Se f. öfr.
Förvirra.

Konfusion, σύγχυοις, ή (om saker), ταραχή,
ή. έκπληξις, ή (om pers.).

Kon fys, συντετ αραγμένος, 3. Εκπεπ ληγμένος,
3. Se f. öfr. under Förvirra.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0218.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free