- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
217

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kontur ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Kontur — Kopp är rig.

217

Kontur, -teckning, περιγραφής ή.
όια-γραφή, ή. υπογραφή, ί· ιχνογραφία, ή.
Kontusion, Κλάσμα, τό. έκθλιμμα, τό.
Konung, βασιλεύς, έως, ό. βασιλεύων,
ον-γο£, ό·: vara k., ßaGbkëvwv.

Konungaborg, βασίλειον, τό, vanl.
βασίλεια, τά. ή βασιλική (sc. οικία).

Konungabref, δόγμα βασιλέως, τό 1. d.
Konungadotter, βασιλέως θυγατήρ, ή.
Konungadöme, βασιλεία, ή.
Konungaed, όρκος ό τον βασιλέως.
Konungahus, οϊκία ή τον βασιλέως.
Konungakrona, άιά&ημα τό βασιλικόν.
Konungalängd, κατάλογος ό τών βασιλέων.
Konungamagt, βασιλεία, ή. κράτος
βασιλέως, τό.

Konungamord, φόνος ό τού βασιλέως.
Konungamördare, ό τον βασιλέα φονεύων
1. φονεύσας.
Konungarike, βασιλεία, ή. άρχή, ή.
Konungason, παις 1. υιός ο τού βαΰιλέως.
Konungaslägt, -stam, βασιλικόν γένος, τό.
Konungastyrelse, βασιλεία, ή. μοναρχία, ή.
Konungasäte, l)eg., βασίλεια, τά. 2) stad,
der konung bor, βασιλική πόλις, ή. πόλις, iv g
έστι τά βασίλεια.

Konungathron, βασιλικός θρόνος, ό.
Konungatitel, βασιλικόν όνομα, τό.
τοϋ-νομα βασιλείας.

Konungaval, αΐρεσις βασιλέως, ή.
Konungavälde, se Konungamagt,
-styrelse.

Konungavärdighet, βασιλεία, ή. αξίωμα
τό βασιλικόν.

Konungaätt, γένος βασιλικόν, τό. γενεά
βασιλική , ή.

Konungsk, φιλοβασίλειος, 2. φιλοβασιλεύς, ό.:
vara k., βασιλίζειν.

Konungslig, βασίλειος, 2 ο. 3. βασιλικός, 3.
ό, ή, τό τον βαοιλέως.

Konvenabel, ευπρεπής, 2. πρεπώάης, 2.
Επιτήδειος, 3 ο. 2.

Konvenans, τό πρέπον, τ ος. τά Εν έθει
όντα. συνήθεια, ή.: mot k., παρά συνήθειαν.

Konvenera, πρέπειν, προαήκειν, χαίριον
είναι τινι.

Konvent, σύλλογος, ο. σύνοάος, ή.: hålla k.,
σύλλογον ποιεϊσθαί.

Konvention, se Fördrag 1).
Konventionell, κατά τάς συνθήκας.
σύνθετος, 2. ξητός, 3. εΐωθώς, νια, ός. συνήθης, 2.

Konversation, λόγοι ol iv τ$ συνουσία,
κοινολογία, ή.

Konversera, ΰιαλέγεσθαι.
Konvex, κυρτός, 3.
Konvexitet, κυρτότης, ή.
Konvoj, ungef. σιτοπομπεία, ή.
Konvolut, περιβολή, ή. περικάλυμμα, τό.
Konvulsion, σπάσμα, τό. σπασμός, ό.: få
k., σπάσματα λαμβάνει με.

Konvulsivisk, se Krampaktig.
Kooperation, Συνεργία, ή·
Kooperera, συνεργεί*.
Koordinera, σνντάττειν. Ιν ιαω τιθέναι.
Kopia, se Afskrift, Afbild.
Kopp, φιαλίςt ίάος, ή. φιάλιον, τό.
παροψί-ΰιον, τό (Sedn.).

Koppa, subst., Εξάνθημα, τό (varblåsa).
φλύκταινα, ή (hetblemma). σχάσμα, τό 1. ϋχαομός,
ό (det koppade stället).

Koppa, v. tr., άμύττειν. Εγχαράττειν.
κικνά-ζειν.

KoppaT, χαλκός, ό (ss. metall), χαλκίον, τό
1. χάλκευμα, τό (ss. kärl 1. husgeråd), χαλκός
μέλας 1. κύπριος (vanlig k.).: hvit k., χ. λευκός.:
korintherk. 1. bronz, χ. κεκραμένος.: af k.,
χαλκούς, ή, ουν. χαλκόχυτος, 2.: arbeta i k.,
χαλ-κουργεϊν. χαλκοτυπεϊν.: bryta upp k.,
χαλκωρυ-χειν.

Kopparaktig, -artad, χαλκοειάής, 2.
χαΧ-κίτης, ου, ό. χαλκϊτις, κΡος, ή.

Kopparberg, χαλκϊτις φλέψ, ή 1. d.
Kopparbergverk, μέταλλονχαλκού, τό.
χαλ-κονργεϊον, τό. χαλκωρυχεϊον 1. χαλκωρύχιον, τό.
Kopparbeslag, Επίβλημα χαλκού, τό.
Kopparbeslagen, χαλκένάυτος, 2 (Sedn.).
Kopparbleck, χαλκού πέταλον 1. έλασμα, τό.
Kopparerg, ιός ό τού χαλκού.
Kopparfärg, χαλκώ&ες χρώμα, τό.
Kopparfärgad, χαλκόχρους, 2. χαλκώάης, 2.
Koppargrufva, χαλκωρυχεϊον, τό.
Kopparhalt, τό χαλκώ&ες.
Kopparhaltig, χαλκίτης, ό. χαλκιτις, ιάος, ή.
χαλκόκρατος, 2.

Kopparhammare, -hytta, χαλκοτυπεϊον,
τό. χαλκουργειον, τό.

Kopparkittel, χαλκεϊον, τό.
Kopparkäril, χαλκίον, τό. χάλκευμα, τό.
χάλκωμα, τό. χαλκού ργ η μα, τό.

Kopparmalm, χαλκίτης λίθος, 6.
Kopparmynt, νόμισμα χαλκοΰν, τό.
χαλ-κούς, ι.

Kopparockra, κύανος, ό. χρυσό κολλά, ή.
Kopparpanna, τήγανον χαλχούν, τό.
Kopparpenning, κέρμα χαλκού, τό.
Kopparplåt, χαλκού πλάξ, κός, ή. χαλκού
πέταλον 1. έλασμα, τό.: af k., χαλκοπέταλος, 2.
Kopparrök, χαλκάνθη, ή. χάλκανθον, τό.
Kopparslagare, χαλκουργός, ό. χαλκό
τύπος, ό. χαλκενς, έως, ό (äfv. smed i allmht).

Kopp ar si ag are verk st ad, χαλκουργειον,
τό. χαλκοτυπεϊον, τό.

Kopparslageri, χαλκοτυπική, ή.
χαλκονρ-γική, ή.

Kopparstick, χαλκώ Εγγεγλυμμένη γραφή,
ή 1. d. (fanns ej hos de gamle).

Kopparstickare, χαλκογράφος, o (Nygr.).
-konst, χαλκογραφία, ή (Nygr.)

Koppel, σύνάεύμος, o (ss. band), ζεύγος, το
(sammanbundna djur: m. gen., t. ex. κυνών).
Koppelrem, ϊμάς, άντος, ό.
Koppglas, -horn, σιχύα, σικυώνη,
σικυω-νία, ή. χύαθος, ο.
Koppjern, σχαστήριον, τό.
Koppla, 1) djur, ting, συνάεϊν. συνάπτειν.
ζευγνύναι. 2) mskr, προαγωγεύειν. μαστροπενειν.

Kopplare, -lerska, προαγωγός,
μαστροπός, ό, ή.
Koppleri, προαγωγεία, μαστροπεία, η.
Κ ο ρ ρ η i η g, άμυξις, ή. Εγχάραξις, η. σχάσις, η.
Koppor, Εξανθήματα, τά.: inympa k.,
Εγ-κεντρίζειν τάς φλύκταινας.
Koppärr, ούλη ή άπ* Εξανθήματος.
Koppärrig, φλνκταίναις Εξηνθηκώς, νια, ός.

28

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0221.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free