- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
222

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Krigserfarenhet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

222 Krigserfarenhet-

Krigserfarenhet, Εμπειρία ή τών πολεμικών.

Krigsfara, κίνδυνος ο Εν πολέμφ 1. Εκ του
πολέμου, κίνδυνος μή εσται πόλεμος.

Krigsfartyg, τριήρης, ους, ή. μακρά ναύς, ή.

Krigsflotta, τριήρεις, ών, αι. μακραί νήες,
at. τριηρών πλήθος, τό. ναυτικός στόλος, ό.
ναυτικό ν, τό.

Krigsfolk, στρατιώται, ών, οϊ. στρατιά, ή.
δύναμις, ή.

Krigsfot, ställa hären på k.,
ηαραϋκενά-ζεσθαι τήν στρατιάν ώς εϊς τον πόλεμον. flottan,
Εξαρτύεσθαι τό ναυτικόν. τάς τριήρεις πληρούν
(eg. bemanna).: stå på k. m. ngn, πολέμιον
είναι τινι. διά πολέμου τινί Ιέναι.

Krigsfånge, αιχμάλωτος, ό, ή.: göra till k.,
αύχμάλωτον λαμβάνειν, ελεϊν ζώον 1. ζώντα.
ζω-γρεϊν. δορϊ έλέϊν. αύχμαλωτίζειν (Sedn.).: blifva
k., άλίσκεσθαι κατά τήν μάχην. ζώον ληφθήναι.
ζωγρεία άλίσκεσθαι.

Krigs fångenska ρ, αιχμαλωσία, η.: vara i
k., αύχμάλωτον ζήν 1. είναι.

Krigsföretag, πολέμου έργον, τό. τό έν
πολέμα* γιγνόμενον 1. γίγνεσθαι μέλλον 1. πραχθέν.
στρατεία, ή.

Krigsförklaring, προαγόρευσις του
πολέμου, ή. vanl. gm omsk. m. προειπειν,
προαγο-ρευειν 1. προαγγέλλειν πόλεμον.: efter
förutgången k., προειπών τον πόλεμον.: krig utan k.,
άκατάγγελτος 1. ανεπάγγελτος πόλεμος, ο.

Krigsförnödenheter, τά εις τον
πόλεμον. τά πρός τήν τ ού πολέμου χρείαν. τά τ ού
πολέμου.

Krigsförråd, τά εϊς τον πόλεμον Επιτήδεια
1. παρεσκευασμένα. παρασκευή, ή. πολεμικά σκεύη,
τά.

Krigsförrättning, τό ίν πολέμφ πραχθέν.
τά του πολέμου.

Krigsgud, θεός ό τών πολέμων έφορος.:
krigsguden hos Gr.: "Αρης, εως 1. εος, ό.:
krigsgudinnan , ’Ένυώ, ή.

Krigsgärd, εισφορά, ή. τέλη τά 1. φόρος ό
εΐς τον πόλεμον.

Krigshistoria, διήγησις 1. διέξοδος ή τών
πολεμικών έργων 1. τών ίν πολέμω πραχθέντων
1. γεγενημένων.

Krigshisto riograph, ξυγγραφεύς τών ίν
πολέμω γεγενημένων, ό.

Krigshjelp, 1) eg. βοήθεια, ή. ίπικουρία, ή.:
lemna k. åt ngn, βοηθείν 1. ίπικουρείν τινι. 2)
se Krigsgärd.

Krigshjelte, άνήρ δεινός πολεμεϊν.

Krigshändelse, τό ίν τω πολέμω γενόμενον
1. ξυμβάν. τά ίν τω πολέμω. τά του πολέμου.

Krigshär, se Här 2).

Krigshärold, κήρυξ ό κατά τον πόλεμον.

Krigskamrat, συστρατιώτης, ό. σύσκηνος, ό
(tältkamr.).: vara k., συστρατεύεσθαι.

Krigskassa, χρήματα τά εΐς τον πόλεμον.
(χρήματα) τά στρατιωτικά, τό στρατιωτικό ν.

Krigskommissarie, ungef.ταμίας τών
στρατιωτικών, ό. σίταρχος 1. σιτάρχης ό κατά τον
πόλεμον.

Krigskonst, πολεμική (τέχνη), ή.
στρατηγι-κή, ή.

Krigskostnad, χρήματα τά εΐς τον πόλεμον
άναλωθέντα. δαπάναι at εΐς τον πόλεμον
(γεγενη-μέναι) άναλώματα τά εις τον πόλεμον.

-Krigstrumpet.

Krigslag, στρατιωτικός νόμος, ο.

^Krigslagfarenhet, ίμπειρία 1. Επιστήμη ή
τών κατά τούς στρατιωτικούς νόμους (subj.). τά
νομιζόμενα περί 1. κατά τον πόλεμον (obj.).

Krigslist, στρατήγημα, τό.

Krigslycka, 1) krigets skiften, πολέμου
τύχη , ή. συντυχίαι at ίν ταϊς μάχαις 1. ίν πολέμω.
τά ίν πολέμω ξυμβάντα. τά του πολέμου. 2)
lycka i krig, εύπραγία ή ίν ταϊς μάχαις.

Krigs låga, πόλεμος, δ (mera poët. εκκαυμα
πολέμου).: tända k., πόλεμον ίκκαίειν.

Krigsmakt, δυναμις, ή. se f. öfr. Här 2).

Krigsman, στρατιώτης, ου, ό.

Krigsmaskin, μηχανή πολεμική, ή.
μηχάνημα, τό. όργανον, τό.

Krigsmateriel, όπλα καί σκεύη, τά.

Krigsminister, ό ίπί τών πολεμικών.

Krigsmusik, Ενόπλιος αύλωδία, ή.

Krigsnyheter, λόγοι οϊ περί τών iv πολέμφ
πραχθέντων.

Krigsolycka, -nöd, ταλαιπωρία ή άπό του
πολέμου 1. κατά τον πόλεμον. τό του πολέμου 1.
Εν τω πολέμω κακόν 1. δεινόν.

Krigsomkostnad, se Krigskostnad.

Krigsoperation, se Krigsföretag.

Krigsoroligheter, πόλεμοι καί άγώνες.
τα-ραχαί at Εκ του πολέμου, μάχαι καί ταραχαί.

Krigsplan, προαίρεσις 1. Επιβολή ή περί του
πολέμου, οδός ή του πολέμου.

Krigsredskap, πολεμιστήριον, τό. όπλα καί
σκεύη, τά. παρασκευή, ή.

Krigsrop, se Härrop.: höja k., άλαλάζειν.

Krigsrustning, πολεμική παρασκευή, ή.
παρασκευή ή εΐς 1. Επί τον πόλεμον.: göra k:gar,
παρασκευάζεσθαι πόλεμον 1. ώς Επί πόλεμον.

Krigsrykte, λόγοι περί πολέμου
μέλλοντος εσεσθαι.

Krigsråd, βουλή ή τών στρατηγών 1.
ηγεμόνων. σύλλογος τών στρατηγών, ο.

Krigsrätt, στρατηγοί οι εις κρίσιν
συνελθόν-τες 1. συγκληθέντε ς.: sätta ned k., στρατηγούς
συγκαλείν εΐς κρίσιν.

Krigsrörelse, έφοδος, ή. διέξοδος, ή.

Krigsskepp, μακρά ναύς, ή. τριήρης, ους, ή.

Krigsskola, παιδευτήριον πολεμικόν, τό.
παιδεία πολεμική, ή.

Krigsskuld, όφλήματα τά διά τον πόλεμον.

Krigsstrapaser, στρατιωτικοί πόνοι, οί.

Krigsstyrka, se Krigsmagt.

Krigssång, παιάν, άνος, ό.: stämma upp
en k., παιανίζειν.

Krigstheater, όπου 1.χώρα iv jj δ πόλεμος
Εστίν.: förlägga k. till vårt land, εΐς χώραν τήν
ήμετέραν τον πόλεμον μεταφέρειν 1. μετατιθέναι.

Krigstid, χρόνος ό του πολέμου.: i k., κατά
τον πόλεμον. πολέμου όντος.

Krigstjenst, στρατεία, ή (officiel k.), εργα
τά Εν τω πολέμφ ο. τά πολεμικά (faktisk k.).:
duglig till k., στρατεύσιμος, 2.: göra k., στρατεύειν
1. στρατεύεσθαι. άσκεϊν τά πολεμικά.: göra k. ss.
värfvad, μισθοφορεϊν.: taga k., επεσθαι πρός
τον πόλεμον.: ej i k., άστράτεντος, 2.: ur k.,
Εστρατευμένος, 3.

Krigstjensttid, -år, στρατεύσιμα ετη, τά.

Krigstrumpet, σάλπιγξ, γγος, ή.: stöta i
k., σαλπίζειν (eg.), προφημίζειν ώς πολέμου
i-σ ο μέν ου (oeg.).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0226.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free