- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
232

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kännbar ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Kännbar — Kärl.

konkretare vändning, t. ex. inför hs k., Εκείνω
Επιστήμονι 1. σοφώ όντι.: inför k., Ev εϊδόσιν.:
m. k. undersöka, Επιστάμενον Εξετάζειν τι

Kännbar, βαρύς, 3. δεινός, 3. λυπηρός, 3.
άνιαρός, 3.: det är k:t f. mig, λυπηρόν Εστί μοι.

Kännbarhet, βάρος, τό. τό βαρύ ο. s. ν. (se
Föreg.).

Kännedom, γνώΰις, ή. γνώρισις, ή.
Επιστή-μη, ή. Εμπειρία, ή. se f. öfr. Kunskap.

Kännemärke, -tecken, αημεϊον, τό.
γνώρισμα, τό. τεκμήριον, τό. ξύμβολον, τό. δήλωμα,
τό.: förse m. k., σημείου ν. παρασημαίνειν.: af k.
»luta, τεκμαίρεσθαι. τεκμηριούσθαι.: utan k.,
άσημος, 2.

Känning, πάθος, τό.: behaglig k., ευπάθεια,
ή. ηδονή, ή.: obehaglig k., λύπη, ή. άνία, ή. τό
άνιαρόν.: förorsaka ngn en behaglig, obehaglig
k., ήδονήν, λύπην παρέχειν τινί.: enhvar har k.
af det obehagliga, τό λυπούν αϊσθησιν εχει
εκά-στω.ί ha k. af ngt, αίσθάνεσθαί τίνος.

Känsel, άφή, ή. αϊσθησις, ή.: utan k.,
ά-ναίσθητος, 2.: m. k., αισθητικός, 3.: sakna k.,
άναισθητειν, -εύειν. άναισθήτως εχειν.

Känselsinne, αϊσθητήριον, τό. se f. öfr.
Känsel.

Käns el sträng, νεύρον, τό.

Känsla, αϊσθησις, ή (förnimmande), πάθος,
τό (afficierad).: angenäm k., ήδυπάθεια, ή. ήδο?
νή, ή.: oangenäm k., κακοπάθεια, ή. άηδία, ή.:
ha k. af ngt, αίσθάνεσθαί τίνος, πάσχειν τι.: k.
af hunger, törst, sorg, bedröfvelse o. s. v., λιμός,
o, δίψα, ή (1. δίψος, τό), λύπη, ή, άνία, ή.:
öfverlemna sig åt sin k., Ενδιδόναι τω πάθει,
φέρεσθαι ύπό τού πάθους.: tala m., utan k.,
πα-θητικώς, άπαθώς λέγειν.: hysa en viss k. f.,
πάσχειν τι πρός m. acc.: ha k. f. ngn,
παθη-τιχώς 1. Εμπαθώς (φιλικώς, Εχθρώς ο. s. ν.) εχειν
πρός τινα. διά φιλίας, έχθρας ο. s. ν. ίέναι τινί.:
sakna k. f. musik, άναισθήτως εχειν τής μουσικής.

Känslig, 1) eg., αισθητικός, 3. Εμπαθής, 2.
μαλακός, 3 (ömsint). Ελεεινός, 3 (medlidsam).
2) ömtålig, lättretlig, όξύρροπος, 2. εύόργητος,
2. ευερέθιστος, 2. Εμπαθής, 2. ευπαθής, 2.

Känslighet, τό αισθητικό ν. τό Ελεεινό ν.
Εμπάθεια., ή. εύπάθεια, ή. όργιλότης, ή. τό
όξύρ-ροπον.

Känslofull, se Känslig 1).

Känslofullhet, τό παθητικό v. ευπάθεια, ή.
τό μαλακόν τού θυμού, τό Ελεεινό ν.

Känsloförmåga, αΧσθησις, ή. τό
αισθητικό ν.

Känslolös, 1) eg., άναίσθητος, 2. απαθής,

2. άναλγής, 2.: vara k., άναισθή τως εχειν.: göra
alldeles k., άποναρκδύν. 2) oeg., hård, σκληρίς,

3. αμβλύς, εΐα, ύ.

Känslolöshet, άναιόθησία, ή. απάθεια, ή.
αναλγησία, ή. τό σκληρό ν. τό άμβλύ.
τραχυ-της> ή.

Känslosam, παθηματικός, 3. sef. öfr.
Känslig 1).: agera k., παθαίνεσθαι.

Känslosamhet, πάθημα, τό. se f. öfr.
Känslighet.

Känsloöm, άπαλόφρων 1. μαλακόφρων, 2
(poët.).

Käpp, 1) att stödja sig på, βακτηρία, ή·
ξν-λον, τό (påk).: ha k., βακτηρίαν εχειν, φορεΐν.:
nyttja k., βακτηρία χρήσθαι, Επερείδεσθαι.: gå

m. k., μετά βακτηρίας, ξύλου προϊίναι. 2) att
slå m., βακτηρία, ή. ξύλον, τό ράβδος, ή.
σκυτάλη, ή. σκυταλίς, ίδος, ή (dem.), σκύταλον, τό.:
höja k. mot ngn, τήν βακτηρίαν διαίρεσθαι,
Ε-παίρεσθαι, άνατείνειν τινί.: stryk m. k.,
ξυλο-κοπία, ή.: få stryk m. k., ξυλοκοπεϊσθαι. 3) stake,
κάμαξ, ακος, ή. ράβδος, η. σκυτάλη, η.

Käpphäst, 1) eg., ξύλινον ϊππάριον, τό.:
rida på k., κάλαμον περιβεβηκέναι ώσπερ ϊππον.
2) oeg., προσφ>ιλέστατον Επιτήδευμα, τό.

Käppknapp, σφαίρα ή κατ’ άκραν βακτηρίαν.

Käpprapp, -släng, πληγή ή ύπό βακτηρίας.:
ge k., rjj βακτηρία πλήττειν τινά.

Käppstump, ραβδίον, τό.

Kär, 1) älskad, φίλος, 3. προσφιλής, 2.
αγαπητός, 3. άσπαστός, 3 (efterlängtad, angenäm).
κεχαρισμένος, 3 (välkommen).: käre vän, k. du,
ώ φίλτατε. ώ άγαθέ 1. ω ’γαθέ (ironiskt).: ngt är
mig k:t, χαίρω τινί. κεχαρισμένον Εστί μοί τι.
Εν ήδονίJ Εστί μοί τι.: det är mig k:t, att,
χαίρω m. partic. 1. ότι 1. ει o. indic. ήδομαι m.
part. άγαπώ ότι. άσμένω μοί Εστι ει 1. ότι.:
det är mig k:t, att du kommit, εις δέον ήκεις.
βουλομένω μοι ήκεις.: det är mig k:t, att få höra
dta, ηδύς εϊμι τούτο άκουσας.: det vore mig k:t,
βουλοίμην άν.: hålla k., άσπάζεσθαί τινα 1. τί.
φιλεϊν τινα 1. τί.: vårt kära fädernesland, φίλη 1.
γλυκερά (poët.) ή πατρίς 1. ή πατρίς ή ημετέρα.
2) förälskad, ερωτι άλούς, ουσα 1. ληφθείς, εισα.
φιλέραστος, 2. Εραστής, φιλεραστής, ον, ο. se f.
öfr. under Förälska sig.

Kärande, part inför domstol, κατήγορος, o.
γραφόμένος, γραψάμενος, ό. διώκων, οντος, ό.
Εγκαλών, ούντος, ό.

Käresta, Ερωμένη, ή. στεργομένη, ή.
άγα-πωμένη, ή (Sedn.).

Kärf, 1) eg., i afs. på smak, σκληρός, 3.
στρυφνός, 3. αυστηρός, 3. πικρός, 3. στυπτικός, 3.
2) fig., τραχύς, 3. σκληρός, 3. στρυφνός, 3.
αύ-στηρός, 3. βαρύς, 3. ψυχρός, 3 (om tal ο. skrift).
k:t tal, ψυχρολογία, ή.: föra k:t tal, ψυχρολογειν.

Kärfhet, 1) eg., στρυφνό της, ή. αύστηρία,
αύστηρότης, ή. πικρότης, ή. 2) oeg., de föregg.
äfv. τραχύ τη ς, ή. σκληρό της, ή. τό ψυχρό ν (i tal
ο. skrift).

Kärfve, δέσμη (ή) 1. δράγμα (τό) 1. φάκελλος
(ό) σταχυών, άμαλλα, ή.

Käring, γραύς, αός, ή. fig.: ό γυναικίζων.

Käringaktig, γυναικείος, 3. γυναικικός, 3.
άνανδρος, 2. θηλύφρων, 2.: vara k., γυναικίζειν.

Käringkrok, ύπ ο σκελισμός, ό (Septuag.).
πτερνισμός, ό (?)·: sätta 1. slå k. f. ngn,
ύπο-σκελίζειν τινά. πτερνίζειν τινά. εδραν στρέφε ιν
τινί.

Käringprat, -sladder, -snack,
γυναικείοι φλήναφοι, οι.

Käringsaga, γραολογία, ή.

Käringtand, λωτοί ό άγριος 1. Μβυκός.

Käringvän, γραόφιλος, ό, ή.

Kärkommen, αγαπητός, 3. άσπαστός, 3.
εύάρεστος, 2. χαρίεις, 3.: ngt är mig k:t,
ασμένως δέχομαι τι. άγαπώ τι. εστι 1. εσται τί μοι
βουλομένω 1. άσμένω.

Kärl, 1) husgeråd, σκεύος, τό. άγγειον, τό.
μέτρον, τό (målkärl).: k. af lera, κέραμος, ό.
κεραμίς, ίδος, ή. af guld, χρύσωμα, τό. af
silfver, άργύρωμα, τό. af koppar, χάλκωμα, τό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0236.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free