- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
240

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lavendel ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

240

Lavendel —Ledning.

Lavendel, νάρδος, ή (?).

Lavin, τής ορεινής χιόνος καταφορά, ή.

Lax at i ν, ύπήλατον φάρμακον, τό.

Laxera, 1) tr., Ελαύνειν 1. ύπάγειν τήν
κοιλίαν. 2) intfr., διαρροίζεσθαι. κάτω διαχωρεϊ
τινι.

Le, (δια)μειδιάν.: le åt, Επιμειδιάν. se äfv.
Bele.: le i mjugg, ύπογελάν.: lyckan ler mot
mig, ή τύχη εύμενώς πάρεση μοι. Jfr äfv. Skratta.

Led, subst., 1) kosa, οϊμος, ό. οδός, ή.: gå
åt sma 1., τον αυτόν οϊμον πορεύεσθαι.: på
ο-rätt 1., παρ1 οϊμον ούκ ορθόν.: åt hd led? ποϊ;
fr. hkn 1.? πόθεν. 2) öppning på gärdesgård,
πύλη φράγματος, ή. 3) giller, ερκος, τό. 4)
fog-ning a) af kroppsdelar, άρμός, ό. διαφνή, ή.
άρθρον, τό. συμβολή, ή. κόνδυλος, δ (på
fingrarne, knoge).: vrida ur 1., δια-, παραστρέφειν. Εξ-,
παραρθρούν. στρεβλούν.: vrida i 1.,
άρθρεμβο-λεϊν. b) på växter, m. m., γόνυ, ατος, τό. äfv.
διαφυή, ή. όζος, ό.: få leder (om växter),
γο-νατούσθαι. 5) del af ett helt a) lem, μέλος, τό.
άρθρον, τό. κώλον, τό. μόριον, τό. b) på en
kedja, σύνδεσμος, ό. c) i en slägt, γένος, τό.
γενεά, ή. d) i en meniugssats, κόμμα, τό.
κώλον, τό. e) i en här, ξυγόν, τό. στίχος ο.
στοίχος, ό. äfv. τάξις, ή.: ställa i 1., (παρα)τάττειν..
stå qvar i l:et, μένειν Εν τρ τάξει.: gå ur l:et,
λείπειν τήν τάξιν.: marschera i 1.,
συντεταγμένους πορεύεσθαι. f) i en mathematisk
proportion, όρος, o. g) på växter, μεσογονάτιον 1.
με-σογόνιον, τό.

Led, adj., 1) vidrig, άνιαρός, 3. λυπηρός, 3.
άηδής, 2. άχθεινός, 3. Επαχθής, 2. χαλεπός, 3.
βαρύς, 3. 2) uttröttad på, διακορής, διάκορος,
2, μεστός, 3, τινός (på ngt).: vara 1. vid ngn,
άηδώς εχειν τινί.: allt kan man bli 1. vid,
πάντων κόρος Εστίν.

Leda, subst., κόρος, ό. άηδία, ή. άση, ή.
βδελυγμία, ή. άνορεξία, ή (matleda).: till 1., εϊς
1. πρός άηδίαν.: ända till 1., άχρι κόρου.:
förorsaka 1., κόρον εχειν. άσην, βδελυγμίαν, άηδίαν,
άνορεξίαν παρέχειν.

Leda, verb., 1) böja lederna, άρθρα (t. ex.
ποδός o. s. v.) κάμπτειν. (:πόδα o. s. v.) κινεϊν. 2)
vägföra, a) eg., άγειν. όδηγεϊν (τινά), ήγεΐσθαι
(gå före) τινι o. τινός (äfv. όδόν τινι εϊς τόπον
τινα). εύθύνειν (rikta, t. ex. τά άρματα) : hrt
leder vägen? ποϊ άγει ή οδός; dit vägen leder,
όπρ άγει ή όδος. b) vatten, kanaler ο. d.,
δχε-τεύειν. άγειν. c) fig., άγειν τινά ο. τί. ήγεΐσθαι
τινι 1. τινός (στρατιώταις, ναυσίν, στρατού,
δεξιού κέρως, πόλεως m. fl.; i ngt, τινών
πραγμάτων.: äfv. absolut vara d. ledande) διοικεϊν
(gm förvaltning, sköta, t. ex. τά πρός τήν
πάλιν). Επιστατεϊν τίνος, διατάττειν τι. πρυτανεύειν
τι. εύθύνειν τι.: 1. statens angelägenheter,
ήγεΐσθαι, Επιστατεϊν τής πόλεως, άγειν, διοικείν,
εύθύνειν τήν πόλιν.: 1. barns uppfostran, άγειν,
άγειν καί τρέφειν, παιδεύειν παϊδας.
παιδαγωγών. jfr Handleda.: 1. folkets opinion, τον
δήμον πείθειν. τάς διανοίας τών πολιτών άγειν.
διδάσκειν τον δήμον.: 1. sin slägt fr., se
Härleda.: 1. till ngt (= ha till påföljd), γίγνεταί τι
εκ τίνος, συμβαίνει τι εκ τίνος.: hrt leder dta?
ποϊ τούτο προβήσεται; det ledde derhän att, εις
τούτο προύβη ώστε.

Ledad, έναρθρος, 2.

Ledamot, κοινωνός, δ 1. μετέχων, οντος, ό
(i allm.). εταίρος, ό (af ett sällskap).: 1. af
samhället, rådet, regeringen, πολίτης, ό. βουλευτής,
ού, ό. συνάρχων, οντος, ό.

Ledare, ό άγων. ήγεμών, όνος, ό. Επιστάτης,
ου, ό (föreståndare), άρχων, οντος, ό. οδηγός, ό
(vägledare, uppfostrare).

Ledas, άλύειν (Sedn.). τοσαύτρ σχολ\5
χρήσθαι ώστε δυσχεραίνειν. ό κόρος τινά λαμβάνει. :
1. vid ngt, βδελύττεσθαι, δυσχεραίνειν,
μυσάττε-σθαι, σικχαίνειν τι.: 1. vid maten, άηδώς Εσθίειν.

Ledband, 1) band att leda, a) barn, δεσμός
τών παιδιών βαδίζειν Εθιζομένων αγωγός, ό. b)
i allm. ο. fig., ηνία, η. ρυταγωγεύς, έως, ό.:
föra ngn i 1., ώς παιδίω χρήσθαι τινι. 2)
liga-ment, τένων, οντος, δ. νεύρον, τό.

Ledbrott, 1) ledbrytning, διαστροφή, ή·
Εξ-άρθρωσις, ή. παράρθρησις, ή παρακίνημα, τό.
διάστασις, ή. χάλασις άρθρων, ή. 2) bruten led
1. lem, στρέμμα, διάστρεμμα, τό. Εξ-,
παράρ-θρημα, τό. Εξάρθρωμα, τό. χάλασμα, τό.

Ledbruten, διάστροφος, 2. εξαρθρος, 2.
Εκ-παλής, 2. χαλαρός, 3 (Sedn.).

Ledbrytning, se Ledbrott 1).

Leddrag, se Kramp.

Ledfogning, άρμάς, ό. (μελών) συμβολή, η.
Jfr Led 4).^

Ledfri, άναρθρος, 2.

Ledgång, γίγγλυμος, δ.

Ledig, 1) s. rör sig hinderslöst, a) eg.,
ύγρο-μελής, 2. υγρός, 3. «ι’κινητός, 2. Ελαφρός, 3.
εύζωνος, 2. b) oeg., Ελευθέριος, 2 (till sätt,
skick o. hållning), ευτράπελος, 2 (i sätt att
vara).: 1. tunga, Επίτροχος (äfv. ευτράπελος)
γλώτ-τα, ή.: l:t tal, εύστροφος (πρός απαντήσεις)
λόγος, δ.: l:t språk, πρόχειρος λέξις, ή. 2)
oupptagen a) om personer, Ελεύθερος, 3 (τινός, fr.
ngt), άπράγμων, 2. σχολαϊος, 3.: 1. fr. göromål
(utom de två nästföreg. adjj.), πόνου 1.
πραγμάτων Ελεύθερος.: blifven 1. fr. göromål,
απαλλαχθείς (εϊσα, έν) ο. άπηλλαγμένος (3) πραγμάτων.:
1. till äktenskap, άγαμος, 2 (mest om mannen).
άνανδρος, ή (om qvinnan).: vara 1., άπραγεϊν.
κατασχολάζειν. σχολήν άγειν. πράγμα ουδέν εχειν.
b) om ting, έρημος, 2 ο. 3 (om hus, tjenster).:
1. dag, άπρακτος ημέρα, ή.: l:a stunder,
σχο-λής χρόνος, ό.: använda sin lediga tid på ngt,
σχολήν ποιεϊσθαι πρός τι. σχολήν εχειν άμφί τι.
σχολάζειν τινί.

Ledighet, 1) i rörelser, ευκινησία, η.
Ελα-φράτης, ή. διάρθρωσις, ή. 2) raskhet,
behändighet, ευμάρεια, ή. ευστροφία, ή. ευτραπελία, ή
(i sätt att vara).: 1. i tungan, i språk, τό
Επί-τροχον τής γλώττης. τό πρόχειρον τής λέξεως.:
m. 1., εύμαρώς. εύπετώς. Ελαφρώς.: tala m. 1.,
Επίτροχα λαλεϊν. 3) frihet fr. sysselsättning,
ά-πραξία, ή. άπραγμοσύνη, ή. σχολή, ή. εύσχολία,
ή.: ha 1., σχοΧήν άγειν 1. εχειν. σχολάζειν. σχολή
Εστί μοι.: om du har 1., ει τις σχολή σοι
τυγχάνει ούσα.: ha 1. f. ngt, εύσχολεϊν τίνος, σχολάζειν
τινί.: ha mycken 1., εν εχειν σχολής.: sakna 1.,
άσχολίαν εχειν. άσχολον είναι.

Ledknut, δζος, ό. äfv. γόνυ, ατος, τό.

Ledkota, αστράγαλος, ό.

Ledning, άγωγή, ή (i allm.). ηγεμονία, ή
(anförarskap). διοίκησις, ή (t. ex. τής πόλεως, af
statens angelägenheter), κνβέρνησις, ή (styrande).:

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0244.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free