- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
259

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lärka ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Lärka-

τάν πρός el. ώς τινα (Ιπί τινι, i ngt), äfv. εις
τίνος, όμιλεϊν nw. μαθητεύειν nvi: gerna vilja
vara 1., μαθητιάν.

Lärka, κορνάαλλός, ό. κορνάαλλίς, ίάος, ή.

Lärkträd, λάριξ, ικος, ό, ή.

Lärling, se Lärgosse.

Lärobok, άιάασκαλικόν el. μαθητικόν
ξύγ-γραμμα, τό.

Lärobygnad, σύστημα, τό.: ngnsl., ή
φιλοσοφία τινός.

Lärodikt, άιάακτιχόν el. παραινετιχόν έπος, τό.

Läroembete, έργον τον άιάάσκειν, τό. τάξις
τον άιάάσκειν el. τον άιάασκάλον, ή.

Lärofrihet, ίλενθερία ή περί άογματολογίαν.

Läromening, άόγμα, τό.

Läromethod, τρόπος ο της άιάασκαλίας. άι·
άασκαλία, ή.

Läromästare, άιάάσκαλος, ό. άλείπτης, ον, ό
(i fäktning).

Lärorik, έχων (ονσα, ον) χαλήν τήν
παραί-νεσιν. ωφέλιμος, 2 ο· 3. λόγονς σοφούς
ύποθέμε-νος, 3.

Lärosal, άιάασκαλεϊον, τό. άκροατήριον, τό.
άχρόασις, ή.

Lärosats, θεώρημα, τό. äfv. άόγμα, τό.

Lärospån, πρωτόπειρα, -πειρία, η.

Lärostol, θρόνος άιάασχάλου, ό.

Lärostycke, άίάαγμα, τό. μάθησις, ή.

Lärostånd, oi τάς τέχνας Απαγγελλόμενοι,
τάξις ή τών άιάασχάλων.

Lärosystem, σύστημα, ιό.

Lärosäte, άιάασχαλεϊον τό. äfv. άχαάήμεια,
-μία, ή.

Lärosätt, se Läromethod.

Lärotid, χρόνος τής μαθητείας, ο.

Läroverk, άιάασχαλεϊον, τό. παιάευτήριον, τό,

Lärpenningar, άίάακτρον, τό. άιάασκάλιον,
τό.

Lärpojke, -prof, -spån, se Lärgosse,
-oprof, -ospån.

Läsa, (af Lås), (Ιγ-, κατα)κλείειν.: 1. till
dörren, προσχλίνειν el. προστιθέναι τάς θύρας.: 1.
till porten, τάς πύλας χλείειν.: 1. upp, άνοίγειν,
- νύ ναι.

Läsa, a) eg., αναγιγνώσκει ν. άναλέγεσθαι
(Sedn.).: 1. en skrift, bok, ivτνγχάνειν
γράμ-ματι, βιβλίω. b) läsa böner, εύχήν el. εύχας
ποιεϊσθαί {τινί el. πρός τινα). c) studera,
σπουάά-ζειν περί τά γράμματα, τών γραμμάτων
μελέ-την ποιεϊσθαί. {ix-, άια)μελετάν τι. d) se Lära,
verb. 2). e) se Lära. verb. 1). f) se Känna
6), t. ex. han läser latin, ίμπείρως έχει τής τών
’Ρωμαίων γλώττης. g) föreläsa, άιηγεϊοθαι περί
τίνος.

Läsande, χατάχλεισις, ή. άπόκλεισις, ή.

Läsande, ανάγνωσις, ή. äfv. ανάγνωσμα, τό.

Läsare, -inna, άναγνώστης, ου, ό.
άναγι-γνώσχων, ονσα, ό, ή. ίντνγχάνων, ονσα (τινί),

Läsart, γραφή, η.: falsk 1., απαναγνωσμα,
τό.: varierande el. olika 1., άιττογραφούμενον, τό:
olikhet i 1., άιττογραφία, ή. άιφωνία, ή.: det är
olika 1., άιττογραφ>εϊται.

Läsbar, άνάγνωστος, 2. ον, ήν, ο άν g οΐόν
Té άναγνώναι. ευκρινής, ίπίσημος, 2, άήλος, 3
(urskiljbar, skönjbar), ούχ ανάξιος (2) άναγνώναι
(läsvärd).

-Lätt. 259

Läsebok, τά άνάλεχτα.

Läseöfning, άσχησις ή εις άνάγνωσιν.

Läs håg, τό φιλαναγνωστεϊν.: ha 1.,
φιλανα-γνωστειν

Läska, νγραίνειν. άναψύχειν. τέρπειν τέρψιν
παρέχειν τινί.: 1. sig, σβεννύναι, πληρούν,
παύ-ειν τήν άίψαν. άναψύχεσθαι. — läs k ande,
αναψυκτικός, 3. άναληπτικός, 3.

Läskamrat, σνμφοιτητής, ού, ό.

Läskarl, ό καθ’ εαντον σπονάάζων περί el.
μελετών τά γράμματα.

Läskdryck, τερπνόν, ήάιστον. γλνκύτατον
πο-τόν, τό.: gifva ngn en 1., ποτόι> προσφέροντα
α-ναζωπνρεϊν τινα.

Läskning, άνάψνξις, ή. τέρψις, ή.

Läslig, se Läsbar.

Läsning, se Läsande 2).

Läspa, 1) eg., τραυλίζειν. 2) tala sakta,
ψι-θνρίζειν.

Läspande, -ning, τραυλισμός, ό.
τρανλό-της, ή. ψιθνρισμός, ό ο. ψιθύρισμα, τό
(hvisk-ning).

Läspulpet, άναλογεϊον, τό. άναγνωστήριον, τό.

Läsrum, φροντιστήριον, τό.

Läst, 1) träform att göra skor öfver,
χαλά-πονς (el χαλόπονς), ποάος, ό.; spänna på l:en,
τω χαλάποάι ύποάεϊν.: skomakare blif vid din 1.,
ungef. έράοι τις ήν έκαστος εϊάείη τέχνην. 2) så
mycket som fyller ett skepp, φόρτος, o.

Läsvurm, ό χαθ’ ί αυτό v λίαν σπονάάζων περι
τά γράμματα.

L äs ν än, φιλαναγνώστης, ου, ό.: vara 1.,
φι-λαναγνωστεϊν.

Läsvärd, άξιος (3) άναγνώναι.

Läte, ψόφος, ό, χλαγγή, ή (i allm.). φθόγγος,
ό, φθέγμα, τό (lefvande föremåls), äfv. χραυγή,
ή.: låta höra ett svagt 1., λεπτόν τι φθέγγεσθαι.:
låta höra ett ljudeligt 1., άναβοάν. μέγα τι
ψο-φείν, φωνεϊν, φθέγγεσθαι.

Lätt, adj., 1) eg., s. ej håller mycket i vigt,
κούφος, 3. άβαρής, 2. ίλαφρός, 3.: göra 1.,
κου-φίζειν. 2) i afs. på beväpning o. d., ψιλός, 3.
κούφος, 3. γυμνός, 3 (utan öfverplagg, rustning).:
l:a trupper, ol ψιλοί, ol γυμνήτες. κούφη
στρατιά, ή. άκροβολισταί, oi.: en 1. vandrare, πεζός
εύζωνος. 3) i afs. på innehåll, styrka,
varaktighet o. d., λεπτός, 3. Ελαφρός, 3. μέτριος, 3.
βραχύς, 3. κούφος, 3.: 1. vin, λεπτός οίνος.: 1.
drägt, λεπτή ίσθής.: 1. smärta, άλγος ίλαφρόν.:
1. möda, κούφος el. ολίγος πόνος.: 1. sår, τραύμα
ίπιπόλαιον.: 1. död, άπονος θάνατος, ευθανασία,
ή.: 1. == sorglös, άλυπος, 2. κούφος, 3.: bli 1.
om hjertat, κουφίζεσθαι. 4) ej svår (att utföra),
ej mödosam, ράάιος, 3. εύμαρής, 2 εύπετής, 2.
πρόχειρος, 2. ού χαλεπός, 3.: det är en 1. sak,
ού χαλεπόν ίστιν. ουκ έστιν έργον.: 1. att,
ράάιος, ού χαλεπός m. inf. uttr. ock vanl. gm
smnsttng m. εν, t. ex. 1. att fånga, ευάλωτος, 2.:
1. att lösgöra, εύαπόλυτος, 2. att bedraga,
εν-άπάτητος, 2. att bli af med, εύαπάλλακτος, 2.
att försvara, εύαπολόγητος, 2.: 1. bortflytande,
εύαπόρρυτος, 2 : 1. att få ifrån sin åsigt, εύπα~
ράτρεπτος, 2. ο. s. ν. — Adv., κούφως. ίλαφρώζ.
μετρίως, ραάίως. εύμαρώς. εύχερώς. ού χαλεπώς.
άπόνως. ταχύ. ταχέως, τάχα.: 1. vred, ράάιος (3)
προί όργήν.: lära sig 1., ταχύ μανθάνειν.: 1.
beröra, ίπισνρειν.: taga ngt 1., iv ίλαφρώ ποιεί-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0263.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free