- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
262

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lösa ... - M

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

262

Lösa — Magnet.

2 (mör, t. ex. kött). 4) ej spänd, slapp,
χαλαρός, 3. αναμένος, 3. άνετος, 2. 5) i logiskt
häns., κενός, 3. àcΐόκιμος, 2. ουκ άξιόχρεως, 2.
ούχ Ικανός, 3. άπιστος, 2. 6) i moral, häns.,
άνετος, 2. άνειμένος, 3. τρυφερός, 3. ράθυμος,
2. flere smnsttngr med lös el. löst. t. ex. bryta 1.,
άπορρηγνύναι (tr.). (ίξ)ορμάν, όρμάσθαι,
έκφέ-ρεσθαι (intr.). καταρρήγνυσθαι (om storm o. d.).:
bryta 1. mot ngn, έφορμάν τινι. όρμάσθαι Ini
τινα. ηροσπΐπτειν τινί. φέρεσθαι ini τινα.
ini-φ>έρεσθαί τινι.: gå löst på ngn, έπιέναι,
έπέρχε-σθαί τινι. χωρειν, φέρεσθαι ini τινα el. ini τι.
όμόσε ϊέναι τινί : komma 1. = blifva 1., se
τιη-der 2).: rifva 1., άφέλκειν. άηοσύρειν.: slita 1.,
άηοσύρειν. άηοσηάν.: slå 1., άηοκόητειν,
άηο-κρούειν.

Lösa, λύε ι ν (eg. ο. oeg.). άηολύειν.
άηαλλάτ-τειν, Ελευθερούν τίνος.: 1. en fånge, λύειν τινά
(Ιχ) δεσμών.: 1. ens tunga, ηοιειν τινα λαλειν.:

1. en fråga, ζήτημα el. ηρόβλήμα λύειν. Jfr
Befria, Betala, Inlösa.

Lösaktig, άμετρος, 2. άνετος, 2. άκόλαστος,

2. άσελγής, 2. άσωτος, 2.

Lösaktighet, άκράτεια, η. ακολασία, ή.
ασωτία, ή. άσέλγεια, ή.

Lösdrifvare, άγνρτης, ον, ό. αλήτης, ον, ό.
πλάνης, ητος, ό.

Lösdrifverska, άγύρτρια, ή.

Lösegendom, εηιπλα, τά. σκεύη, τά.

Lösen, 1) ss. penningemedel, λντρον, τό (f.
person), τιμή, ή. se Betalning 2). πρυτανεία,
τά (vid domstolar). 2) ss. öfverenskommet svar

på fältparoll, σύνθημα, τό. σύμβολον, τό.:
utdela 1., παρεγγνάν, παραγγέλλειν, παραδιδόναι
τό σύνθημα.

Lösepenning, λντρον, τό.: betala 1., λυτρούν.:
m. 1. befria, λυτρούσθαι.

Lösgifva, se Frigifva.

Lös het, χαυνότης, ή. ψαθυρότης, ή.
αραιό-της, ή. χαλαρότης, ή. τό μαλακόν. μαλακό τη ς,
ή. τό κενόν (i grunder), άνεσις, εως, ή (i seder).

Löshår, πρόσθετος el. περίθετοςκόμη, ή.
φε-νάκη, η.

Löshäst, παράσειρος, ό, ή.

Löska, φθειρίζειν (Lex.).

Lösknyta, (άνα-, άπο)λύειν.

Lösköp a, λυτρουσθαι.

Löslig, 1) s. kan lösas, διαλυτός, 3. 2) ej
grundlig, έπιπόλαιος, 2. ούκ ακριβής, 2. κούφος,
3. ουδαμώς έσπουδασμένος, 3. εύπετής, 2.

Löslighet, oeg., κονφότης, ή. τό κούφον.
τό έπιπόλαιον. τό ούκ άκριβές.

Lös mun t, μαλακόγναθος, 2 (om hästar).

Lösning, λύσις, ή. äfv. gm υυ.

Löspenningar, κερμάτια, τά

Lösrifva, -slita, se under Lös 7).

Lössaltad, υφάλμυρος, 2.

Lösskägg, πρόσθετος πώγων, (ωνος), δ.

Lös slå, se under Lös 7).

Lössöfd, ungef. δλιγόϋπνος, 2.

Löstand, οδούς ενθετος, o el. d.

Lösören, -örebo, se Lösegendom.

Löt, 1) på hjul, σώτρον, τό. 2) betesmark
νομή, ή.

Μ, Μ, μ, μύ, τό.

Μ ad, ελος, τό. τόπος 1. λειμών ελώδης, δ.

τέλμα, τό.

Madrass, στρώμα, τό. στρωμνή, ή. φορμός,
ο ο. ιρίαθος, ή (af säf), χαμεύνιον, τό.

Måg, μάγος, ό. μαγευτής, ού, ό.

Magasin, άποθήκη, ή. ταμιεϊον, τό. θησαν
ρός, ό. παράθεσις, jj. αιτοβολών, ώνος, ό (ϊ. säd).
σκευοθήκη, ή (i. redskap, ο. d.). -era,
άποτιθέ-ναι (ο. med.).

Magbråck, *γαστροκήλη, ό.

Måge, στόμαχος, ό. γαστήρ, ρός, ή (ss.
matsmältningsorgan). καρδία, ή (eg. magmun). jfr
Buk.: d. andre m. hos idislande djur, κεκρύφαλος,
o.: d. fjerde, ήνυστρον, τό.: sjuk i m:η,
στομαχικός, 3.: god m., εύστομαχία, ή.: s. har god m.,
εύστόμαχος, 2.: dålig m., άρρωστία στομάχου,
ή.·, ha dålig m., κακοστομαχεϊν.: med dålig m.,
κακοστόμαχος, 2.: nyttig f. m:n, εύστόμαχος, 2.
εύκάρδιος, 2.: skadlig f. m:n, κακοστόμαχος, 2.:
ett ondt kastar sig på m:n, eϊς τήν καρδίαν
στηρίζει κακόν τι.

Mager, 1) eg., ισχνός, 3. λεπτός, 3. άσαρκος,
2. άτροφος, 2.: göra m., ϊσχναίνειν. λεπτύνειν.:
bli m., se Magra, b) om jordmån, λεπτός, 3.
λυπρός, 3. τραχύς, εϊα, ν.: med m. jordmån,
λεπτόγεως, 2. 2) oeg., φαύλος, 3.: ett m:t
ämne, άπορος ύπόθεσις, ή.
Magerhet, ισχνότης, ή. Ισχνασία, δ. λεητό-

της, ή. άσαρκία, ή. ατροφία, ή.: jordmånens, ή
τής γής λνπρότης. τό λεπτόγεων.

Magerlagd, ισχνότερος, λεπτότερος, 3. Se
Mager.

Maggrop, καρδία, η.: tryckning i m.,
καο-διαλγία, ή. καρδιωγμός, ό.: lida deraf,
καρδιαί-γεϊν. καρδιώττειν.: s. lider deraf, καρδιαλγής, 2.
καρδιακός, 3. καρδιαλγικός, 3.

Magi, μαγεία, ή.: bedraga ngn gm m.,
μα-γενειν τινά. -isk, μαγικός, 3.

Magister, ό τής φιλοσοφίας διδάσκαλος,
σοφιστής, ού, ό·

Magistrat, άρχή, ή. άρχαί, at. βονλή, ή.

Magistratsperson, βονλεντής, ον, ό. ό τής
βουλής μετέχων, άρχων, οντος, δ.:
magistrats-personerna, οι iv τέλει, τά τέλη. οι τάς άρχάς 1.
τιμάς έχοντες.

Magkramp, σπασμός δ κατά τήν καρδίαν.
χαρδιαλγία, ή

Magkörtel, πάγκρεας, τό.

Magmedel, στομαχικό ν φάρμακον, τό.

Magmun, στόμαχος, δ. καρδία, ή.: nedre m.,
πυλωρός, ό.

Magnat, δυνάστης, ου, ό. γνώριμος, ό. i yl.,
äfv. μεγιστάνες, οι. οι πρώτοι τής πόλεως.

Magnet, ιΗραχλεία λίθος, ή. μαγνήτις 1.
μαγνησία λίθος, ή. μαγνήτης, ου, ό. σιδηρίτης
λίθος, ο. -isk, μαγνήσιος, 3. -nål, μαγνησία
βέλόνη, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0266.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free