- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
264

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Mana ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

264 Η an α-

Ι. adj. verb. på -τέον. t. ex. m. bör, δει. χρή.: der
kunde m. se, Ενταύθα ήν ϊδεϊν.: m. måste vara
belåten, άγαπητέον.

Mana, προ-, παρακαλεϊν. κελεύειν. προτρέπειν.
παρορμάν. όρμάν. κινεϊν.: m. godt f. ngn,
ϊκε-τεύειν 1. δεήσίΐς ποιεϊσθαι υπέρ τίνος. m. fram,
in, ut, se compp.

Manbar, έφηβος, 2 (om ynglingar), ακμάζων,
ουσα, ov {τήν ήλικίαν), ακμαίος, 3, ωραίος, 3
(om båda könen). Επίγαμος, 2 ο. ώραν έχουσα
γάμου (om jungfrur).: d. m. åldern, ηβη, ή.
άκμή, ή· ηλικία ή καθεστηκυία 1. καθεστώσα.:
bli m., εφηβον γίγνεσθαι. ήβάσκειν. όρμάν είς
τήν ήβην. άνδρούσθαι. (τέλειον) άνδρα γίγνεσθαι,
γενειάσκειν (alla om mankön), ώραίαν γίγνεσθαι
γάμου 1. είς ανδρός ώραν Ελθεϊν (om qvinkön).:
vara m., ήβάν.

Manbarhet, ηβη, ή. άκμή (τής ηλικίας), ή.

Mandat, 1) uppdrag, påbud, Επίταγμα, τό.
παράγγελμα, τό. πρόγραμμα, τό. 2) bedrift,
άνδραγάθημα, τό. Se f. öfr. Bedrift.

Mandel, 1) ss. frukt, άμνγδάλη, ή.
άμνγδα-λον, τό. dem., άμυγδαλίς, ίδος, ή.: bitterm.,
α-μυγδάλη ή πικρά.: af m., άμυγδάλινος, 3. 2)
ss. anatom, t. t., παρίσθμια, τά. σπόγγοι, οι.
άν-τιάδες, αι.: mandlarne svullna, τά παρίσθμια
παροιδαίνει. 3) se Femton.

Mandelartad, άμυγδαλοειδής, 2.

Mandelbakelse, -kaka, άμυγδάλινος
πλα-κούς, δ.

Mandelknäppare, άμνγδαλοκατάκτης, ον, δ.

Mandelkringla, άμυγδάλινος στρεπτός, ό.

Mandelkärna, se Mandel.

Μ a η d e 1 ο 1 j a, ελαιον άμυγδάλινον, τό.

Mandelträd, άμυγδαλή, ή.

Mandom, 1) mskonatur, άνθρώπου
ανθρωπεία φ>ύσις, ή. άνθρωπότης, ή.: (Christi) m:s
anam-melse, se Menniskoblifvande. 2) se
Manbarhet. 3) tapperhet, ανδρεία, -ία, ή. αρετή,
ή. τό άνδρεϊον. άνδραγαθία, ή.

Mandråp, ανθρωποκτονία, ή.

Mandråpare, άνθρωποκτόνος, δ.

Manege, ιππόδρομος, ό.

Manér, δαίμονες, οι. είδωλα, τά.

Manér, 1) i sing., τρόπος, ό. Se Sätt. 2)
i pl., σχήμα, τό.: goda, fina m., εύσχημοσύνη,
ή. κοσμιότης, η. εύκοσμία, ή. άστειότης, ή.
ευτραπελία , ή.: en man af fina m., άνήρ
ευσχήμων, κόσμιος, άστεϊος, ευτράπελος, ό.: fula m.,
άσχημοσύνη, ή.: råa, bondaktiga m., αγροικία,
ή. άνελενθερία, ή.

Manerlig, se Artig.

Manfolk, άνδρες, οι.

Mangel, κύλινδρος, ό (mangelkafle).

Mangla, κυλινδρουν.

Mango Id, τευτλον, τεντλίον, τό.

Μ an grannt, πάντες, άπαντες, σύμπαντες,
3. άμα πάντες, πάντες Εφεξής, έκαστος, 3.
παν-δημεί.

Mangård, se Boningshus.

Manhaftig, άνδρεϊος, ανδρικός, 3.
άνδρώ-δης, 2. καλός κάγαθός, 3.: en m. gerning,
άνδραγάθημα, τό. άριστεία, ή. άριστε ν μα, τό.: visa
sig m., se Man 2) a).

Manhaftighet, se Mandom 3).

Μ a η i e r a, μετ αχειρίζεσθαι. — manierad,
περίεργος, 2. κομψός, 3. κεκαλλωπισμένος, 3.

-Mantel.

Manifest, προγραφή, ή. πρόγραμμα, rö.
παράγγελμα, τό. Επίταγμα, τό. Επιστολή, η.:
utfärda ett m., παραγγέλλειν. προαγορεύειν (-ειπείν).

Maning, πρό-, παράκλησις, ή. προτροπή, ή.
παρόρμησις, ή. Ofta gm vv.

Manipulera, (Επι)ψηλαφάν. -ering,
ψηλά-φηβις, ή.

Manke, αύχήν, ένος, δ.

Mankera, se Fela, Underlåta.

Mankön, το άρρεν (γένος).

Manlig, 1) af mankön, άρρην, εν.: få m.
af-föda, άρρενοκυεϊν, -τοκεϊν.: s. får sdn,
άρρενο-τόκος, 2. 2) liknande man, άρρενικός, 3.
άρρε-νώδης, 2. άρρενωπός, 2. 3) s. anstår en man,
kraftfull, tapper, άνδρεϊος, 3. ανδρικός, 3.
άν-δροπρεπής, 2.: m. bragd, ανδραγάθημα, τό.: m.
väsen, se Följ.

Manlighet, ανδρεία, -ία, άνδρειότης, ή. τό
άνδρεϊον.

Manna, άερόμελι, τοζ, τό. μάννα, ή ο. τό.

Mannakraft, ρώμη, ή. τό άνδρεϊον.:
varande i sin m., άκμαϊος, 3.: vara i sin m.,
άκ-μάζειν τήν ήλικίαν.

Mannaminne, i m., Εφ’ δσον άνθρώπων
μνήμη Εφικνεϊται.

Mannamod, se Mandom 3).

Mannamord, -mördare, se Mandråp,
-dråp ar e.

Mannamån, se Partiskhet.

Mannaålder, -år, ηλικία, ή. άκμή, ή.
ηλικίας άκμή: vara i m., άκμάζειν. ήβάν.

Mansbot, ύποφόνια, τά. αποινα, τά. ποινή, ή.

Mansbörda, οσον άνδρα φέρειν.

Manshög, άνδρομήκης, 2.

Manshöjd, άνδρός μήκος 1. μέγεθος, τό.

Manskap, άνδρες, ών, οι. άνθρωποι, οι.
πλήθος ανθρώπων, τό. χειρ, ρός, ή. δύναμις,
εως, ή. στρατιωτικόν, τό (i en här).: ungt m.,
ηλικία, ή. νεολαία, ή.

Manskläder, άνδρεϊα ιμάτια, τά. ανδρική
1. άνδρός Εσθής 1. στολή, ή.

Manslem, πόσθη, ή. μόριον, τό.

Manslinie, οι πατέρες.: på m., πατρόθεν.
πρός πατέρων.

Manslång, -längd, se Manshög, -höjd.

Mansperson, άνήρ, δρός, δ. άρρην, ενος, ο.

Manspillan, σφαγή, ή. άνθρώπων φθορά,
ή.: m. stor m., πολλών άπολομένων 1.
αποθανόντων.

Mansröst, άνδρός φωνή, ή.

Manssida, se Manslinie.

Mans sko, άνδρεϊον υπόδημα, τό.

Manstark, πολλών άνθρώπων. πολύς, 3.:
mycket m., πάμπολυς, 3. παμπληθής, 2.

Manstukt, ευταξία, ή.

Mansålder, αϊών, cονος, δ. γενεά, ή. ηλικία,
ή.: många m:ar förut, πολλαϊς γενεαϊς πρότερον.

Mantal, άγρών μέτρον, τό. _

Mantalsfrihet, ατέλεια τον Επικεφαλαίον, ή.

Mantalslängd, κατάλογος, δ 1. απογραφή,
ή (τών υποτελών).

Mantalspenningar, Επικεφάλαιον, τό.:
erlägga m., κατά κεφαλήν εισφέρειν άργύριον.

Mantel, ιμάτιον, τό. περιβόλαιον, τό.
περιβολή, ή. χλαμύς, ύδος, ή. πέπλος, δ. Μγκυκλον,
τό (se Lex.).: kasta m. på, öfver sig,
περιβάλ-λεσθαι τό ιμάτιον. Jfr Täckmantel.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0268.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free