- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
268

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Meddelbar ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

268

Meddelbar — Medikament.

Me dd el b a r, οίος μεταδίδοσθαι, κοινούσθαι.:
gm ord, ρητός, 3.

Meddelsam, se Språksam.

Meddraga, συνεπισπάν. 2) intr. (dra-

ga m.), άκολουθεϊν. επεσθαι.: i fält,
συστρατεύε-σθαι. συνεξορμάν.: i en procession,
(συμ)προ-πέμπειν.

Mede, πέζα, ή. βάσις, ή.

Medel, 1) se Midt. 2) det s. tjenar till
uppnående af ett ändamål, πόρος, ό. οδός, ή.
μηχανή, ή, μηχάνημα, το’, τέχνη ή (om sluga,
konst-messiga m.).: m. mot ngt, φάρμακον, τό.
Επι-κούρημα, τό. άλέξημα, το’.: m. f. ett företag,
ά-φορμή, ή.: m. att Täcka hat, μίσηθρον, τό.: m.
att väcka kärlek, φίλτρον, το’.; det sista m., ή
τελευταία καταφυγή, τό εσχατον. ή Ιερά άγκυρα.:
finna m., πορίζειν πόρους 1. μηχανάς.
μηχανά-σθαι μηχανάς.: s. lätt finner m., πόριμος, 2.:
gm alla m., πάν ποιών πάντα μηχανώμενος.:
använda m., μηχανή χρήσθαι. μηχανάσθαι.:
anlita alla m., πάσαν όδόν 1. έπί πάν ϊέναι. πάντα
κάλων Εκτείνειν 1. Εφιέναι 1. κινέίν. παντοϊον
γίγνεσθαι : ha försökt alla m., πάσαν ίδέαν
πει-ράσαι.: gm alla m. ο. sätt, πάστ] τέχνρ καί
μη-χανjj : gm orätta m., Εκ τών μή προσηκόντων,
αδίκως. 3) i pl., tillgångar, χρήματα, τά. τά
υπάρχοντα. άφορμαί, αι.: statens m., τά δημόσια 1.
κοινά, τά τής πόλεως.: ha godt om m., ευπορεϊν.:
s. har m., εύπορος, εύχρήματος, 2.: af egna m.,
Εκ τών ιδίων. ιδία.: gifva af egna m., παρ’
εαυτού διδόναι.: f. allmänna m., άπό κοινού, xoivrj.
δημοσία.

Medel art, μέσον γένος 1. είδος, το’.

Medelbar, διά μέσου 1. άλλου τινός
γενόμενος, 3. άλλοι; τινός ύπουργούντος 1. συνεργούντος.
διά συνεργίας τινός.

Medelfärg, μέση χρόα, ή.: s. har m.,
με-σόχροος, 3.

Medelklass, μέση τάξις τών πολιτών, ή.
δήμος, ό.: en person af m., άνήρ μέσος 1. Εκ
δήμου 1. δημοτικός, ό. δημότης, δ.: en borgare af
m., μέσος πολίτης, δ.

Medellös, se Obemedlad.

Medellöshet, απορία, ή.

Medelmått, μεσότης, ή.

Medelmåtta, μεσότης, ή. — μετριότης, ή.
τό μέτριον.: öfver m., ού μέτριος, 3. διαφέρων,
ουσα, ον. διαφερόντως.: under m., ού μέτριος,
φαύλος, 3.

Medelmåttig, μέσος, 3. μέτριος, 3. Επιεικής,
2 (i god men.).

Medelmåttighet, se Medelmåtta.

Medelpris, μέση 1. μετρία τιμή, ή.

Medelproportional, μεσότης, ή (t. ex.
αριθμητική, γεωμετρική).

Medelpunkt, μέσον, τό. κέντρον, τό.:
stundom ομφαλός, ό (t. ex. γης).

Medelsort, se Medelart.: af m., μέτριος,
3. μέσος, 3, μεσόκοπος, 2.

Medelst, διά m. gen. stundom άπό m. gen.
ofta gm part. χρω μένος, 3 m. dat. Jfr Genom.

Medelstor, μέτριος (3) τό μέγεθος.

Medelstorlek, μέτριον μέγεθος, τό.: afm.,
se Föreg.

Medelstånd, se Medelkass.

Medeltal, μέσος άριθμός, ό. τό μέσον.: i m.,
ώς τό μέσον 1. μέτριον ειπείν.

Medeltid, 1) se Mellantid, 2) ss. historisk
period, ή μέση γενεά.

Medelting, se Mellanting.

Medelväg, μέση οδός, ή. τό μέτριον.: hålla
m., μέσον τέμνειν. τηρεϊν τήν μετριότητα 1. τό
μέτριον. τό μέτριον άγειν. μετρίων Επιθυμεϊν.

Medelålder, ή καθεστώσα ηλικία.

Medfaren, illa m., κακώς διακείμενος, 3.: bli
illa m., κακώς διατίθεσθαι.

Medfart, se Behandling.

Medfå, δέχεσθαι. (παρα)λαμβάνειν. φέρεσθαι.

Medfånge, συναιχμάλωτος, ό (i krig),
συν-δεσμώτης, ό (i fängelse).

Medfödd, Εμπεφυκώς, υϊα, ός. έμφυτος,
σύμφυτος, 2. φύσει Ενών, ούσα, όν.: det ärm.,
Εμ-πέφυκε. φύσει εν-, πρός-, πάρεστιν. υπάρχει,
φύσει εχω τι.

Medfölja, συν-, παρέπεσθαι. συμπαρέπεσθαι.
συνακολουθεϊν. fig., äfv. προσείναι. —
medföljande, συμπεμπόμένος, προσκείμενος, 3 (om saker).

Medfölje, se Följe.

Medföra, άγειν {μεθ* αύτού). άγεσθαι.
Επά-γεσθαι. φέρειν. ήκειν έχοντα 1. άγοντα 1. φέροντα
(dta om liflösa föremål), φέρεσθαι. Επιφέρεσθαι
(ish. om hemgift).: m. hemifrån, οίκοθεν
φέρεσθαι 1. Ελθεϊν έχοντα.: fig., ngt för det m. sig,
εχει τι τούτο, εχει τι ούτως, πέφυκέ τι. αύτη Εστίν
ή φύσις τινός, τοιούτον Εστί τι. κελεύει τι ούτως,
εστι τινός.

Medförmyndare, σννεπίτροπος, δ.

Medgift, se Hemgift.

Medgifva, 1) tillstå, erkänna, όμολογεϊν.
καθ-, προς-, συνομολογειν. συγχωρεϊν. (σνμ)φάναι.
2) tillåta, συγχωρεϊν. Εγχωρεϊν. Εάν. διδόναι.
Ε-πιτρέπειν. περιοράν (m. part,).

Medgifvande, 1) ομολογία, (ξομολόγησις,
προσομολογία, ή. 2) συγχώρησις, ή. vanl. gm νν.

Medgång, καλή 1. αγαθή τύχη, ή. ευτυχία,
ή. εύπραγία, -ξία, ή.: ham., xaljj τ5} τύχρ
χρήσθαι. εύτνχεϊν. εύπραγεϊν.: i med- ο. motgång,
ευ Tf καί κακώς πράττων. Εν εύτυχία τε καί
δυστυχία. εύπραγών τε καί δυστυχών. Εν άπάσαις
ταϊς τύχαις.

Medgörlig, Επιεικής, 2. εύπειθής, 2.
εύκολος, 2. μαλακός, 3. πράος 1. πραύς, 3.
ύπεικτι-κός, 3.: visa sig m., (ύπ)είκειν.

Medgörlighet, ύπειξις, ή. Επιείκεια, ή.
ευκολία, ή. πραότης, ή.

Medhafva, εχειν. άγειν μεθ’ αύτού. φέρειν.
Se Medföra.

Medhinna, se Hinna 3) o. 4).

Medhjelpare, συνεργός, ό. συμπράκτωρ,
ορος, ό. υπηρέτης, ου, ό. κοινωνός, ό. εταίρος,
ό.: vara ngns m., συνεργεϊν, συμπράττειν,
ύπηρε-τεϊν τινι.

Μ ed hjelper ska, συνεργός, ή. ύπηρέ τις, ιδος,
ή. κοινωνός, ή. Jfr Föreg.

Medhåll, χάρις, τος, ή, εύνοια, ή (gunst,
välvilja). Επικουρία, συνεργία, ή (understöd), συν-,
καταίνεσις, ή (gillande). Jfr Bifall.

Medhållare, se Gynnare, Anhängare.

Medicin, se Läkarekonst, Läkedom,
Läkemedel, -era, φ αρμάκοις χρήσθαι.
φαρμα-κοποτεϊν. -ering, φαρμακοποσία, φαρμακεία, ή.
-insk, Ιατρικός, 3.

Medikament, se Läkemedel, kus, se
Läkare.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0272.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free