- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
270

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Mellanfinger ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Me lianfinger —Mening.

Mellanfinger, δάχτυλος ό μέσος.

Mellan fi äta, διαπλέκειν.

Mellanfärg, se Medelfärg.

Me liangift, προσβ-ήκη, ή. τό προσδιδόμενον.
ίπίμετρον, τό.: ss. m., iv προσθήκης μέρει.

Mellangång, ό μεταξί 1. iv μέσω πόρος.

Mellangärde, (anat.) διάφραγμα, τό.
διά-ζωμα, τό. φρένες, α».

Mellanhand, sitta i m., iv μέσω 1. μεταξύ
καβ-ήσ&αι 1. είναι.

Mellankomma, παρατυγχάνειν,
παρεντυγ-χάνειν. παρεμπίπτειν. ίπιγίγνεσ$αι.
ύπερεντυγχά-νειν (m. förböner).

Mellankomst, παρέμπτωσις, >;. έπείσοδος,
>7 (tillfällig, af en pers ), παρεντυχία, ή
(tillfällig, af en omständighet), ύπερέντενξις, jf (till
ngns" fördel, af en pers.). Ofta gm omskr. m.
part., se Föreg.

Mellanliggande, oc, ή, τό μεταξύ 1. iv
μέσω 1. διά μέσου (ών ούσα, όν 1. κείμενος, 3.).

Mellanlinie, ή iv μέσω γραμμή.

Mellanlägga, παρεντιΰέναι. παρεμβάλλειν.

Mellanlänk, τό μεταξύ (μέλος 1. μέρος), τό
διά μέσου.

Mellanlöpare, διάγγελος, ό.

Me 11 an mur, τό μεταξύ 1. διά μέσου τείχος,
διατείχισμα, τό. Jfr Mellanvägg.

Mellanpjes, παρεμβεβλημένον δράμα, τό.

Mellanrad, ό διά μέοου στίχος.

Mellanradig, παρεγγραμμένους στίχονφχων,
ουσα, ον.

Mellanregent, μεσοβασιλεύς, ο.

Mellanregering, μεσοβασιλεία, ή.
μεσοβα-σίλειος άρχή t ή.

Mellanrum, τό μεταξύ 1. Λα μέσου 1. iv
μέσω. τό μέσον, διάλειμμα, διάστημα, τό.
άπόστα-σις, ή.: tomt m., τό διάκενον.: mel. pelare,
με-σοστύλιον, τό.: mel. torn, μεσοπύργιον, τό.: mel.
brösten, μεσομάζιον, τό : mel. ådror,
μεσοφ>λέ-βιον, τό.: mel. leder, μεσογονάτιον, τό.: på m.,
έκ διαστήματος.: lemna m., διαλείπειν.: han
uppställde lastskeppen på ungefär 2 plethrers m fr.
hrandra, διαλείπουσας τάς όλκάδας όσον δύο
πλέ-d-ρα άπ* άλλήλων κατέστησεν. Jfr Afstånd.

Mellanrätt, παρόψημα, τό.

Mellansats, παρεμβολή, παρε νβ-ήκη, ή.

Mellanskof, se Mellantid, Afbrott.

Mellan sort, se Medelsort.

Mellanspel, παρεμβεβλημένον μέλος, τό.:
på flöjter, διαύλιον, -ειον, τό.: = mellanpjes,
se d. o.

Mellanstycke, τό μέσον μέρος.: =
mellanpjes, se d.

Mellans ång, παρεμβεβλημένον μέλος, τό.
με-σφδός, ή.

Mellantid, ό μεταξύ χρόνος.: under m:n, iv
τω μεταξύ 1. διά μέσου : lifvet under m:n, ό
μεταξύ βίος. Ofta gm διαλείπειν. t. ex. efter 1. med
3 års m., τρ*« έτη διαλιπών, ούσα, όν. τριών
έτών διαλιπόντων.

Mellantillstånd, μέσον τι.

Mellanting, μέσον τι (τινών, mel. ngra).
άδιάφορον, τό (mel. godt ο. ondt).

Mellan träd a, iv μέσω καθ-ίστασΟ-αι. εϊς τό
μέσον παριέναι. ένίστασθαι (äfv. oeg., se
Hindra). Jfr Mellankomma.

Mellanträdande, se Mellankomst.

Mellanvåning, μέσον 1. διά μέσου οίκημα,
τό 1. στέγη, ή.

Mellanvägg, μεσότοιχον, τό. μεσότοιχος, ό.
διάφραγμα, τό.

Mellanåt, se Emellanåt.

Mellerst, se Medlerst.

Melodi, μέλος, τό. μελωδία, ή. νόμος, ό.

— i s k, έμμελής, 2.

Melon, μηλοπέπων, σικυοπέπων, ονος, ό.
-bänk, σικυήλατον, τό. -kärna, σίκυον, τό.

Memoirer, άπομνημονεύματα, τά.
ύπομνήματα, τά.

Memorial, γραφή, ή. ύπό μνήμα, τό.

Men, se Skada.

Men, δέ (svagare motsats — aldrig i satsens
början, ofta föregånget af μέν). άλλά (skarp mots.

— alltid i satsens början), άτάρ (oftast vid
plötslig öfvergång till ngt nytt — præpositivt).
μέντοι (bl. vid inkast — postpositivt).: m. icke, άλλ’
ου. δ’ ον. ού μέντοι. ού μήν.: m. dock, γε μήν.
πλήν άλλά. άλλ’ όμως. όμως δέ. jfr Dock.: m.

— ju, άλλά γάρ.: m. nu, άλλά μήν. και μήν.
άλλά γάρ.

Mena, 1) hålla före, οΐεσ&αι. δοκεϊν. δοξάζειν.
ύπολαμβάνειν. νομίζειν.: menar jag, οίμαι. ώί
οίμαι. έμοί δοκεϊν. 2) åsyfta med ett yttrande,
λέγειν.: hd menar du m. det? πώς τούτο λέγεις;
τί λέγεις; dig menar jag, σέ τ οι λέγω. 3) hysa
tänkesätt mot ngn.: m. väl, ευ φρονεϊν, med
ngn, τινί. εύνοϊκώς έχειν 1. διακεϊσ&αι πρός τινα.
εύνουν είναι τινι. εύνοια χρήσ&αι περί τινα.: m.
ondt med ngn, κακόνουν είναί τινι. Ιχ&ρά
φρονεϊν τινι. κακονοία χρήσ&αι περί τινα.: m.
redligt med ngn, άπλώς 1. άδόλως προσφίρεσ&αί
τινι 1. έχειν πρός τινα.

Menageri, &ηριοτροφεϊον, τό.

Mened, ίπιορκία, ή. ψευδορκία, ή.: begå m.,
έπιορκεϊν. ψευδορκεϊν.

Mened a re, Ιπίορκος, ό. ό ίπιορκών 1. -ήσας.

Men ed i g, ίπίορκος, 2. ψεύδορκος,
ψευδόρ-κιος, 2.

Men fö re, δυϋοδία, ή.

Menig, -het, se Gemen 1).

Mening, 1) tanke, tro, åsigt, δόξα, ή.
οϊη-σις, ή. υπόληψις, ή. γνώμη, ή.: enl. min m.,
κατά τήν iμήv γνώμην 1. δόξαν. iμoί δοκεϊν. ώς
iyωμαι. ώς ή ίμή δόξα. ώς δόξρ.: min m.,
ά iμoί δοκεϊ. τά ίμοί δοκούντα. α έγώ
γιγνώ-σκω.: hysa en m., se Mena.: j.ig är af den m.,
ούτως έγωγε γιγνώσκω. ούτω διάκε ι μα ι τήν
γνώμην. ον τω τήν γνώμην έχω. ταύτην τήν γνώμην
1. δόξαν έχω. ούτως έμοιγε δοκεϊ.: vara af sma
m. s. ngn, ται?τ« φρονεϊν 1. δοξάζειν 1.
γιγνώ-σκειν τινί. τήν αυτήν γνώμην έχειν τινί.
όμογνω-μονεϊν, όμοδοξεϊν, όμονοεϊν τινι.: vara af
motsatt m., ivavnav έχειν τήν γνώμην. τά ίναντία
φρονεϊν. άντιγνωμονεϊν.: vara af olika m.,
ετε-ροδοξεϊν.: s. är af olika m., ετερόδοξος, 2.: olika
m., ετεροδοξία, ή.: vara af annan m., άλλως
γιγνώσκειν.: vara af delade m., δίχα φρονεϊν 1.
γιγνώσκειν.: utsäga sin m., άποφαίνεσ&αι τήν
γνώμην.: icke uttala sin m., κατέχειν τήν
γνώμην.: ändra m., μεταγιγνώσκειν. μετανοείν.
με-ταπεί&εσ&αι. άλλοιονσ&αι τήν γνώμην.: bringa
ngn att ändra m., μεταπεί&ειν τινά.: biträda
ngns m., προστί&εσ&αι tf γνώμtj τινός, έλέσ&αι
τήν γνώμην τινός.: bibringa ngn en m., δόξαν

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0274.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free