- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
293

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - N - Nedfälla ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Ked fäll a — Nedrulla.

293

Nedfälla, χαθιέναι. άνωθεν άφιέναι. se F ä 11 a.

Nedfärga, φαρμάκω 1. χρώματα μόλυναν 1.
φύρειν.

Nedför(e), 1) utför, κατά m. gen. (t. ex.
κλί-μακος). 2) uedåt, χατά m. acc. (t. ex. ποταμόν).
3) se Nedanför.

Nedföra, χατάγειν, -φέρειν, -κομίζειν,
-βι-βάζειν.

Nedförande, -försel, καταγωγή, ή. χατ
αχό μιδή, ή.

Nedfösa, se Neddrifva, -jaga.

Ned gjut a, χαταχεϊν.

Nedglida, χατολισθάνειν. άπολισθάνειν.
xa-ταρρεϊν. περιρρείν (om det man har på sig).

Nedgräfva, κατορύττειν. καταχωννύναι.

Nedgräfning, κατόρυξις, ή.

Nedgå, 1) eg., καταβαίνειν. κατιέναι. 2) om
himlakroppar, (κατα)&ύ εσθαι. (κατα)άύνειν. 3) om
vattenyta, pris, se Falla.

Nedgång, 1) eg., se Nedfart. 2) om
himlakroppar, άυσμή, ή. άύσις, ή. κατάάυσις, ή :
solens η., äfv. ήλίου καταφορά, ή. άυόμενος ήλιος,
ο.: fr. solens uppgång till dess η., άφ* ήλίου
ά-νατέλλοντος μέχρι άυομένου.: solen lutar till η.,
ό ήλιος κλίνει Ιπί άύσιν.

Nedgöra, άιαφθείρειν. άπολλύναι. Se f. öfr.
Nedhugga.

Nedhagla, ώσπερ χάλαζαν καταφέρεσθαι.

Nedhalka, se Nedglida.

Nedhalta, σκάζοντα καταβαίνειν.

Nedhasta, se Nedlöpa.

Ned hjelpa, καταβιβάζειν.

Nedhoppa, άπο-, καταπη&άν, άφ-,
καθάλλε-σθαι, fr. ngt, άπό 1. κατά τίνος.

Nedhugga, 1) om träd, se Fälla 1) b). 2)
om mskr, κατα-, συγκόπτειν. κατακαίνειν.
χατα-τέμνειν. σφάττειν, άπο-, χατασφάττειν.

Nedhuggning, κατακοπή, ή. σφαγή, ή.

Nedhuka sig, όχλάζειν. (ύπο)πτήσσειν (af
fruktan).

Nedhälla, se Nedgjuta.

Nedhämta, χαταχομίζειν. καταφέρειν.
χατάγ nv.

Nedhänga, κατα-, άπο-, ίχκρέμασθαι.: låta
η., καθιέναι. Se Hänga.

Ne di, κάτω 1. κατά (i smnsättning m. verbet)
o. i v m. dat. iv τόίς κάτω τινός.

Nedifrån, κάτωθεν.

Nedigenom, κάτω dià τίνος, dià τών κάτω
τίνος, μέχρι κάτω.

Nedila, se Nedlöpa.

Nedjaga, κατελαύνειν. άπελαύνειν.
καταάι-ώκειν.

Nedkalla, άνωθεν ίπικαλεΐν. βοάν τινα
κατ ελθεϊν.

Nedkamma, κατακτενίζειν.

Nedkasta, καταβάλλειν. καταρρίπτειν.: η. sig,
καταρρίπτειν εαυτόν, καταπίπτειν. i. ngn, se
Nedfalla.

Nedklättra, καθέρπειν.

Nedkomma, 1) eg., κατιέναι, - ελθεϊν.
καταβαίνειν. 2) föda, τίκτειν. λοχεύεσθαι.: η. m. en
son, τίκτειν παίάα.

Nedkomst, 1) κάθοδος, ή. κατάβασις, ή. 2)
τόκος, ό. λοχεία, ή.: vara nära η., Επίτοκον είναι.

Nedkrypa, καθέρπειν.

Nedköra, 1) tr., a) se Neddrifva. b) ned-

forsla, κατάγειν. χαταχομίζειν. 2) intr.,
κατελαύνειν.

Ν ed körs el, ss. ställe, κάθοδος, ή.

Ne dl eda, κατάγειν.

Nedlemna, χάτω παρέχειν. κατελθόντα
åi-όόναι.

Nedljunga, καταστράπτειν. κατασκήπτειν.

Nedlocka, κατάγειν, -σθαι. πειράσθαι
κατάγειν.

Nedl ut a, 1) tr., κατακλίνειν.: η. sig,
κατα-κλίνεσθαι. 2) intr., luta ned, κατανεύειν.

Ν e d 1 yfta, άποβαστάζειν. αϊροντα καταβιβάζειν.

Nedly sa, 1) intr., κάτω λάμπειν. 2) tr.,
λυ-χνον φέροντα 1. έχοντα προπέμ π ειν.

Nedlåta sig, (συγ)καταβαίνειν εις τι. —
nedlåtande, κοινός, 3. φιλόγρων, 2. εύπροσήγορος,
φιλοπροσήγορος, 2. φιλάνθρωπος, 2.

Nedlåtenhet, κοινότης, ή. εύπροσηγορία, ή.
φιλανθρωπία, ή. ο. gm adj.

Nedlägga, 1) eg., κατατιθέναι, άποτιθέναι
τι.: η. ngn, κατακλίνειν τινά. ευνάζειν τινά.:
vara nedlagd, κατακεϊσθαι.: η. sig,
κατακλίνε-σθαι. till sängs, κατακοιμάσθαι. 2) se
Nedskjuta. 3) fig., η. ett embete, άπο-,
κατατί-θεσθαι, άπειπεϊν άρχήν. Ιξίστασθαι 1.
άπαλλάττε-σθαι άρχής.: η. vapnen, κατατίθεσθαι τά όπλα.
παύεσθαι πολέμου, παραάιάόναι εαυτόν.

Nedläggande, κατάθεσις, ή. άπόθεσις, ή.

Ν e d 1 ä s a, κατακλείειν.

Nedlöpa, κατατρέχειν. καταθεϊν. όρόμω
κατιέναι 1. καταφέρεσθαι.: om vatten, se Nedflyta.

Nedlösa, [άπο,λύειν. (λύσαντα) καθιέναι.

Nedmjöla, άλφίτω 1. άλεύρω φύρειν 1.
κατα-πάττειν (beströ).

Νedmy 11 a, καταχωννύναι. κατορύττειν.

Nedom, se Nedanför.

Nedomkring, περί τά κάτω. τά κάτω (acc.
resp.).

Nedpacka, κατατιθ-έναι. Jfr Inpacka.

Nedplatta, καταπλατύνειν.

Nedplocka, se Afplocka.

Nedplöja, άρότρω καταχωννύναι 1. κρύπτειν.

Nedpressa, καταθλΐβειν. καταπιέζειν.

Nedpruta, se Pruta.

Nedramla, -rasa, πίπτειν. κατα-,
συμπί-πτειν. καταφέρεσθαι. καταρρεϊν.

Nedregna, (ώσπερ όμβρον) καταφέρεσθαι,
καταρρεϊν.

Nedre, ό, tf, τό κάτω. κατώτερος, 3.

Nedresa, κάτω πορεύεσθαι. κατιέναι, -ελθεϊν.
καταβαίνειν.

Nedresa, tf κάτω πορεία 1. οάός. κάθοάος, tf.
κατάβασις. tf. ofta gm vv.

Ned rida, καθιππεύειν. κατελαύνειν.

Nedrifning, καθαίρεσις, tf. κατασκαφή, tf.

Ne drifva, καθαιρεϊν. άιαιρεϊν. κατασκάπτειν.
καταβάλλειν. omkr. ngt, περιαιρείν (t. ex. τείχος).:
— nedrycka, se d. o.

Nedrig, κακοήθης, 2. κάκιστος, 3. πονηρός,
μοχθηρός, 3. κακούργος, 2.

Nedrighet, 1) ss. egenskap, κακοήθεια, tf.
κακία, tf. πονηρία, μοχθηρία, tf. 2) ss.
handling, έργον 1. πράγμα κάκιστον 1. πονηρόν.
πο-νήρευμα, τό. κακούργημα, τό.

Nedrinna, se Nedflyta.

Nedropa, se Nedkalla.

Nedrulla, 1) tr., κατακυλίνάειν. 2) intr.,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0297.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free