- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
297

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - N - Norden ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Norden — Nygift.

297

Nord (en), τά πρός άρκτον. βόρεια, τά.
άρ-κτώα, τά. Se vidare Norr.

Nordanvind, βορέας, ου 1. βορράς, ά, ό.
άνεμος t årC άρκτου φερόμενης.

Nordbo, ο Εν τοις προς άρκτον οϊκών. δ Εκ
τών πρός άρκτον.

Nordisk, άρκτικός, 3. ό, ή, τό Εν τοϊς πρός
άρκτον.

Nordlig, προ? άρκτον 1. πρός βορράν άνεμον
τετραμυένος, 3. άρκτικός I. άρκτφος, 3. βόρειος,
3. προσβόρειος, πρνσβορος, 2.

Nordostlig, προς άρκτον τε και ήλιου
άνα-τολήν {τετραμμένος, 3)

Nordostvind, καικίας, ου, ό.

Nordpol, άρκτικος πόλος, ό. ο*.

Nordvestlig, προ* άρκον τε και ηλίου δυσμάς
(τετραμμένος, 3).

Nordvärts. πρός άρκτον.

Norm, se Regel.

Normal, se Regelbunden.

Norr, βορέας, ου 1. βορράς, ά, ό : i, at η.,
πρός βορέαν I. -άν (om ngt, τινός), πρός άρκιον.:
vinden står i η., *«r« βορέαν εστηκεν ό άνεμος.:
belägen i η., se Nordlig.

Norra, se Nordlig.

Norrsken, φώς άρκτικόν, τό.

Nos, ρύγχος, τό. ρις, νός, ή στόμα, τό.

Nosgrimma, -korg. κημός, φιμός, ο.: sätta
η. på en häst, κημούν ϊππον.

Noshörning, ξινόκερως, ωτος, δ.

Not, 1) ss. fiskredskap, σαγήνη, ή.
άμφίβλη-στρον, τό.: draga η., σαγηνεύειν. jfr Nät. 2)
ss. musiktecken, σημεϊον, τό. 3) anmärkning,
υπόμνημα, τό. σχόλιον. τό. 4) skrifvelse,
Επιστολή, ή. γραφή, η. γράμματα, τά.

Nota, κατάλογος, ο. υπόμνημα, τό.

Notarie, γραμματεύς, έως, ό.

Notdrägt, σαγηνεία, ή.

Notera, se Anteckna, Anskrifva.

Notificera, -kation, se Tillkännagifva,
-ande.

Notis, se Underrättelse, Kunskap.

Notorisk, Εμφανής, 2. φανερός, 3. σαφής, 2.
κατάδηλος, 2. Εναργής, 2.

Notvarp, σαγήνης βολή, ή.

Novell, μύθος, ό.

November, se Månad.

Nu, 1) adv. (i tidsbet.), νυν. τό νυν. τά νυν.
ΕνταΙθα. ήδη τότε (om en förfluteu tidepunkt).:
just η., vvvi. νυν γε. νύν δή. άρτι : η först,
νύν δή τότε δή : η. ändtligen, ήδη ποτέ : tills
η, μέχρι τούδε μέχρι (τού) νύν. μέχρι ’τού)
δεύ-ρο.: fr. η., άπό τού νύν (τό) άπο τούδε.
Εντεύθεν : η. genast, άρτι. άρτίως. εύθύς. παραχρήμα,
αύτίκα μάλα. ήδη : η. f tiden, νύν μέν. τό γε
νύν (τό) νύν είναι, το νύν εχον.: η. på stunden,
νύν δή. άρτι: i ett η., αύτίκα μάλα. Εξαίφνης.
Εν άκαρεϊ : η. en, η. en annan, se Än. jfr
Numera, Nuvarande. 2) conj. (i consecutw bet \
νύν. τηίνυν δή. ουν.: men η., άλλό μην. και
μήν. άλλα γάρ.

Nu b b, ήλίσκος, δ μικρός ήλος, δ.

Nubba, ήλούν. ήλίσκοις πηγνύναι.: η. fast ngt
vid ngt, προσηλούν τί τινι 1. πρός τι.

Nul litet, ουδέν (concr.). το άκυρον (abstr.).
Se Noll.

Numera, (τό) νυν. τά νύν. ζδη. τό από τούδε

(hädanefter), τότε δή, τηνιχαύια (om en förfluten
tidepunkt).: η. — icke, ονκέτι (μηκέτι*.

Ν ume re ra, διαλαμβάνειν 1. σημαίνειν
άρι-θμοϊς.

Numerus, αριθμός, ο.

Nummer, αριθμός, ό .· η. ett, två etc.,
αριθμώ I. τον αριθμόν πρώτος, δεύτερος etc.

^unna, ήσνχάστρια, μονάστρια. ή.

Nutid, ό νύν χρόνος, το νύν jfr Följ.

Nuvarande, ο, ή, το νύν. ütV. ιη. tillagdt
ών, υπάρχων ο. παρών, οίσα, öv (om
omständigheter, fhdn ο. d.): d. η tidepunkten, ό νύν I. ό
πάρων καιρός : ά. η. förhållandena , τα παρόντα :
ά. η. menniskorna, οι καθ’ ημάς 1. Εφ’ ήιιών
άνθρωποι

N y, νέος, 3 (s. ej l"inge funnits), καινός, 3 (s.
ej förut funnits), νεαρός, 3, νεαλής, 2 (ung, färsk,
t. ex. τυρός), πρόσφατος, 2 (eg. nyslagtad, sedan
färsk, nyss åstadkommen, t. ex. πρόφασις).
ύπό-γυιος, 2 (nyss skedd, t. ex. πόλεμος).: d. nya
testamentet, ή καινή διαθήκη.: d. η. tiden, ό
νυν αιών.: ngt är f. mig nytt, ξένως εχω τινός,
άπειρος ειμί τίνος.: hd nytt? τί νεώιερον
γέγο-νεν 1. συνέβη; göra η , καινούν. jfr Fornya.:
å nyo, Εκ καινής πάλιν, αίθις. Se vidare compp.

Ny, se Ν y m å η a d.

Nyans, ή τών χρωμάτων μίξις 1. μετάβασις,
ή : fig , διαφορά, ή. -era, διαποικίλλειν.
άπο-χραίνειν. — διαιρεί ν.

Ny bak ad, νεόπεπτ ος, 2. πρόσφατος, 2. νεα"
λής, 2. νεαρός, 3.

Nybegynnare, se Nybörjare.

Nyburen, se Nyfödd

Nybyggd, νεόκτιστος, 2.

Nybyggare, -bygge, se Kolonist, -ni.

Nybörjare, ξένος, ö. άπειρος. 2 άμαθώς
εχων, o.: vara. η. i ngt, ξένως 1. άπείρως 1.
άμαθώς εχειν τινί ς.: s. beter sig ss. en η.,
καινο-πρεπής, 2.

Nyck, όρμη, ή. Επίνοια,ή. μετάγνωσις, ή. τό
δοκούν τινι.: ödets nycker, αι τής τίχης
μετά-βολαί.: han tillfredsställer i allt sina nycker, o
τι καθ’ ήδονήν αύτώ γίγνεται 1 ο τι άν Επέλθρ
αντώ. ποιεί.: handla efter η., όρμαίς μάλλον ή
λόγω χρίσίϊαι

Nyckel, 1) eg., κλείς, δός, ή. βαλανάγρα. ή.:
s. förvarar nycklarne, κλειδούχος, ό.
κλειδοφύ-λαξ. κος, ό 2) fig., a) tillträde till ett land,
προς-οδος, ή. πάροδος. ή πνλαι, αι. b) medel till
förklaring, τι-κμήριον, τό.: ge η. till ngt,
ύφη-γείοθαι πρός τι.

Nyckelben, κλείς, δός, ή (vanl. i pl.),
κλει-δίον, τό.

Nyckelhål, κλειίϊρία, ή. κατακλείς. είδος, ή (?).

Nyckfull, άβέβαιος, 2. εύμετάβολος, 2.
πα-λίμβολος. 2. μετάβουλος, 2. αυθάδης, 2
(egensinnig). δύσκολος, 2 (kinkig).

Nyfiken, περίεργος, 2 πολυπράγμων, 2.
φι-λοπευθής, 2.: vara η., περιεργάζεσθαι.
πολυπαα-γμονειν.

Nyfikenhet, περιεργία, ή. πολυπραγμοού-

νη’ * , .

Nyfödd, νεογενης, νεογνος, αρτιγενής, 2. αρ-

τίτοκος, 2. άρτιφυής, άρτίφυτος, 2.

Ny förlofvad, νεόννμφ ος, 2.

Ny fö rvärfvad, νεόχτητος, 2.

Nygift, νείγαμος, 2.

33

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0301.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free