- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
302

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - N - Nätt ... - O

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

302

Nätt — Oafbruten.

Nätt, 1) fin, λεπτός. 3. κομψός, 3.
γλαφυρός, 3. κόσμιος, 3. χαρίεις, εσσα, εν. 2) se
Knap ρ.

Nättelduk, ung. σινδών. όνος, tf.

Ν «ätt lie t, κομψότης, ή. γλαφυρία, -ότης, tf.
κοσμιότης ,ή. ο· gm arf;.

Nöd, άπορία, tf. άπορα, 7α. αμηχανία, tf.
ταλαιπωρία, ι) στενοχώρια, tf. δεινά, τά.: vara
i η , άπορεϊν. Εν άπόροις είναι 1. άπό-

ρως ί/^*7 Ι· διακεϊσθαι. Εν δεινοϊς είναι, άπορία
αυνέχεσθαι. ταλαιπωρεϊσθαι : komma i η. , εις
άπορίαν καθίστασθαι. άπόρως διατεθηναι. i d.
yttersta η., εις άνάγκας άλγεινοτάτας Εμπίπτειν.:
vara i yttersta η., Εσχάτως διακεϊσθαι 1. εχειν.:
bringa ngn i η., εις άπορίαν καθιστάναι τινά.
ποιεϊν τινα άπορεϊν I. άμηχανείν : det liar ingen
η., ουδείς κίνδυνος 1. φόβος: nöden har ingen
lag, άγων ου δέχεται σκήψεις (ordspr.).: m. η.,
μόλις μόλις καίχαλεπώς. σχολή.: ha, vara af η:η,
se Behöfva. Jfr Brist, Nödtvång.

Nödankar, ιερά άγκυρα, tf.

Ν ö d b u d e u, δύσπειστος, 2.: han är icke η.,
ραδίως πείθεται.

Nödd, se Nödga.

Nödfall, ανάγκη, tf.; i η., εϊ άνάγκη (Εστίν).:
ει τι δέοι. ην τι δίρ.: i stort η., ει (1. άν) πολλή
1. μεγάλη άνάγκη : i högsta, yttersta η., ει (1. άν)
πάσα 1. άπασα άνάγκη.

Nödfallsverk, άναγκαϊον έργον, τό.

Nödga, se Tvinga, b) enträget uppmana,
παρορμάν. προτρέπειν.

Nödhjelp, 1) ss. handling, βοήθεια, tf.
Επικουρία, tf. 2) ss. sak, παραπλήρωμα, τό.

Nödig, 1) se B eho fl ig. 2) se A η ge lägen 2).

Nödlidande, άπορος, 2. Ενδεής, 2. άθλιος,
3. ταλαίπωρος, 2. ο. gm part., se vara i Nöd.

Nödlögn, άναγκαϊον ψευδός, τό.: säga en η.,
ψενδεσθαι ανάγκη 1. υπ’ ανάγκης.: η. är tillåten,
ενθα τι δει ι/>ευδι>ς λέγεσθαι, λεγέσθω (Her.).

Nödrop, βοή 1. κραυγή ως τίνος
κινδυνεύον-τος 1. Εν δεινοϊς όντος. Se vidare Jemmer.

Nödsaka, se Tvinga.

Nödsignal, σημεϊον, ω σημαίνουσι τον
κίνδυνον 1. τα δεινά. Jfr Ε Id sign al.

Nödstadd, - ställd, se Nödlidande.

Nödtorft, τά αναγκαία, τά Επιτήδεια.: ha
sin η., εχειν όσον άποζην. Jfr Behof.

Nödtorftig, άναγκαϊος, 3. δέων, ουσα, ον.
όσον δει. Επιτήδειος, 3 ο. 2. μέτριος, 3.

Nödtvungen, se Följ.

Nödtvång, άνάγκη, tf.; af η., άνάγκη. υπ’
ά-νάγκης. άναγκαζόμένος, 3. άνάγκη πεισθείς,
εϊ-σα, έν.

Nödvändig, άναγκαϊος, 3.: det är n:t, α-

νάγκη 1. άναγκαϊον (Εστίν), δει. χρή. χρεών.: det
är alldeles n:t, πάσα 1 άπασα ανάγκη, ουκ εσθ’

όπως ου. — Adv., άναγκαίως. άνάγκη. Εξ
άνά-γκη

Nödvändighet, άνάγκη, tf. τό άναγκαϊον·
το χρεών (ish. om ödet, bl. i nom. o. acc.).:
trängande η., πολλή 1. μεγάλη άνάγκη.: försätta ngn
i n:n, άναγκάζειν τινά. άνάγκην Επιθεϊναι 1.
προς-φέρειν τινί.: jag är försatt i η., ανάγκη Εστί μοι.
εις άνάγκην άφικόμην. άναγκάζομαι.

Nöd värj a sig, περί τής ψυχής 1. περί τών
μεγίστων κινδυνευόμενον άμύνεσθαι.

Nödvärn, tf Εν μεγίστω κινδύνω άμυνα.

Nöja sig, άγαπάν 1. στέργειν τινί 1. τι, άρκεϊ
μοί τι 1. m. part. — nöjd, στέργων, ουσα, ον.
άγαπών, ώσα, ών. άρκεσθείς, εϊσα, έν. Se
Belåten ο. fö rn öjd.

Nöjaktig, Ικανός, 3. Επιτήδειος, 3 ο. 2.
δίκαιος,, 3. πιθανός, 3.

Nöje, ήδονή, tf. τέρψις, tf. τό ήδύ. τό τερπνόν,
ήδυπάθεια, εύπάθεια, tf (vällefnad, vällust),
ψυχαγωγία, tf.: det är ett η., ήδύ 1. ουκ άηδές
Εστι-: hämta η. af ngt, άπολαύειν τινός.: finna
η. i ngt, χαίρειν, ήδεσθαι, ευφραίνεσθαι,
άγάλ-λεσθαί τινι 1. Επί τινι. τέρπεσθαί τινι — alla äfv.
m. part.: jaga efter η., θ-ηρεύειν τάς ήδονάς.:
vara begifven på n:n, se Njutningslysten.:
göra ngn ett n. m. ngt, Ev χάριτι ποιεϊν τί τινι.
πρός ήδονήν ποιεϊν τινί τι. χαρίζεσθαί τινί τι.:
m. η., ήδέως. ασμένως, άσμενος, ήδόμενος, 3.
χαίρων, ουσα, όν.: m. största η., ήδέως μάλα.
ήδιστα. J fr Behag.

Nöjsam, se Rolig, Behaglig.

Nöt, se Fä.

Nöt, κάρυον, τό (ish. valnöt), βάλανος, tf.: af
η., καρυηρός, 3. καρύϊνος, 3 : lik η., καρυώδης,
2.: leka m. nötter, καρυατίζειν.: det är en hård
n. att bita på, έργον χαλεπόν Εστίν.

Nöta, τρίβειν. άπο-, κατατρίβειν.: η. bort
tiden, διατρίβειν τον χρόνον. : en nött klädnad,
τζίβων, ωνος, ό. τριβώνιον, τό.

Nötaktig, fig., άγροικος, 2. φορτικός, 3. Se
F ä a k t i g.

Nötboskap, βόες, αϊ. βοσκήματα, τά.

Nötbrun, -färgad, καρυώδης τό χρώμα.

Nöthår, βόειαι τρίχες, αι.

Nötknäppare, καρυοκατάκτης, ου, ό.

Nötkärna, κάρυον, τό. καρύου πυρήν, ό.

Nötkött, βόεια κρέα, τά. τό βοεικόν.

Nötning, τρϊψις. tf. άποτριβή, tf.

Nötolja, καρύϊνον ελαιον, τό.

Nötskal, καρύου κέλυφος, ιό 1. λεπίς, ίδος, tf.

Nötträd, καρύα, tf.

Nötväcka, σίττη, tf.

Ο.

Ο, Ό, ό (μικρόν, kort), Λ£1, ώ (μέγα, långt).

Ο, a) ss. tillrop vid vocat., ώ. b) ss. utrop (af
förundran, glädje, smärta, etc.), ώ, φευ, al (ofta
m gen. t. ex. o mina olyckor, φευ τών Εμών
κακών).: ο jag olycklige! οΐμοι (τάλας, κακοδαίμων
etc., f. ngt, τινός). Se vidare Ack.

O- (nekande smnsättningspartikel), vanl. gm

a priv. 1. gm ου. t. ex. omåttlig, άμετρος, 2.:
omanlig, άνανδρος, 2.: oren, οΰ καθαρός, 3.:
oriktig, ούκ ορθός, 3. Se compp.

O ad el ig, άγεννής, 2. δημοτικός, 3.: en o. pers.,
άνήρ Εκ δήμου, δημότης, ου, ό.

Oafbruten, αδιάλειπτος, 2. άδιάπαυστος, 2.
Ενδελεχής, 2. συνεχής, 2. — Adv., ofta gm Λα-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0306.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free