- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
324

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Oslutad ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

m

O slutad — Osäkerhet.

Oslutad, se Ofullbordad.

O släckt, άσβεστος, άκατάσβεστος, 2.

O släck lig, άσβεστος, 2.: o. törst, άπαυστος
δίψα, tf.: o. hat, άσπειστον μίσος, τό.

Oslät, se Ojemn.

O smak, δυσχυμία, tf. άηδία, tf. fig.,
άπειρο-καλία, tf.

Osmaklig, 1) eg., di)σχυμος, δύσχυλος, 2.
ίωλος, 2, άηδής, άνήδυντος, 2 (äfv. fig.). 2) fig.,
ψυχρός, 3. άκαιρος, 2. άτοπος, 2.

Osmaklighet, 1) δυσχυμία, tf. άηδία, tf·
2) ψυχρότης, tf. άχα*ρί«, tf. ο. gm αφ*.

Ο sminkad, ακαλλώπιστος, 2. άν επίπλαστος,
2. àtfXétfaøTOi·, 2. απέριττος, 2.: = oförställd,
se d. ο.

Ο sm ord, άνήλειπτος, avtfAtijpo;, 2. άχριστος,
2. bättre gm partt. af vv. under Smörja m.
negat.

Osmutsad, αμόλυντος, 2. αμίαντος, 2.

Osmyckad, άκοσμος, άκόσμητος, 2.
άκαλ-λώπιστος, 2. άσκεναστος, 2. απέριττος, 2.
άκομψος, 2. αφελής, 2.

Osmält, -lig, άτηκτος, 2. βζ^ώνίντος, 2 (om
metall), άπεπτος, 2 , ίπιπολαστικός, 3, ωμός, 3
(om föda).

Osmältlighet, άπειρία, ώμότης, ή. ο. gm adj.

Osnygg, se Oren, -lig.

O snöpt, «νορ^ος, ενορχις, 2.

O snörd, άσφιγκτος, 2. άπίεστος, 2.
άθ-ωρά-χιστος, 2.

Ο sopad, άκόρητος, 2. ακάθαρτος, 2.

Ospard, άφειδής, 2. άταμίευτος, 2 (eg.),
άγονος, 2 (riklig).: ha all möda o., ^tf πόνων
φείδεσθαι. πάντα ποιεϊν.: ha alla kostnader o:da,
μή φ είδεσθαι χρημάτων. αφειδώς παρέχειν δαπάνην.

Ospord, se Oåtspord, Oerhörd.

O spänd, άτονος, άσύντονος, 2. άνετος, 2.
ά-νειμένος, 3. χαλαρός, 3.

Ost, τυρός, ό. πηκτή, ή (löpnad mjölk).: färsk
ο-, τροφαλίς, ίδος, tf : göra ο., τυροποιεϊν.
τυ-ρεύειν.: s. gör ο., τυροποιός, ό.: tillverkning af
ο., τυροποιία, tf. τνρευσις, τυρεία, ή.: sälja ο.,
τυροπωλεϊν.

Ο s t a d d, άμισθωτός, 2. ου λαβών (3) αρραβώνα.

Ostadig, a) eg., άστατος, άκατάστατος,
αστάθμητος, ασταθής, 2. άβέβαιος, 2. άνίδρυτος,
2. άνέδραστος, 2. πλάνης, ητος, ό.: vara ο.,
ά-(κατα)στατεϊν. πλανάσθαι. b) oeg., άβέβαιος, 2.
ευμετάβολος, 2. άπιστος, 2. σφαλερός, 3.
άγχί-στροφος, 2. άστάθμητος, 2.

Ostadighet, a) άστασία, ακαταστασία, tf.
b) άβεβαιότης. F. öfr. gm adj.

Ο startad, τυρώδης, 2.

Osthandlare, τυροπώλης, ου, ό.: deras
saluplats, τυροί, ό.

Osthylla, -korg, τυροκομεϊον, τό. ταρσός,
ο. τυροβόλιον, τό.

Ostkaka, τυρόεις (άρτος 1. πλακούς), ό.

Ostknif, τυρόκνηστις, εως, tf.

Ostlig, se Östlig.

Östra, se Ostron.

Ostraffad, άζήμιος, 2. ατιμώρητος, 2.
ά-θφος, 2, f. ngt, τινός.: lemna ngn o., άθώον
etc. iav 1. άφιέναι τινά.: komma o. fr. ngt,
ά-θφον 1. χαίροντα άπαλλάττειν, -σθαι.: du skall
icke o. ha gjort dta, ου καταπροίξεις τούτο
ποι-ηΰας.: ο. kunna göra orätt, άδικούντα μή διδό-

ναι δίκη ν.: man kan ο. göra ngt, αδειά Ιστι 1.
δέδοται ποιεϊν τι.

Ostrafflig, άγνός, 3. άνέγκλητος, 2.
άμεμ-πτος, 2. άνεμέσητος, 2. άκακος, 2. όσιος, 3.
δίκαιος, 3. άναμάρτητος, 2. άναίτιος, 2 (utan skuld
till ngt).

Ostrafflighet, άγνεία 1. άγνότης, tf.
όσιό-της, tf. ο. gm adj

Ostridig, se Obestridlig.

Ostron, όστρεον, λιμνόστ ρεον, τό. τ ήθος (pl.
τήθη ο. τήθυα), τό.: lik ο., όστρεώδης, 2.

Ostronfångst, tf τών όστρέων θήρα.

Ostronskal, τό τών όστρέων όστρακον.

Osträngad, άχορδος, 2.

Ostuderad, se Olärd.

Ostyckad, se Odelad.

Ostympad, άπηρος, άπήρωτος, 2.
ακέραιος, 2.

Ostyrig, se Oregerlig.

O s t ä d a, άκοσμο v, άτακτον ποιεϊν. ταράττειν.
συγχεϊν. — ostädad, fig., se Ohyfsad.

Ostämd, se förstämd 1).

Ostämdhet, se Förstämning 1).

Ostämplad, άσημος, 2.

O stängd, άκλειστος, 2. άφρακτος, 2.

Ostörd, άτάρακτος, άτάραχος, 2. άθόρυβος,

2. άνενόχλητος, 2. ήσυχος, 2.

Ostördhet, ησυχία, tf. ο. gm adj.

Osund, se Ohelsosam, Sjuklig.

O svept, άναμφίεστος, 2. άκόσμητος, 2.

Osviklig, άψευδής, 2. αδιάψευστος, 2.
ασφαλής, 2. πιστότατος, 3. σαφέστατος, 3.

Osviklighet, άψεύδεια, tf. τό άψευδές.
ασφάλεια, tf. σαφεστάτη πίστις, tf.

Ο svuren, άνώμοτος, 2.

Osydd, άρραφος, 2. άσύρραπτος, 2.

Osynlig, αόρατος, 2. άθέατος, 2. άφανής,
sedn. άφαντος, 2. άδηλος, 2.: göra ο.,
άφανίζειν.: blifva ο., άφανίζεσθαι. άφανή γίγνεσθαι,
μηκέτι όράσθαι.

Osynlighet, άφάνεια, tf. vanl. τό άόρατον.

Osyrad, άζνμος, 2.

Ο sådd, άσπαρτος, 2.: =obesådd, se d. ο.

Ο sågad, άπριστος, 2.

Ο såld, άπρατος, 2.

Ο såll ad, άσηστος, 2.

Ο s å r ad, άπληκτος, 2. άτρωτος, 2. σώος (σώς),

3. άκέραιος, 2.

Osårbar, άτρωτος, 2, af ngt, τινί 1. ύπό τίνος.

Osäglig, se Outsäglig.

Osäker, άκάταστατος, 2 (ostadig), σφαλερός,
3, Ιπισφαλής, 2, ουκ άσφαλής, 2, αβέβαιος, 2
(utan fasthet, opålitlig), άπιστος, 2 (otillförlitlig).
άμφίβολος, 2 (tvifvelaktig), αμφισβητήσιμος, 2
(omtvistad), άδηλος, 2, άφανής, 2 άσαφής, 2
(obestämd, oviss).: vara ο. (om pers), άπορεϊν.
άμφιοβητεϊν. διστάζειν.: vara ο. om sitt lif,
περί σώματος 1. ψυχής φοβεϊσθαι 1. κινδυνεύειν.:
statens ställning är ο., σφαλερώς καθέστηκε τά
πράγματα τξ πόλει.: vägarne äro o:ra, κίνδυνος
«τιό ληστών Ιστιν iv ταϊς όδοϊς.: det är o:t att
resa, ουκ έστιν άδεώς 1. άσφαλώς πορεύεσθαι.:
det är o:t, om, άδηλον ει.: då det var, är o:t,
άδηλον όν.

Osäkerhet, ακαταστασία, tf. άβεβαιότης, tf.
απιστία, tf. vanl. gm adj.: vägarnes o., ό κατά
τάς οδούς κίνδυνος.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0328.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free