- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
326

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Otvifvelaktig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

326

O tvifvel ak ti g — Ovan.

ha o., y.ay.fj τύχρ χρήσθαί. δυστυχεϊν. άτυχείν*
Jfr Olycka.

Otvifvelaktig, άναμφίλογος, αναμφίβολος,
αναμφισβήτητος, 2. σαφέστατος, 3. Εμφανής, 2.
Εναργής, 2.

Otvungen, 1) utan tvång, αβίαστος, 2.
άνα-νάγκαστος, 2. ^ω*/, οΰσ«, όν. εκούσιος, 3. 2)
okonstlad, naturlig, ανυπόκριτος, 2. άπλους, 3.
αφελής, 2.

Otvungenhet, 1) το έκούσιον% Εθελούσιον.
2) απλό τη ς, >J. αφέλεια, ή.

Otvättad, άλου τας, 2. άνιπτος, 2. «πλι/ros,
2 (bl. om saker).: egenskapen att vara o.,
άλου-ή. άπλυσία,

Otydlig, αφανής, 2. άσημος, 2. άσαφής, 2.
«ί/^λοί·, 2. άμαυρός, αμυδρός, 3 (dunkel, t. ex.
γράμμα, ίχνος).

Otydlighet, αφάνεια, ή. ασάφεια, ή. ο. adj).

Otyg, γοήτευμα, μαγγάνευμα, τό. κακόν τι.

Otyglad, αχαλίνωτος, 2 (eg.), ακόλαστος,
ακρατής, 2 (oeg.).

Otymplig, «/ρο^ος, 2. δυσχερής, 2. σκαιός,
3. αδέξιος, 2. άφυής, 2.

Otymplighet, αγροικία, ή. σκαιότης, ή.
ά-qr>i/i’«, jJ.

Otålig, ου καρτερικός, 3. ορμητικός, 3, οξύς,
3, 3 (häftig).: bli ο., χαλεπαίνειν. ά-

χθεσθαι.

Otålighet, ορμή, ή, όξύτης, ή, χαλεπότης,
ή (häftighet).: m. ο. bära, fördraga, χαλεπώς 1.
βαρέως φέρειν.: m. ο. afvakta, καραδοκείν.

Otäck, βδελυρός, 3. βδελυκτός, 3. αισχρός, 3.

Otäckhet, βδελυρία, ή. αίσχος, τό.

Otäckt, άστεγαστος, 2.

Ο tämjd, αδάμαστος, 2. άτιθάσε υτος, 2.
ανήμερος, 2. ου μεμαθηκώς Ιππεύειν (oinriden),
άρμα άγειν (oinkörd).

Otämjelig, se Obändig.

Otänkbar, άδιανόητος, 2. άλογος, 2.
άτο-πος, 2. αμήχανος, 2. άδύνατος, 2.

Otänkbarhet, άνεπινοησία, ή. άτοπία, ή. ο.
gm adj.

Otät, se Gisten, Gles, Söndrig.

O törs tig, ού δίψων, ώσα, ών. άδιψος, 2.:
dricka sig ο., άδην πιεϊν. Εμπλησ&ήναι πίνοντα.

Oumbärlig, άναγκαϊος, 3.

Oumbärlighet, άνάγκη, ή. τό άναγκαϊον.

Oumgängsam, se Osällskaplig.

Oundersökt, άνεξέταστος, 2. αβασάνιστος,
2. άν{εξιέλεγκτος, 2. άκριτος, 2.

Oundgänglig, άφυκτος. 2. άναγκαΐος, 3· —
det är oundgängligen nödvändigt, πάσα άνάγκη
(Εΰτί). παντελώς δεϊ.

Oundgänglighet, άνάγκη, ή.

Oundviklig, άφυκτος, άνέκφευκτος, 2.
ά-διάδραστος, 2. είμαρμένος, πεπρωμένος, 3.
αναγκαίος, 3.: det ο. ödet, τό ειμαρμένον.

Ouppbrukad, se Oodlad.

Ouppbruten, άλυτος, άδιάλυτος, 2 (om bref
ο. d). κλειστός, κεκλεισμένος, 3.: lemna [ett bref
o:t, μή λύειν τήν Επιστολήν 1. τήν σφραγίδα τής
Επιστολής.

Ouppfunnen, άνεξεύρετος, 2.

Ο uppfylld, ατελής, 2. άπρακτος, 2.
Εσφαλμένος,, 3. κενός, 3 : ett ο. hopp, άτελής 1. κενή
Ελπίς.: bli ο., ούκ άποβαίνειν. ούκ άποτελεϊσθαι.:
ngt blir ο. f. mig, αποτυγχάνω, ατυχώ, άμαρ-

τάνω, σφάλλομαι, ψεύδομαι τίνος.: lemna ett
löfte ο., ουκ άποδούναι, ούκ Εκπληρώσαι,
ψεύ-δεσθαι ύπόσχεσιν. ett fördrag, Εκλιπεϊν
συνθή-κην. ett hopp, ουκ Εκπληρώσαι Ελπίδα.

Ο up pgj ο r d, άπρακτος, 2. οΰχ αΟμολογημένος, 3.

Oupphinnelig, ανέφικτος, 2. ακατάληπτος,
2. ο. gm omskr., άδύνατος 1. ον ουκ έστι
κατα-λαβεϊν etc.

Oupphunnen, gm omskr., ου τις ούκ Εφίκετο
ο. d.: fig, se Ο uppfylld.: ngn blir ο., πάντας
άπολείπει τις.

Oupphörlig, άπαυστος, ακατάπαυστος,
α-διάπαυστος, 2. άληκτος, άκατάληκτος, 2.
άδια-άλειπτος, 2. συνεχής, 2. μηδέν Επισχών, ού
διαλιπών, ούσα, όν. —Adv., συνεχώς, άδιαλείπτως.
άεί κποτε). ο. gm διατελεϊν, διάγειν,
διαγίγνε-σ»9αι, ού διαλείπειν m. part.

Oupplyst, 1) eg., άφώτιστος, 2. 2) fig.,
απαίδευτος, 2, αμαθής, 2 (om pers.), άσαφ ής,
2 (om saker).: jag är ännu o., huruvida, έτι
αγνοώ, ούπω μεμάθηκα 1. οίδα, εϊ.: det är ο.,
ασαφές Εστίν.

Ο u ρ ρ 1 ö s 1 i g, άλυτος, άδιάλυτος, ακατάλυτος, 2.

Ouppmärksam, απρόσεκτος, 2. ού προσέχων,
ουσα, ον (τον νούν). άνεπίστατος, 2. αμελής, 2.

Ouppmärksamhet, απροσεξία, ή.
άνεπι-στασία, ή. αμέλεια, ή.

Ouppodlad, se Oodlad.

Ouppstigen, ούπω Εξαναστάς 1. ανεγερθείς.

Ouppsåtlig, άπροβούλευτος, 2.
ανεπιτήδευτος, 2. άπροαίρετος, 2. ακούσιος, 2.: s. gör ngt,
ouppsåtligt, άκων, ουσα, ον.

Ouppsåtlighet, άπροβουλία, ή.
άπροαίρε-σία, ή. ο. gm adj.

Oupptagen, se Obesatt, Ledig.

Oursäktlig, άναπολόγητος, 2. απαραίτητος}
2. Jfr Oförlåtlig.

Outdelad, αδιανέμητος, άνέμητος, 2.

Outforskad, άνεξέταστος, 2. άνερευνητος,
αδιερεύνητος, 2. αβασάνιστος, 2.

Outförbar, άμήχανος, 2. άτέλεστος, 2.
αδύνατος (ποιεϊν), 2.

Outförbarhet, άμηχανία, ή. τό άμήχανον.

Outgifven, άν έκδοτος, 2.

Outgrundlig, άνεξέταστος, άδιεξέταστος, 2.
ανεξερεύνητος, άδιερεύνητος, 2. άν(εξ)έλεγκτος, 2.

Ο ut hyrd, άμίσθωτος, 2.

Outhärdlig, se Odräglig.

Outplånlig, άνεξάλειπτος, 2. άνέκπλυτος, 2.
άδιάφθαρτος, 2,

Outransaklig, se Outgrundlig.

Outredd, se Oförklarad.

Outrotlig, άνεκρίζωτος, 2. άδιάφθαρτος, 2.

Outslitlig, άρρηκτος, 2.

Outsläcklig, se Osläcklig.

Outsäglig, ανέκφραστος, 2. άρρητος, 2. Se
Obeskriflig.

Outtröttlig, άκοπος, 2. ακάματος, 2.
ακαταπόνητος, 2.

Outtömlig, άνέχλειπτος, 2. ανεξάντλητος, 2.

Outvecklad, άνεξέλικτος, 2. άτελής, 2.
απαίδευτος, 2 (om förmögenheter). Jfr Oförklarad.

O v ak t ad, αφύλακτος, 2. άβουκόλητος, 2.

Oval, ωοειδής, 2.

Ovalkad, άγναπτός, άγναφος, %

Ovan, άήθης, ασυνήθης, 2, ούχ εΐωθώς, νϊα,
ός (om pers. ο. saker), άπειρος, 2 (om pers.),

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0330.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free