- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
330

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - P - Paradisisk ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

330

Paradisisk — Pass.

χώρα, παράδεισο:, ό. 2) oeg., a) behaglig ort,
χωρίον πάγκαλον 1. χαριέστατον, τό. b) de
saligas vistelseort, al τών μακάρων νήσοι.

Paradisisk, πάγκαλος, 2. tfcfWroff, 3.
χα-ριέστατος, 3.

Paradox, παράδοξος, 2.

Paragraph, παράγραφος, tf (ss. tecken),
κώ-JLov, τό (ss. afdelning i en skrift).

Parallel, παράλληλος, 2. — Adv.,
παράλληλα. παραλλήλως, ίκ παραλλήλου.: draga ρ.,
παράλληλα τείνειν.: löpa ρ., ίκ παραλλήλου τείνειν.
-lelepiped, παραλληλεπίπεδον, το. -leilinie’,
παράλληλος [γραμμή), tf.: på en glob, κύκλοι oi
παράλληλοι. -lelogramm, παραλληλόγραμμον
σχήμα), τό. -lelställe, παρόμοιος ρήσις, tf.

Paralysera, ίκ-, παραλύειν. -lytipk,
παραλυτικός, 3. παράλυτος, 2.

Paraphras, παράφρασις, tf. Jfr
Omskrifning.

Paraply, tf τοιί ύετού σπέπη. τό άπό τών
ομβρων σπεπασμα. άντιβρόχιον, τό (Nygr.).

Parasit, παράσιτος, ό. βωμολόχος, ό.

Parasol, σκιάδειον, τό. σκιάς, άδος, tf.

Parcer, Μοϊραι, αι.

Pard, se Panther.

Pardon, συγγνώμη, tf.: bedja om ρ.,
παραι-τεϊσθαι τον βίον.: ge ρ., συγγνώμην εχειν τινί.
συγχωρειν τον βίον τινί. φείδεσθαί τίνος,
αΐδέ-σασθαί τινα (åt en brottsling).: få ρ.,
συγγνώμης τυγχάνειν. τό σώμα σώζεσθαι.

Parentation, -era, se Liktal.

Parenthes, παρενθήκη, παρένθεσις, tf.: i ρ.,
διά μέσου.

Parera, 1) afvärja hugg, άπο-, διακρούεσθαι
τήνπληγήν. 2) se under Vad. -ering, se Parad.

Parforce, βία. πρός βίαν. κατά 1. άνά
κράτος. -jagt, κυνηλασία,ή.: anställa ρ., κυνηλατεϊν.

Parfym, μύρον, τό. οσμή, tf. -era, μυρούν.
άλείφειν, χρίειν (m. salvor).: parfymerad,
μυρο-βρεχής, 2. άληλιμμένος, κεχρισμένος, 3.
-eri-bod, μυροπωλείον, -πώλιον, τό.

Park, παράδεισος, ό. άλσος (περιπάτοις
διει-λημμένον), τό. όρχάμη, tf.

Parlament, βουλή, tf. οι τού δήμου
ίπίτρο-ποι. συνέδριον τό 1. σύνοδος tf τών τού δήμου
Επιτρόπων, -s-akt, ψήφισμα (τών τού δήμου
Επιτρόπων), τό. -sledamot, βουλευτής, ού, ό.
εΐζ τών τού δήμου ίπιτρόπων.

Parlamentera, ίπικηρυκεύεσθαι, m. ngn,
τινί 1. πρός τινα, om ngt, περί τίνος, -tering,
έπικυρυκεία, tf. -tär, κήρυξ, κος. ό.

Pärm, ρ. hö, κύβος χόρτου, ό.

Parning, ζεύξις, ή. σύμμιξις, tf. συνδυασμός,
ό.: duglig till ρ., συνδυαστικός, 3.

Parodi, παρωδία, tf.: s. skrifver ρ.,
παρω-δός, ό : hörande till ρ., παρωδικός, 3. -iera,
παρωδείν.

Paroll, 1) se Lösen 2).: p:n går, utdelas,
τό σύνθημα παρέρχεται.: ρ: η har gått, är
utdelad, τό σύνθημα ήκει πάλιν άνταποδιδόμενον.
2) se Ord 3).

Paroxysm, παροξυσμός, ό.

Part, 1) se Del. 2) i en rättegång,
άντίδι-κος, ό. ol (δια)δικαζόμενοι 1. άντιδικούντες.

Parterr, ορχήστρα, tf, θέατρον, τό (intetdera
fullt mutsv.).: = åskådarne der, oi θεαταί. τό
θέατρον.

Parti, 1) faktion, anhang (förening af mskr
mot andra inom sma samhälle), προαίρεσις, tf
(ss. fullföljande vissa polit. grundsatser), εταιρεία,
-ία, tf (sällskap, klubb, ish. f. pol. syftemål)
στά-σις, tf (faktion af medborgare, s. står fiendtlig mot
en annan 1. andra), σύστημα, τό (hrje förening).:
ngns ρ., oi μετά τίνος, oi τά τίνος φρονούντες.:
vara af ngns ρ., είναι 1. εστάναι μετά τίνος,
συν-εστάναι τινί 1. μετά τίνος, φρονειν 1. πράττειν
τά τίνος, ίν τ5} τίνος μερίδι είναι.: omfatta ngns
ρ., ελέσθαι τά τίνος.: vara delad i p:r,
διεστά-ναι 1. στασιάζειν πρός άλλήλους.: vara med i ett
ρ., συστασιάζειν. 2) beslut, προαίρεσις, tf.
βουλή , tf.: taga ett ρ,, προαιρεϊσθαί τι. βουλεύεσθαί
τι.: jag har tagit mitt ρ. i dna sak, έγνωκα περί
τούτου.: icke veta hd p. man skall taga,
άπορεϊν, -σθαι.: det bästa ρ., τό βέλτιστov. 3)
fördel, nytta, χρεία, tf.: draga p. af ngt. άπολαύειν
(άπό) τινός, χρήσθαι τινι. 4) gifte, γάμος, ό.:
göra ett rikt ρ., άγεσθαι γυναίκα πλουσίαν. 5)
del, μερίς, ίδος, tf. μέρος, τό.: = roll, τά
τίνος. 6) obestämd mängd af ngt, πλήθος, τό.
αριθμός, ό· 7) i spel, παίγνιον, τό. 8)
(sällskapligt) samqväm, συνουσία, tf. = deltagarne,
οι συνόντες.: vi ha uppgjort ett ρ.,
ώμολογήκα-μεν περί συνουσίας.: tillställa ett ρ., ούλλογον
ποιεϊσθαί τών φίλων, συγκαλεί ν τους φίλους εις
συνουσίαν.: deltaga i ett ρ., μετέχειν τής
συνουσίας. είναι τών συνόντων.

Partianda, τό στασιαστικόν I. στασιωτικόν.

Partichef, στασιάρχης, στασίαρχος, ό.
ήγεμών 1. άρχων τής στάσεως 1. τών στασιωτών.

Participium, μετοχή, -tf. -pialt, μετοχικώς.

Partiel, gm κατά μέρος, ίκ 1. ίπί μέρους.

Partigängare, στασιαστικός 1. στασιωτικός
άνήρ. στασιώτης, ου, ό.: = partichef, se d. ο.

Partihat, τό τών στασιαζόντων μϊσος.

Partiifver, ζήλος, ό.

Partikel, μόριον, τό. προσθήκη, tf.

Partisk, οιϊκ ϊσος, 3. ού δίκαιος, 3. ούκ
ορθός, 3 (bl. om saker).: vara ρ. f. ngn, εύνοϊκώς
έχειν πρός τινα. χαρίζεσθαί τινι.: icke vara ρ.
f. ngn (om domare), ομοίως αμφοτέρων άκούειν.:
döma p:t, ούκ ορθώς κρίνειν 1. δικάζειν. παρά
τό δίκαιον τίθεσθαι τήν ψήφον.

Partiskhet, γνώμη ού δικαία 1. ούκ ορθή.
f. ngn, χάρις, τος, tf. εύνοια, tf.

Partisöndring, στάσις, tf.: fri fr. ρ.,
άστα-σίαστος, 2.

Parvis, (ζυγάδην). κατά ζεύγη, κατά δύο.
σύν-δυο.

Pascha, σατράπης, ου, ό. -likat,
σατραπεία, tf.

Pasquill, σκωπτικόν 1. χλευαστικόν γράμμα
1. ποίημα, τό. σίλλος, ό.: skrifva p:er m. ngn,
κατατοιχογραφεϊν τίνος, καταστηλιτεύειν τινά (i
eg. bet.).

Pass, 1) gmgång, υπερβολή, tf. πάροδος, tf.
πόρος, ό. διάβασις, tf. εισβολή, tf.: trångt ρ.,
στενά, στενόπορα, τά. στενοπορία, tf. στενωπός,
ό. πύλαι, al.: m. ett trångt ρ., στενόπορος, 2.
2) respass, σφραγίς, ϊδος, tf. σύμβολον, τό.
δίπλωμα, τό.: ha ρ. fr. ngn, σφραγίδα έχειν παρά
τίνος 3) se Pass g ån g.

Pass, ngt kommer mig till ρ., καιρόν έχει
μοί τι. ίν καιρώ 1. κατά καιρόν γίγνεταί μοί τι.:
komma väl till ρ., εις καλόν ήκειν. ίν καλώ

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0334.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free