- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
350

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - R - Raka ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

350 Raka

ρής, 2.: rörelsen, εύθυφορία, ή.: segla i r.
riktning, εύθυπλοεϊν. s. seglar, εύθύπλοος, 2.
seglingen, εύθύπλοια, : s. blåsor i r. riktning,
εύθύπνοος, 2.: r. växt, όρθοφυία, ή· s. har sdn,
όρθοφυής, 2. ha sdn, ορθοφ υεϊν.: s. står r.,
όρ-θός, 3.: r. ställning, όρθότης, ή.: i r.
ställning, όρθοστάδην.: bringa i sdn, (άν)ορθούν.:
ha sdn, όρθοστατεϊν. ορθόν έστάναι (χαθήσθαι
etc.) όρθουσθαι.: r. motsatsen, αυτό 1. παν
τουναντίον. — Adv., εύθύ (på ngt, τινός), χατ’
εύθύ. τήν ευθείαν. έπ’ ευθείας, εις τό ευθύ (τ.
fram, t. ex. βλέπειν). εύθύωρον. όρθήν. άντιχρυς.:
r. ut, από 1. έχ τού εύθέος. άντιχρυς.

Raka, 1) skägg e. hår, ξυρεϊν. Sedn. ξυράν.:
τ. sig, ξύρεσθαι. χείρεσθαι τόν πώγωνα. 2) kol
ο. d., σχαλεύεν. 3) intr., πίπτειν. φέρεσθαι.: τ.
emot, προσπταίειν. Se Falla.

Raka, σχάλευθρον, απάλαθρον, τό.

Rakare, se Barberare.

Rakdon, -tyg, χουριχά axεύη, τά.

Rakhet, εύθύτης, ή. εύΒυωρία, ή. όρθότης,
ή. Se Rak.

Rak knif, ξυρόν, τό. ξυρός, ό. μαχαιρίς, ίάος,
ή. χουριχή μάχαιρα, ή.

Rak η a, εύθύνεαθαι. όρθουσθαι. εύθύν, ορθόν
γίγνεσθαι χαλάσθαι (slakna). Se Rak.

Rakstuga, χουρεϊον, τό.

Ram, 1) infattning, χράσπεδον, τό. περιβολή,
ή.: infatta i r., περιλαμβάνειν χρασπέδω. 2)
tass, όνυξ, χος, ο.

Ram, adj., se Ren 2).

Rama, άρπάζειν τοις όνυξιν.

Ramla, (χατα)πίπτειν. αυμπίπτειν χαταρρεϊν.

Rammel, se Brak.

Ramsvart, se Korpsvart.

Rand, 1) se Kant, Brädd.: ända till, i
jemnhöjd m. r:n af ngt, ίσοχειλής, 2 (τινί). 2)
strimma, ράβδος, ή. γραμμή, ή.

Randa, ράβδους ποιεϊν.

Randglossa, γλώττα παραγεγραμμένη, ή.

Randig, ραβδωτός, 3.: grön-, hvit-r.,
διάχλω-ρος, διάλευχος, 2.

Rand ning, ράβδωσις, ή.

Rang, τάξις, ή. χώρα, ή. τιμή, ή. αξίωμα,
τό. άξίωσις, ή. αξία, ή.: högsta r:en, πρωτεϊον,
τό.: ha den, πρωτεύειν τιμτ\ 1. άξιώματι.
πρώτον είναι.: sträfva efter den, φιλοπρωτεύειν.: af
lika r., Ιαότιμος, 2. δμοιος (3) τήν τιμήν.: ha
hög r., έν πολλϊ} είναι τι μjj. έντιμον είναι, π
ο-λυωρεϊσθαι.: ha ugns r., έν χώρα τινός είναι, τήν
τάξιν τινός εχειν. τιμάαθαι ϊσα τινί.: icke ha
ngn r., έν ουδεμία χώρα είναι.

Rangera, διατάττειν. διατιθέναι. διοιχεϊν.
διαχοσμεϊν.: r. ngn bl. ngra, τάττειν τινά εις
τινας. Se Ordna.

Ranglig, se Gänglig.

Rangordning, τάξις, ή.

Rangtvist, ή περί τής πρωτείαζ φιλονειχία.:
vara i r. m. ngn, φιλοτιμεϊσθαι πρός τινα.
άμ-φιαβητεϊν τινι τής τιμής 1 προεδρίας.

Ranka, χλήμα, τό. οΐναρίς, ίάος, ή. ελιξ, χος,
ή.: skjuta rankor, έχχληματούσθαι

Ransaka, ζητεϊν. χρίνειν. άναχρίνειν.
(έξ)-ελέγχειν. βααανίζειν. διαγιγνώσχειν. έξετάζειν.

Ransakning, ζήτηαις, ή. χρίσις, ή.
άνάχρι-αις, ή. έλεγχος, ο. βάσανος, ή. διάγνωσις, ή.
έ-ξέτασνς, ή.: τ. f. domstol, äfv. δίχη, ή.: hålla r.

- Rationel.

m. ngn, άναχρίνειν, έξελέγχειν, βααανίζειν τινά,
om ngt, τί. χρίαιν, ελεγχον ποιεϊσθαι, βάσανον
λαμβάνειν τινός.

Ranson, se Lösepenning.

Ranunkel, βατράχιον, τό.

Rapa, έρυγγάνειν.

Rapning, έρυγή, ή. έρευγμός, έρυγμός, δ.
ερευξις, ερυξις, ή. έρυγμα, τό.

Rapp, se Flink.

Rapp, se Slag.

Rappa, se Slå, Kalkstryka.: r. sig, se
Skynda.

Rapphöns, πέρδιξ, χος, ό, ή. χαχάβα, ή.:
skrika ss. r., χαχχαβίζειν.: hörande till r.,
περ-διχιχός, 3.: s. jagar r., 7τερδιχοθήρας, ου, ό.

Rappning, χονίασις, ή. χονίαμα, τό.

Rapport, απαγγελία. ή. έπιστολή, ή. -era,
άπ—, είσαγγέλλειν. άναφέρειν. έπιατέλλειν.

Rar, se Sällsynt, Dyrbar.

Ras (race), γένος, τό.: af god, ädel r.,
γενναίος, 3. ευγενής, εύφυής, 2.

Ras, 1) nedstörtande, πτώσις, χατάπτωσις,
ή. πτώμα, χατάπτωμα, το’.: = det nedstörtade,
έρείπια, τά. 2) lek, (άχόλαστος) παιδιά, παίγνια,
ή. θόρυβος, ο.

Rasa. l)störta, (χατα)πίπτειν. συμπίπτειν.
(χατ)-ερείπεσθαι. 2) vara ursinnig, μαίνεσθαι. λυττάν.
παραφρονεϊν. δαιμονάν. 3) leka, (άχολάστως)
παίζειν. νεανιεύεσθαι. άχολασταίνειν. θορυβεϊν. —
rasande, μαινόμενος, 3. άφρων, 2. οίστρώόης,
2. περιμανής, 2 (alldeles r.). = förvänd,
narrak-tig, se d. oo.: göra r., se Raseri.

Rasera, (χατ)ερείπειν. χαθαιρεϊν.
χατασχά-πτειν.

Raseri, μανία, ή. λύττα, ή.: färsätta ngn i
r., μανίαν έμβάλλειν τινί. ποιεϊν τινα μαίνεσθαι.

Rasering, χαθαίρεσις, ή. χατασχαφή, ή.

Ra sig, άχόλαστος, 2. νεανιχός, 3. λαμυρός, 3.

Rask, ταχύς, 3, οξύς, 3, έλαφρός, 3,
άο-χνος, 2 (flink, hurtig), ένεργής, 2, δραστήριος, 2,
σπουδαίος, 3 (driftig, dugtig), θρασύς, 3,
άν-όρεϊος, 3 (modig, tilltagsen), εύρωστος, 2, ύγιής,
2 (till helsan). — Adv., ταχέως, οξέως, έξ
ετοίμου.: s. handlar r., ταχύεργος, 2.

Raska på, se Skynda.

Raskhet, σπουδή, ή. τάχος, τό. όξύτης, ή.
έλαφρότης, ή. ένέργεια, ή. τό δραστήριον. θάρρος,
τό. άνδρία, ή.: r. i handling, ταχυεργία, ή.

Rasp, ρίνη, ή.

Raspa, ρινάν.

Rast, -a, se Hvila.

Rastdag, -tid, ησυχία, ή. σχολή, ή.
άνά-παυλα, άνάπαυσις, ή : ha r., ήσυχάζειν. ήσυχίαν
άγειν. άνάπαυλαν λαβείν.

Rastlös, άσχολος, 2. ούχ άναπαυόμένος, 3.
άχάματος, 2.

Rastlöshet, άσχολία, ή.

Rata, άποβάλλειν. άποπτύειν. άπ-, διωθεϊσθαί
τι. ου δέχεσθαι.

Ratificera, se Stadfästa.

Ration, μοίρα, ή. μερίς, ίδος, ή.: r. af
proviant, σιτόμετρον, σιτομέτριον, τό. σιτηρέσιον,
τό. σιτομετρία, ή.: utdela, erhålla sdn,
σιτομε-τρεϊν, σιτο μετρ εϊσθ αι.: utdelningen, σιτομετρία,
ή. b) se Förhållande.

Rationel, λογιχός, 3. νοητός, 3. b) mathem.,
ρητός, 3 (mots. άρρητος, 2).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0354.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free