- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
361

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - R - Rusande ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

R u s a nde — Rykte.

361

Rusande, δρόμος, ό. φορά, ή.

Rusgifvande, gm part. præs., se Berusa.

Rusig, se berusad.

Rusk, συννεφεϊς ήμέραν, at. χειμών, ώνος, ό.:
det är r., συννεφεϊ. χειμάζει.

Ruska, se Qvist.

Ruska, se Skaka.

Ruskig, 1) om väder, χαλεπός, 3. τραχύς, 3.
συννεφής, 2. 2) i kroppen, κακώς έχων, 3.
νο-σώδης, 2. 3) till utseende, ρυπαρός, 3 (snuskig).
άηδής, 2 (vidrig), βδελυρός, 3 (otäck).

Ruskighet, χαλεπό της, ή. τραχύτης, ή. —
ρυπαρία, ή. άηδία, ή. βδελυρία, ή.

Russin, άσταφίς, σταφυλίς, ίδος, ή.: göra
till γ., σταφιδουν.

Rus sin vin, άσταφιδί της οίνος, ό.

Rusta, 1) hålla ryttare, Ιππέα τρέφειν
Ι.πα-ρέχειν. 2) göra tillrustningar, παρασκευάζει,
έ-τοιμάζειν.: om soldater, όπλίζειν. Εξ-,
καθοπλί-ζειν.: τ. sig till ngt, παρασκευάζεσθαι Επί, εις,
πρός τι 1. ώς m part.: τ. sig mot ngn,
παρα-σκενάζεσθαι πρός τινα. άντιπαρασκευάζεσθαι. Jfr
Till-, Utrusta. 3) se Larma. 4)seRuckla.

Rusthåll, άγρός ϊπποτρόφος 1. Ιππικός, ό.

Rusthållare, ιπποτρόφος, ό. Ιππέα τρέφων.

Rustkammare, οπλοθήκη, ή.

Rustning, 1) ss. handling, παρασκευή, ή.:
m. vapen, οπλισμός, ό. όπλισις, ή. 2) ss. sak,
σκευή, ή. σκεύη, τά. δπλισμα, τό.: full, tung r.,
πανοπλία, ή.: soldat m. tung r., οπλίτης, ου, ό.:
strida i full, tung r., όπλομαχεϊν.: s. strider,
o-πλομάχος, -μάχης, o.: stridandet o. dess konst,
οπλομαχία, ή.: m. lätt r., ψιλός, ό. γυμνής, ήτος,
o.: anlägga, påtaga r., Εξοπλίζεσθαι. Jfr
Harnesk.

Rust tjenst, Ιπποτροφία, ή. τό ιππέα τρέφειν.

Rustvagn, σκευοφόρον άρμα, τό.

Ruta. πήγανον, τό (vild, όρεινόν, odlad,
κη-πευτόν 1. ήμερον).: af τ., πηγάνινος, 3.
πηγανί-της, ό. -ίτις, ιδος, ή.: saften af r., πηγανϊτις
χολή, ή.: lik r., πηγανώδης, 2.: likna r.,
πηγα-νίζειν.

Ruta, τετράγωνον, τό. ρόμβος, ό.: =
fönsterruta, se d. ο.

Ruter, se Drift.

Rutig, τετράγωνος, 2. ρομβοειδής, ρομβώδης,
2. — άβακίου δίκην πεποικιλμένος, 3. —
ποικίλος, 3.

Rut olja, πηγάνου έλαιον, τό. πηγανέλαιον, τό.

Rutten, σαπρός, 3. μυδαλέος, 3.
(κατα)σεση-πώς, νια, ός. σαθρός, 3 (fig.)·: vara r.,
(κατα)-σεσηπέναι.

Ruttenhet, σαπρότης, ή.

Ruttna, (άπο-, κατα)σήπεσθαι. σαπρίζεσθαι.
(δια)μυδάν.: bringa att r., (δια-, κατα)σήπειν.
σαπρουν, -ίζειν.

Ryck, a) eg., se Ryckning, b) oeg.,
ορμή, ή. φορά, ή.: i ett r., μια όρμjj.

Rycka, 1) eg., τίλλειν (utrycka, om hår,
fjädrar o. d.). ελκειν. σπάν.: τ. till, åt sig,
άρπά-ζειν. άφαρπάζειν (fr. ngn), Εφέλκεσθαι.
περιβάλ-λεσθαι, σφετερίζεσθαι (bl. oeg.).: r. af, bort,
ut, o. s. v., se compp.: ryckas o. slitas,
διαπα-λαίειν. άψιμαχείν. διαπνκτενειν. om ngt,
περι-μάχητόν Εστί τι.: r. på hästen, tygeln, σπάν τον
ϊππον, τον χαλινό ν.: τ. på sig, r. till,
κινει-σθαι. σφαδάζειν. άλλεσθαι. πηδάν. άσπαίρειν. 2)

se Marschera, Tåga. — r. fram, in, ut
etc., se compp. af Tåga.

Ryckning, i kroppen, σπασμός, ό. σπάσμα,
τό. σφαδασμός, ό. παλμός, ό. άλμα, τό. F. öfr.
gm νν.

Ryckvis, χρόνον διαλιπών, ονσα, όν.

Rygg* a) ss· kroppsdel, νώτον, τό, mindre
ofta, νώτος, ό (i pl. bl. νώτα, τά).: hörande till
r., νωτιαίος, 3.: liggande på r., ύπτιος, 3.:
ligga, falla på r., ϋπτιον κατακεϊσθαι, καταπίπτειν.:
på ryggen (befintlig), Επινώτιος, 2.: bära på r:n,
Επί νώτον φέρειν. νωτοφορεϊν. νωταγωγεϊν.:
bärande på r:n, νωτοφόρος, νωταγωγός, 2.: binda
händerna på r:n, se Bakbinda.: lä:£ga händerna
på r.n, εις τούπίσω τάς χείρας άπ άγειν καί τφ
νώτω περιπλέκειν.: vända r:n, τό νώτον 1. τά
νώτα Επιστρέφειν 1. διδόναι. άποστρέφεσθαι.
τρέ-πεσ&αι.: i r:n, κατά νώτου 1. νώτον. όπισθεν.
Εξ-, κατόπισ&εν: hafva i r:n, όπισθεν έχειν.: laga
att man får ngt i r:n, όπισθεν ποιεϊσθαί τι.:
komma i fiendens r., όπισθεν γίγνεσθαι τών
πολεμίων. κατά νώτου γίγνεσθαι τοις πολεμίοις.: falla
ngn i r:n, όπισθεν, Εξ-, κατόπισθεν Επιτίθεσθαι 1.
Εμπίπτειν τινί. om en hjelptrupp, κατά νώτον
βοηθεϊν.: göra ngt i ngns r., λανθάνειν τινά
ποιουντά τι. λάθρα 1. κρύφα τινός ποιεϊν τι.:
hålla ngn r:n fri, παρεϊναι, παρεστάναι τινί.
προ-στατεύειν τινός, άσφάλειαν παρέχειν τινί.: till rygga,
se Tillbaka.: vika till r:a, (Επί πόδα)
άναχω-ρεϊν. ύποχωρεϊν.: lägga till r:a, se
Tillryggalägga. b) se Baksida.

Rygga, 1 ]intr., r. tillbaka, (ύπ)είκειν.
ύποχωρεϊν. άναχάζεσθαι. (άπο)τρέπεσθαι. oeg., φεύγειν*
άποδειλιάν. όκνεϊν. 2) tr., a) eg., en häst,
ά-νακρούειν. b) oeg., en förbindelse, se Bryta.

Ryggmerg, ραχίτης 1. νωτιαίος μυελός, δ.
αιών, ώνος, ό.

Ryggrad, ράχις, εως, ή. (νωτιαία) άκανθα,
ή.: midten af r:n, ράχετρον, τό.: hörande till r:n,
ραχιαίος, 3.

Ryggstöd, Επίκλιντρον, τό. b) fig.,
αποστροφή, άναφορά, ή (tillflykt). Επικουρία,
βοήθεια, ή (hjelp).: jag har ett r. i ngn, υπάρχει
μοί τις έφ>εδρος 1. βοηθός.

Ryggvärk, αι κατά τήν ράχιν άλγηδόνες.

Ryggvärn, τό όπισθεν 1. κατά νώτου έρυμα
1. σκέπασμα, jfr Ryggstöd.

Ryka, καπνιάν. άτμιάν. άτμίζειν. καπνόν
ά-ναδιδόναι, άναπέμπειν, άνιέναι.: det r:r,
καπνός γίγνεται, αναφέρεται, αίρεται.

Rykt, se Skötsel, Yård.

Ryktbar, δια-, περιβόητος, έκπυστος,
πολυθρύλητος, 2 (beryktad). Ελλόγιμος, 2. ονομαστός,
3. ένδοξος, ένδοξος, εύδοκιμος, 2. εύκλεής, 2.
έπίσημος, Επιφανής, 2. περίβλεπτος, 2. λαμπρός,
3. φανερός, 3.: bli r., διαδίδοσθαι.
διαθρνλεϊ-σθαι, διαβοάσθαι, εις άνθρώπονς Εκφέρεσθαι (bli
beryktad). Se vidare Berömd.

Ryktbarhet, εύκλεια, ή. δόξα, ή.
λαμπρό-της, ή. λαμπρόν όνομα, τό. ο. gm adj.

Rykte, 1) sägen, φήμη, ή, λόγος, δ. ακοή,
ή. θρούς, ό.: utsprida ett τ., διαδιδόναι,
διασπείρειν, κατασκεδαννύναι λόγον 1. φήμην. = föra
ut, Εκφέρειν λόγον.: vidt utbreda ett r.,
(δια)θρν-λεϊν φήμην.: det är ett allmänt r.,
(δια)θρυλεϊ-ται. (δια)τεθρύληται.: ett r. går, διέρχεται,
δια-δίδοται λόγος 1. θρούς. διαδίδοται φήμη. λόγος

46

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0365.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free