- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
363

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - R - Rådfråga ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Rådfråga — Räcka.

363

Rådfråga, συμβουλεύεσαι, κοινολογείσ&αι,
Επι-, άνακοινούσ&αί rrn περί τίνος, χρήσ&αί τινι
συμβούλω.: ett orakel, se d. o.

Rådföra sig, Rådgöra, se Föreg.: rådgöra
m. sig sf, se Råd 1).

Rådgifvare, συμβουλευτής, ov, ό. ό
συμβουλεύων, -εύσας. βουλευτήριος, δ. παραινετήρ, ήρος, 6.

Rådgifverska, σύμβουλος, ι/, ij
συμβουλεύουσα, -σασα.

Rådhus, βουλευτήριον, το’, a^flor, τό.
πρν-τανεΐον, τό.

Rådig, εύπορος, εύμήχανος, 2. μηχανικός, 3.
άγχίνους, 2.

Rådighet, εύπορία, εύμηχανία, ι?. ày^’-

Rådjur, <?ορκάί, £rcfoi\ ι}.: rådjurs-,
ί/ορκά-cTi*o$·, 3.: litet r., dfepxàdW, τό.

Råd lig, χρήσιμος, 3 ο. 2. πρός-, σύμφορος,
2. øtønj^of, 2. Επιτήδηος, 3 ο. 2. ασφαλής, 2.
ακίνδυνος, 2. : anse f. r:t, Jbx^aCw- ΛαραΜΊ*»*.
Επαινείν. άποδέχεσβ-αι.: det r:aste f. dig är att,
χάλλίοτ’ α»’ πράξειας, #ι. .· längre än r:t,
τιροσΐο-τερω τον χα*ρον..· det var icke r.t, att J, ovx
υμάς.: hkt icke var r:t, ovVéj> δέον.

Rådlös, άβουλος, 2. (βουλής) άπορος, 2.
αμ>ί-χανος, 2.: vara r., άπορειν, -σθαι. άμηχανείν.

Rådlöshet, αβουλία, ή. απορία, ή.
αμηχανία, ή.

Rådman, se Rådsherre.

Rådpläga, se Rådslå.

Rådplägning, βούλευσις, ή. βουλή, ή.
συμ-βουλία, συμβουλή, ή. κοινολογία, ή.: göra ngn
till deltagare i en r., σύμβουλον ποιεϊσ&αι 1.
πα-ρακαλεϊν τινα. παραλαμβάνειν τινά εις
συμβου-λίαν.: anställa en r., βουλήν προτι&έναι 1. ποιείν.:
hålla r., se Rådslå.

Rådrum, se Besinningstid.: = uppskof,
αναβολή, ή.

Rådsbeslut, βούλευμα, τό. βουλής ψήφισμα,
τό.: = betänkande, προβούλευμα, τό.

Rådsembete, βονλεία, ή.: innehafvas,
βου-λεύειν.

Rådsförsamling, se Råd 3).

Rådsherre, (συμ)βουλευτής, ού, δ. σύνεδρος,
δ. γερουσιαστής, ον, ό.: hörande till r.,
βουλευτικός, 3.

Rådslag, 1) se Rådplägning. 2) det s.
rådes, beslutas, βούλευμα, τό. βουλή, ή. γνώμη,
ή. ψήφισμα, τό (medelst röstning). Jfr Råd 2).

Rådslå, βουλεύεσ&αι (äfv. aet.). διαλογίζεσβ-αι.
βουλήν ποιεϊσθαι.: m. ngn om ngt,
συμβουλεύε-σ&αι, κοινολογεϊσθ·αι, άνακοινούσ&αί τινι περί
τίνος.

Rådstuga, se Rådhus.

Rådvill, vara r., άπορειν. από ρω ς εχειν.
άμηχανείν. δκνεϊν. άμφιχνοεϊν.

Råegg, τό τραχύ της ακμής.

Råg, βρίζα, ή. ζειά, ή.

Råga, ύπερεμπιπλάναι. Εκπιμπλάναι.

Råge, -a, τό (προσ)επιδιδόμενον 1.
Επιμετρον-μενον. Επίδοσις, ή. Επίμετρον, τό. τό περιττόν.:
till r. på olyckan, τό (1. o) δε εσχατον 1.
νπίρ-βάλλον τού κακού.

Råget, δορκάς &ήλεια, ή.

Rågranne, όμορος, πρόσχωρος, πρόσοικος, δ.

Rågång, se Gräns.

Råhet, ώμότης, ή (eg. ο, oeg.). bl. oeg., άπαι-

δευσία, ή. άγροικία, ή. άμα&ία, ή. άπειροκαλία,
ή. άγριότης, ή. τραχύτης, ή. χαλεπότης, ή. Se Rå.
Råk, se Yr åk.

Råk (af slagtade djur), Εγκοίλια, τά.
χολικές, αι.

Råka, 1) tr. (äfv. r. på), i v-, Επι-,
συντυγ-χάνειν τινί. ενρίσκειν, καταλαμβάνειν τινά.
άπαν-τάν τινι (möta). 2) hitta vägen, τήν όδον
εύ-ρίσκειν 1. εϊδέναι.: jag r:r icke, ούκ οϊδα 1.
εχω, δπy ιω. jfr Υ il se. 3) r. att, τυγχάνειν
m. part.: jag råkade säga, Ετύγχανον λέγων.: r.
vara närvarande, τυγχάνειν παρόντα,
παρατυγ-χάνειν. 4) r. i ngt, περιπίπτειν τινί. (εις-,
Εμ)-πίπτειν εις τι. περιτυγχάνειν τινί.: τ. ur ett
tillstånd i ett annat, μεταπίπτειν, περιστήναιεϊςτι.:
om sinnestillstånd, γίγνεσθαι διά τίνος (t. ex. διά
φόβου, οργής), κα&ίστασ&αι εις τι 1. εν τινι (εις
δέος, εχ&ραν, Εν διαφορά). Εκφέρεσ&αι εις τι (om
öfvergående sinnesrörelser).: r. i olycka, förderf,
glömska, förlägenhet, ngns våld, slagsmål o.s. v.,
se d. oo. jfr Falla. — r. ihop, περιπίπτειν
άλ-λήλοις. προς-, συμμιγνύναι άλλήλοις (i handgemäng).
προσκρούειν άλλήλοις (bli oense). — in i, ifr-,
Εμπίπτειν εις τι. — r. ut för, περιπίπτειν τινί.
εϊς-, Εμπίπτειν εις τι 1. εις τινας. συν-,
περιτυγχάνειν τινί. τυγχάνειν τινός. 5) råkas,
συν-τυγχάνειν, περιπίπτειν, άπαντάν άλλήλοις.
συγγί-γνεσ&αι, συνείναι (άλλήλοις).

Råkalf, -killing, δορκάδος τέκνον, τό.
δορ-κάδιον, τό.

Råkall, υγρός τε και ψυχρός, 3.

Råm, τά τών ιχθύων ωά.

Rårna, se Böla.

Råmfisk, S-ήλυς ιχθύς, o.

Råmjölk, πύος, ό. πνριάτη, ή.

Råmärke, se Gränssten.

Rån, βία και άρπαγή, ή. βιαία άφαίρεσις, ή.
— ληστεία, ή. Jfr Rof ν er i.

Råna, βιαζόμενον 1. βία άφαιρεϊν τινά τι.
συλάν τινα (τί). Jfr Röfva.

Rånare, ληστής, ού, δ. ο. gm part.

Rån ock, τέρ&ρον, τό.

Råskilnad, se Gräns.

Rasten, se Gränssten.

Råtta, μύς, ός, δ.: fånga r:r, μυο&ηρεϊν.

Råttbo, μυών νεοττιά, ή.

Råttfälla, μυάγρα, ή.

Råttfångare, μυο&ήρας, ου, δ.

Rått gift, μυοκτόνον (φ·άρμακον), τό.

Råtthål, μυωπία, ή.

Råttkrig, μυομαχία, ή.

Råtträck, μυόχοδον, τό. μυσκέλενδρον, τό.

Rå väder, υγρός τε και ψυχρός άήρ.

Råämne, se Rå 1) ο. Ämne.

Räcka, 1) tr. a) göra rak, (κατ,ευ&ύνειν.: τ.
sig, σκορδινάσ&αι (efter sömn), jfr Sträcka,
b) utsträcka (o. gifva), Εκ-, προτείνειν, δρέγειν
(τήν χείρα), παρέχειν. Επ-, ύπέχειν (t. ex. μαστόν).
διδόναι. Εν-, Επι-, παραδιδόναι 2) intr., a) nå,
sträcka sig, Εξικνεϊσ&αί τίνος 1. εις, πρός, Επί
τι. Εφάπτεσ&αί τίνος, δι-, κα&ήκειν εις, πρός,
Επί τι. Εκτείνεσ&αι μέχρι τινός.: så långt minnet
r.r, Εφ* όσον ή μνήμη Εφικνείται. jfr Nå,
Sträcka sig. b) i tiden, μένειν. δια-, καταμένειν.
stundom διαγίγνεσ&αι. διατελεϊν. ofta bl. εϊναι,
γίγνεσθαι (μέχρι τινός), c) vara tillräcklig,
άρ-χεϊν, Εξ-, διαρκείν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0367.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free