- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
380

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Sena ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Sena— Sid.

λην oxpiav.: komma f. s., όψίζειν. äfv.
ύστερί-ζειν.: blomma s., όψιανθεϊν (adj. όψιανθής, 2).:
s. född, όχρίγονος, 2.: gro s., όψιβλαστεϊν (adj.
όψιβλαστής 1· όχρίβλαστος, 2).: s. bära frukt,
oxpi-χαρπεϊν (adj. οψίκαρπος, 2).: så s., όψισπορεϊν.

Sena, τίνων, οντος, ό. τό.

Senap, νάπυ, νος, τό. σίναπι, «ως, τό.

Senapskorn, νάπυος ^όνοΓρος, ό.

Senapsolja, <τμ>«7ιτό.

Senapsplåster, νάπυος 1. civ άπ εως
κατά-πλασμα, τό.: lägga på s., σιναπίζειν.

Senare, οψιαίτερος, 3. -nast, όψιαίτατος, 3.

Senat, γερουσία, ή. βουλή, ή. σύγκλητος, ή
(vanl. = Senatus Rom.).: princeps senatus,
ßov-λαρχος, o.: hänskjuta till s:n, άναφέρειν πρός
τήν σύγκλητον.: väljas in i s:n, Εγκρίνεσθαι εις
γερουσίαν.; upplösa s;ns sammankomst, άφιέναι
βουλήν.

Senator, βουλευτής, ου, ό. γερουσιαστής, ου,
ο. συγχλητιχός, ό (ish. Rom.).: vara s., βουλεύβιν.

Senfull, νευρώδης, 2.

Senfärdig, οκνηρός, 3. βραδύς, εια, ν.
βρα-δύνων, ουσα, ον. άσύντονος, 2, άνβιμένος, 3
(slapp).: vara s., όκνεϊν. (άπορ)ραθυμεϊν.

Senfärdighet, οκνηρία, ή. όχνος, ό.
ραθυ-μία, ή. άνεσις, ή.

Sengrodd, όψιβλαστής, 2. όχρίβλαστος, 2.:
vara s., οψιβλαστειν.

Senig, νευρώδης, 2.

Senior, i en korporation, τών γερόντων εϊς.

Sensation, αϊσθησις, ή. αίσθημα, τό. Jfr
Uppseende.

Sensibel, -bilitet, se Känslig, -het.

Sen sådd, όχρίσπορος, 2.

Sentens, γνώμη , ή. απόφθεγμα, τό. ρήσις,
η. λεχθέν, έντος, τό. λεγόμενον, τό·: uttala en s.,
άποφθέγγεσθαι. —tios, γνωμιχός, 3.

Sentimental, ungef. Εμπαθής, 2.

Separat, κεχωρισμένος, 3. ίδιος, 3.

Separatfred, ϊδιαι σπονδαί 1. διαλλαγαί, αι.:
sluta s., ιδία ποιεϊσθαί σπονδάς.

Separatfördrag, ϊδιαι συνθήκαι, αι.: sluta
s., ιδίας συνθήκας ποιεϊσθαί.

Separatförhandling, ϊδιοι λόγοι, ol.

Separatist, αϊρετιχός, ό.

September, se Månad.

Seqvester, σύλη, ή 1. σύλα, τά. -era,
χα-τεγγυάν τι.

Seralj, ungef. γυναιχωνϊτις, ιδος, ή.

Serenad, Ερωτοπαίγνιον έσπερινόν, τό 1.
εσπερία θεραπεία ή δι’ ύμνου Ερωτικού 1. d.

Serie, se Rad.

Servera, παρατιθέναι τήν τράπεζαν 1.
τρα-γήματα. δεϊπνον παρασχευάζειν. -ering,
παρά-θεσις, ή. δείπνου παρασχευή, ή.

Servet, χειρόμαχτρον, τό.^Εκμαγεϊον, τό
(handduk).

Servis, Επιτράπεζος 1. Επιτραπέζιος χατασχευή,
ή. Επιτραπέζια σχεύη, τά.

Sesam, σήσαμον, τό (växten ο. frukten),
ση-σάμη,ή (växten).: af s., σησάμινος, 3. σησάμου.
οησαμίτης, ου, ό.

Sesambröd, άρτος σησαμίτης, ό.

Sesamkaka, πλαχονς (ούντος) σησαμίτης, ό.
σησαμούς, ούντος, ό.

Sesamkorn, σησάμου χόνδρος, ό.: beströdd
pa. s., Οησαμόπαστος, 2.

S e s a m ο 1 j a, σησάμου Ελαιον, τό.

Sesamrätt, σησαμή, ή. σησαμίς, ίδος, ή.

Session, εδρα, ή. συνεδρεία 1. -ία, ή.
συν-έδριον, τό. σύλλογος, ό.: ha s., ίδραν εχειν.
συνεδρεύειν.

Sex, εξ. ς’ (ss. siffertecken).: ett antal af s.,
εξάς, άδος, ή,: s. i sönder, χατά εξ.: s. gånger,
εξάκις.: af s. böcker, εξάβιβλος, 2.: anförare f. s.,
εξάδαρχος, o.: af s. drachmers värde,
έ£ώΙρα-χμος, 2.: af s. kotyler, εξαχοτνλιαϊος, 3:: af s.
bokstäfver, έξάσημος, 2.: af s. medimner,
έξμέ-διμνος, 2.: af s. alnar, εξάπηχυς, υ·: m. s.
händer, Εξάχειρ, ό, ή.: m. s. våningar, εξώροφος, 2.:
varande i s. månader, εξάμηνος, 2. διά μηνών
εξ.: s. månader gammal, εξαμηνιαίος, 3.
εξάμηνος, 2. ’έξ μηνών, μήνας εχων (ουσα) εξ.: tidrymd
af s. månader, εξάμηνος, o. - årig, εξαετής,
εξ-έτης, ό. εξαέτις, εξέτις, ιδος, ή. Ετών εξ. δι’ ’έξ
Ετών. έκτον ετ·ς άγων, ουοα. ετη εχων, ουσα.

Sexdubbel, -faldig, εξαπλάσιος, 3.
εξα-πλους, ή, ούν. — Adv., εξαπλή. εξαχή. εξαχώς.

Sex dubbla, εξαπλούν.

Sexfingrad, εξαδάκτυλος, 2.

Sexfotad, εξάπους, ουν, οδος. έξάπεδος, 2.:
s. vers, εξάμετρον (επος), τό.

Sexhjulad, Εξάχυχλος, 2.

Sexhundrade, 1) cardinale, εξακόσιοι, 3. χ’
(ss. siffertecken). 2) ordinale, εξακοσιοστός, 3.

Sexhörnig, -kantig, εξάγωνος, 2.

Sexhörning, -kant, εξάγωνον, τό.: bilda
en s., εξαγωνίζειν.

Sexpundig, εξάλιτρος, 2.

Sexradig, εξάστιχος, 2.

Sexroddareskepp, εξήρης, ου, ή.

Sexsidig, εξάπλευρος, 2.

Sexstafvig, εξασύλλαβος, 2.

Sextal, εξάς, άδος, ή.

Sextio, εξήκοντα. ξ’ (ss. siffertecken).: β.
tusende, εξακισμύριοι, 3. εξ μυριάδες, αι.: s.
gånger, έξηκοντάκις. -årig, εξηκονταέτης, -τούτης,
ό. έξηκοντούτις, ιδος, ή.

Sextionde, εξηκοστός, 3.: på s. dagen,
εξη-κοσταϊος, 3.

Sextiotal, έξηκοντάς, άδος, ή.

Sexton, εκκαίδεκα. ις’ (ss. siffertecken).: s.
tusende, εξακισχίλιοι καί μύριοι.: s. gånger,
εκκαι-δεκάκις.: tid af s. år, εκκαιδεκαετηρίς, ίδος, ή.:
af s. stadier, Εκκαιδεκαστάδιος, 2.: af s. talenter,
εκκαιδεκατάλαντος, 2.: af s. alnar,
εκκαιδεκά-πηχυς, υ. -årig, έκκαιδεκαέτης, -δεκέτης, ου, ό.
εκκαιδεκέτις, ιδος, ή.

Sextonde, εκκαιδέκατος, 3. δέκατος έκτος 3.
ίκτος Επί δέκα : en s. del, Εκκαιδεκατημόριον, τό.

Sextonroddare, εκκαιδεκήρης, ους, ή.

Sextusend, εξακισχίλιοι, 3. ,ς (ss.
siffertecken).: den sextusende. Εξακισχιλιοστός, 3.

Sexvinklig, εξάγωνος, 2.

Si, ιδού. ήν ιδού.

Siare, μάντις, εως ό. είκαστής τών γενησομέ
ν ων, ό.

Siareblick, εύστοχία, ή. άγχίνοια, ή.

Siarekonst, μαντική, ή.

Sibylla, Σίβυλλα, ή. -llinsk, Σιβύλλειος,
2. Σιβυλλιακός, 3. : s:a böckerna, βίβλοι αι
Σι-βύλλειοι 1. Σιβυλλιακαί. (γράμματα) τά Σιβύλλεια.

Sickel, σίγλος 1. σίκλος, ό.

Sid, om kläder ο, d., βαθύς, tia, ν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0384.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free