- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
390

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Skandal ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

390

Skandal — Skattebidrag.

Skandal, σκάνδαλον, τό (Ν. T., K. F., se
Lex ). αισχύνη 1· αϊσχρότης είς τήν πόλιν 1. τούς
ανθρώπους έκφερομένη, ή. 1. d.

Skandera, ρυθμίζειν. μέτρω διελεϊν 1.
δια-λαβεϊν.

Skänk, σκέλος, τό.

Skans, χαράκωμα, τό. χάραξ, ακος, ό.
£ρυ-μα, τό. περιτείχισμα, τό.: uppsätta 1.
uppkasta en s., χαράκωμα βάλλεσθαι. έρυμα τειχίζειν,
-σθαι, περιβάλλεσθαι. περιτειχίζειν.
χαρακοποιεϊ-σθαι (Sedn.).

Skansarbete, ταφρεία και χαράκωσις, ή.

Skansgräfning, χαρακοποιία,
χαρακοβο-λία, j) (Sedn.). χαράκωσις, περιτειχισμός, ό.

Skanskorg, οπαλίων, ωνο?, ό. φορμός, ό.

Skanspåle, se Palissad.

Skansverk, άποτείχισμα, τό. (περι)σταύρωμα,
χαράκωμα, τό.

Skapa, ποιεϊν. δημιουργεϊν (dana).
(α7ΐ)«ρ)/ά-ζεσθαι (tillvägabringa, färdiggöra). φύειν,
γεν-νάν (afla, fostra), κτίζειν (grundlägga).: ej vara
skapad till ngt, oJ πεφυκέναι πρός τι 1. m. m/. :
han är skapt derför, (fj) πέφυκε πρός τούτο.:
skapad till fältherre, tuV (ΤΓρατ^ό?.: vara s:d,
(egnad) f. ngn, οίκεΐως έχειν τινί. — skapad,
γεννητός, 3.

Skapande, γέννηαις, ή. ποίησις, ή. κτίσις, jf.
παρασκευή, äfv. gm vv.

Skapare, δημιουργός, o (om
verldsframbrin-garen). δ φύσας (aflare, fostrare), πατήρ, τρό?, ό
(t. ex. τ>7Γ ρητορικής, τής φιλοσοφίας, ο. d ).
ίνρί-Tijc, οί, ό. ό «ίρων, oVros" (uppfinnare), κτίστης,
ου, δ. πρώτος εύρών 1. ποιήσας 1. κατασκευάσας
1. κτίσας 1. εϊσηγησάμένος, δ.

Skapelse, 1) verldens daning, γένεσις τού
κόσμου 1. τών πάντων, ή. 2) frambringande,
τό γεννάν 1. φύειν. γέννησις, ή. κατασκευή, ή.
δημιουργία, ή. γένεσις, ή. 3) åstadkommen sak,
γέννημα, τό. ποίημα, τό. πλάσμα, τό. εύρημα,
τό. 4) allt hd skapadt är, τό ολα. πάντα τά
υπάρχοντα 1. πεφυκότα. κόσμος, ό. φύσις, ή. äfv.
γένεσις, ή.

Skapelsedag, ήμερα ή τής γενέσεως.

Skaplynne, se Sinnelag ο. Lynne 1).

Skapnad, μορφή, ή. μόρφωμα, τό. φύσις,
ή. Jfr Gestalt.

Skara, ομιλος, ό. όχλος, ό. πλήθος, τό.
ά-γέλη, ή. σύστημα, τό.: en s. ryttare, ιππέων ϊλη
1. τάξις, ή 1. τέλος, τό.: i s. 1. s:or, άγεληδόν.
ϊλαδόν. κατ’ ιλας. αθρόος, 3. άγελαίος, 3.

Skare, άκρα χιών ή συμπεπηγυία. πάχνη ή
χιόνος 1. d.

Skärf, 1) tillsatt stycke, πρόσθεμα, τό. τό
προσραφέν, έντος 1. προσερραμμένον. 2) se F ο
g-ning 2).

Skarfva, προσ-, συρράπτειν. προστιθέναι.

Skarlakan, 1) ss. färg, κόκκος, ό.
κόκκι-νον (χρώμα), τό. ύσγινον, τό. πρίνου άνθος, τό
(poet.). 2) ss. tyg, ύσγινοβαφές 1. κοκκοβαφές 1.
κόκκινον (ϊμάτιονι, τό.; klädd i s , κακκοβαφή 1.
υσγινοβαφή άμπεχόμένος, 3.

Skarlakansek, πρίνος, ου, ή.

Skarlakansfärg, se Skarlakan 1).

Skarlakansfärgad, -röd, κόκκινος,3.
κοκ-κοβαφής, 2, κοκκινοβαφήςt 2. ύσγινοβαφής, 2.:
vara s., κοκκινίζειν.

Skarp, 1) eg., οξύς, tia, ti (om egg, spets,

luft, ljus, ljud, samt i afs. på smak o. lukt).
δριμύς, εϊα, ύ (i afs. på smak o. lukt), πικρός,
3 (i afs. på smak), τμητικός, 3 (bitande),
τραχύς, εϊα, v (om yta).: s. köld, δριμύ ψύχος 1.
κρύος, τό.: s. stämma, φωνή διάτορος, ή.: m.
s. udd, δξύκεντρος, 2. 2) oeg., om sinnen ο.
själsförmögenheter, οξύς, 3. δριμύς, 3. άκριβής, 2
(i forskning).: s. syn, se Skarpsynthet.: s.
hörsel, όξυηκοΐα, ή.: ha s. hörsel, δξυήκοον
είναι.: s. ton 1. accent (gramm.), ή όξεϊα (sc.
προσωδία).: m. s. ton 1. accent, όξύτονος, 2.: s:t
förstånd, se Skarpsinne. 3) hård, sträng,
απηνής, 2· πικρός, 3. βαρύς, εϊα, ύ. χαλεπός, 3.
δεινός, 3. τραχύς, 3. — Adv., οξύ. άκριβώς.
τρα-χέως. χαλεπώς.: se, tänka s., βλέπειν, νοεϊν οξύ.:
förfara s. mot ngn, χαλεπώς προσφέρεσθαί τινι.:
s. tilltala ngn, τραχέως προσφωνεϊν τινα.: s. vaka
öfver lagen, άκριβώς φυλάττειν τόν νόμον.

Skarpkantig, δξυγώνιος, 2.

Skarp η a, όξύνεσθαι. πικραίνεσθαι. δξύν,
δρι-μύν, πικρόν γίγνεσθαι.

Skarprättare, δημόσιος, δήμιος, δη μόκο
ι-νος, ό.

Skarpsinne, άγχίνοια, η. δξύτης (φρενών),
ή. εΰξυνεσία, ή. εύστοχία, ή. τό άκριβές(τής γνώμης).

Skarpsinnig, οξύς, εϊα, ύ. άγχίνουζ,2.
ευ-ξύνετος, 2. εύστοχος, 2. άκριβής, 2 (noga), o|iif
τήν γνώμην.

Skarpsinnighet, se Skarpsinne, äfv. τό
άγχίνουν είναι, τό συνοπτικόν.

Skarpsynt, 1) eg., όξυωπής, 2. δξυωπός, 2.
οξυδερκής, 2. δξυβλέπτης, ου, ό (Lex).: vara s.,
δξυδερκεϊν. δξυβλεπτεϊν. οξύ βλέπειν. όξυωπεϊν. 2)
se Skarpsinnig.

Skarpsynthet, όξυωπία, ή. οξυδέρκεια, ή.
όξυδορκία, ή. όξυβλεψία, ή. Jfr Klarsynt.

Skarpvinklig, δξυγώνιος, 2.

Skarpvinklighet, δξυγωνία, ή.

Skata, κίττα, ή.: låta som ens., κιτταβίζειν.

Skatt, 1) penninge- 1. i allmht
förmögen-hets-samling, θησαυρός, δ. χρήματα τά
ύπάρ-χοντα 1. (άπο)κείμενα.: statens s:er, τό δημόσιον,
χρήματα τά δημόσια, γάζα, ή (kunglig).: gräfva
s:er, άνορύττειν, άναιρεϊσθαι θησαυρούς·: samla
s:er, συνάγειν, συλλέγειν, άθροίζειν θησαυρούς 1.
πλούτον. b) oeg., γαμέτης, ου, ο, γαμετή, η
(make. maka).: mins.! ώ φίλτατε. ώ φιλτάτη. ώ
φιλότης. 2) afgift, gärd, tribut, φόρος, δ.
δασμός, ό. άποφορά, ή.: pålägga ngn s.,
(έπι)τάτ-τειν φόρον τινί. φορολογεϊν τινα.: lemna s.,
διδόναι φόρον. δασμόν (άπο)φέρειν, άποδιδόναι,
ά-πάγειν. δασμοφορεϊν. φορολογεϊσθαι.: taga upp
s., (είσ)πράττειν τόν φόρον (af ngn, τινά 1. παρά
τίνος). 3) beskattningsafgift, utlagor, τέλος, τό
(till staten, i allmht). φόρος, ό, άποφορά, ή
(fastighetsskatt). εισφορά, ή (förmögenhetsskatt, extra
s.). έπίδοσις, εως, ή (frivillig, bevillning),
συντέλεια, ή (gemensam s., af kommun, korporation
o. d). jfr äfv. Arrendeafgift.: betalas.,
(ύπο)-τελεϊν φόρον. εϊσφέρειν. συντελεϊν.: indrifva s.,
τελωνεϊν. (εϊσ)πράττειν τέλος, jfr 2).

Skatta, 1) betala skatt, uppbära skatt, se
Skatt 2) o. 3).: s. en bistock, σμήνη
(άπο)βλίτ-τειν. 2) värdera, anse, se Akta 1) c) o. Anse.

Skattdragande, δασμοφόρος, 2.

Skattebidrag, εισφορά, ή. έπίδοσις, ή.
συντέλεια, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0394.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free