- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
392

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Skeppa ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

392

Skeppa — Skifva.

της, Επιβάτης, ου, o.r^föra 1. frakta ngt på s.,
ναυστολεϊν τι. Enl νεών 1. Ev ναυσίν άγειν τι.:
en expedition på s., ναυτικός στόλος, ό.:
befälhafvare 1. kapten på s., ναύαρχος, o.:
amirals-s., ναυαρχίς, kΡος, ή.: befäl öfver s.,
vav-αρχία, ή.: ha befäl öfver s., ναναρχεϊν. 2) i
kyrkor, ναός 1. νεώς, ό.

Skeppa, ναυστολειν (τι). Επι νεώς 1. Εν νηι
άγειν.

Skeppare, ναύτης, ου, ό. πλωτήρ, ήρος, ο.
ναύαρχος, ό (skeppskapten).

Skeppsbefälhafvare, ναύαρχος, ό.
τριήραρχος, ό (på krigsfartyg), ναύκληρος, ο (på
handelsfartyg, redare).

Skeppsbesättning, ναυτικόν, τό.
πληρώματα, τά.

Skeppsbord, τράφηξ, ηκος, ό. τοίχος ν τής
νεώς.

Skeppsbotten, τρόπις, ιάος ο. ίωί, ή.
άμ-φιμήτριον, τό.

Skeppsbro, -brygga, γέφυρα πλοίοις
Ε-ζευγμένη, ή. πλοία εϊς ζεύξιν τού ποταμού
άε&ε-μένα, τά. ζενγμα, τό. : slå en s. öfver en flod,
ζευγνύναι 1. γεφυρούν ποταμόν πλοίοις.

Skeppsbrott, ναυαγία, ή. ναυφθορία,
άλι-φθορία, ή (Sedn.).: lida s., ναυαγεϊν. ναυαγία
περιπίπτειν.

Skeppsbruten, ναυαγός, 2.

Skeppsbröd, ναυτικοί άρτοι, οι.

Skeppsbyggare, -byggmästare,
ναυπηγός, ό.: skicklig s., ναυπηγικός άνήρ, ό.

Skeppsbyggnad, ναυπηγία, ή. ναυπήγησις,
ή (Sedn.). κατασκευή ή τών νεών.: lämplig till
s., ναυπηγήσιμος, 2.: skicklig i s., ναυπηγικός,
3.: virke till s., ναυπηγήσιμα ξύλα, τά.

Skeppsbyggnadskonst, ναυπηγική, ή.

Skeppsdocka, se Docka 2).

Skeppsdäck, κατάστρωμα, τό. σανίάωμα, τό.

Skeppsfart, πλούς, ού, ό. ναυτιλία, ή.

Skeppsfolk, se Skeppsbesättning.

Skeppskapten, se Skeppsbefälhafvare.

Skeppskock, Εσχαρεύς, έως, ό.

Skeppsköl, τρόπις, ι&ος ο. fcu?, ή.: skepp
m. god köl, ναύς ϊκανώς τετροπισμένη, ή.

Skeppsladdning, -last, γόμος, ό.
φόρτος, ό. αγώγιμα, τά. νάύλον, τό. ναύλος, ό.

Skeppsredare, ναύκληρος, ό.

Skeppsskrof, σκάφος τό τής νεώς.

Skeppstimmer, ναυπηγήσιμα ξύλα, τά.

Skeppståg, κάλως, ω, ό. σχοινιά, ή
(ankartåg). τοπεια, τά (tackelt.). πούς, οάός, ό,
ύπέ-ρα, ή, χαλινός, ό, πρότονος, ό, άπόγεια,
Επί-γυα, πρυμνήσια, τά (om skillnaden, se Lex.).

Skeppsvarf, ναυπήγιον, τό. νεώριον, τό.

Skeppsvarfsfogde, νεωρός. ό.

Skeppsvrak, ναυάγια, τά.

Skeppsägare, ναύκληρος, ό.

Skick, 1) tillstånd, κατάστασις, ή. άιάθεσις,
η.: ngntings s., τά περί 1. κατά τι. jfr
Tillstånd. 2) behörig ordning, εύκοσμία, ή.
ευταξία, ή. εύθημοσύνη, ή.: sätta i s.,
κατευτρεπί-ζειν.: iakttaga s., εύτακτειν. 3) sätt att skicka
sig, τρόπος, ό (ofta pl.), παιΰεία, ή (vett,
uppfostran).: en man m. s., αστείος, κομψός,
εύ-τράπελος, ενπαίάευτος, εύ 1. καλώς πεπαιδευμένος
ανήρ, ό.: belefvadt s. , αστείος* τρόπος, ό.: utan
β., απαίδευτος, 2. 4) se Sed.

Skicka, 1) låta gå, resa o. d., πέμπειν. Εκ-,
άποπέμπειν (fr. ngt ställe). Επιπέμπειν (till ngt
mål). (άπο)στέλλειν (sända, t. ex. krigsmakt,
beskickning). till ngn, πρός 1. παρά τινα. mot
ngn, Επί τινα. till ett ställe, εις τινα τόπον.:
s. efter ngn 1. ngt, μεταπέμπεσθαί τινα 1. τι.
(προς)-καλεϊν τινα.: s. (bud) till ngn, πέμπειν πρός 1.
παρά τινα (άγγελον 1. πρέσβεις). Επιστέλλειν τινί
1. πρός τινα.: s. i 1. f. ngt ändamål, πέμπειν Επί
τινι (t. ex. Επι συμμαχία).: s. folk ut på
spej-ning, πέμπειν τούς προσκοπήσοντας (så ofta fut.,
f. uttrycka ändamålet 1. afsigten m. skickningen).:
s. åt olika håll, άιαπέμπειν (άλλον άλλ†], den ene
hit o. den andre dit).: hemligt s., ύποπέμπειν.
2) förfoga, Επιπέμπειν. νέμειν. Μόναι.: Gud s:ar
sådant, τοιαύτα νέμει θεός. 3) s. sig, a) se
Bete 2).: = uppföra sig väl, εύσχημονεϊν.
εύσχη-μοσύνρ χρήσθαί. άστεϊον, εύτακτον είναι 1.
παρέχειν εαυτόν, c) se Foga 3). d) passa sig,
impers., πρέπει, προσήκει, άει. άξιον 1. οικειον 1.
καλόν Εστιν. Εμμελώς 1. καλώς έχει. se f. öfr.
Passa 2).

Skickande, -ning, πέμψις, ή. αποστολή, ή.
heldst gm vv.

Skickelse, μοϊρα, ή. τύχη, ή. τό συμβάν,
άντος.ι gm Guds s., d-εία μοίρα. Εκ d-εού.

Skicklig, 1) som eger färdighet o. insigt,
άεξιός, 3, ευχερής, 2 (mera i yttre häns.).
έμπειρος, Επιστήμων, 2 (mera i inre häns., τινός, i
ngt), άεινός, σοφός, άγα&ός, 3. 2) duglig,
Επιτήδειος, 3. ικανός, άγα&ός, καλός, χρηστός,
δυνατός, 3.: göra sig s. till ngt, παρασκευάζεσ&αι
εϊς 1. πρός τι. — ofta gm derivationsändelsen
-ικός lagd till verbalstammen, t. ex. s. att
herr-ska, άρχικός, 3. 3) anständig, εύπρεπής, 2.
πρέπων, ουσα, ον. πρεπώάης, 2. εύσχήμων, 2.
καλός, 3. — Adv., 1) (ΐεξιώς. άεινώς. Επιστημόνως.
2) Επιτηάείως. ικανώς. καλώς. 3) πρεπόντως.
εύ-πρεπώς. εύσχημόνως. καλώς, κόσμω.

Skicklighet, άεξιότης, ή. άεινότης, ή.
ευχέρεια, ή. εύμηχανία, ή. Εμπειρία, ή. έξις, ή. 2)
Επιτηάειότης, ή. εύφυία, ή. 3) τό πρέπον, οντος.
εύπρέπεια, ή. εύσχημοσύνη, ή. τό κόσμιον.

Skida, 1) på växter, λοβός, ό. κέλυφος, τό.
2) på svärd, κολεός, ό. β-ήκη, ή.

Skidfrukt, όσπριον, τό. χέάροψ, οπος, ό.
έλ-λοβα, τά.

Skiffer, σχιοτός λί&ος, ·.

Skifferbrott, -tag, λι&οτομία σχιστών
λίθων, ή.

Skiffertafla, πίναξ (ακος) σχιστού λίθου, ό.

Skiffertak, στέγη 1. οροφή σχιστού λίθου, ή.

Skifta, 1) se Dela 1). 2) byta om, (di-,
μετ)αλλάττειν. μεταβάλλεσθαι. (άι)αμείβεσθαι.: s.
färg, άλλάττειν l. άιαφθείρειν τό χρώμα, άχρουν
γίγνεσθαι.

Skifte, 1) se Delning. 2) vexling,
(μεταλλαγή, ή. μεταβολή, ή. τροπή, ή.: årets 1.
årstidernas s:n, τροπαί αι Λ’ έτους 1. τών ώρών.:
lifvets s:n, τύχαι αι (Εν τω βίω). συμβάντα, τά.
συμφοραί. al. 3) i tiden, χρόνου περίοάος, ή.
4) teg, jordlott, χώρα, ή. κλήρος, ό.

Skifte vis, Εν-, παρ-, Επαλλάξ. Εν μέρει.

Skiftning, se Skifte 1) ο. 2).

Skifva, κύκλος, ό (rund), πλάξ, ακός, ή (platt
s., plåt), τόμος, ό. τέμαχος, τό (af bröd ο. d.).
äfv. τμήμα, τό. ηλατεϊον, τό (tafla).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0396.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free