- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
404

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Slinga ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

m

Slinga — Sluta.

Slinga, verb., se Fläta.

Slinga, subst., βρόχος, ό. αγκύλη, ή
(ränn-snara). Jfr Fläta.

Slingra, l)eg., σαλεύειν (om fartyg).: s. sig,
ελίττεσθαι, κολπούσθαι (om vatten, floder).
ϊλυ-σπάσθαι (om maskar, ormar), ελιγμούς ποιεϊσθαι.
2) oeg-, se Krumbugta 2).

S lin gr i η g, ελιξις, ή. ελιγμός, ό. 1. gm νν.

Slinka, 1) hänga lös, άνειμένως έχειν.: hänga
o. s., άνειμένον έκκρέμασθαι. 2) om tiden, s.
undan, λανθάνειν παριόντα, έξιόντα,
(παρ)οιχό-μενον, φεύγοντα. 3) försvinna under,
(ύπ)εκδύε-σθαι. Ικ-, διαφεύγειν.: han s:er ifr. mig,
άποδι-δράσκει με (φενγων).: det slank fram under hans
tal, λέγωρ Ιξέβαλε τούτο.: s. igenom, λανθάνειν
διελθόντα. 4) löpa i smyg, λανθάνειν έλθόντα,
ϊόρτα.: s. efter fruntimmer, λανθάνειν
θηρώμε-vop γυραϊκας.

Slinka, subst., εταίρα, ή. πόρρη, ή.

Slinta, όλισθάνειν.: s. ur handen,
νειν τής χειρός.

Slintning, όλίσθησις, ή.

Slipa, λεαίνειν (göra glatt). ξύειν, ξεϊν
(skrapa). θήγειν, άκονάν (hvässa).

Slipning, θήξις, ή. o. m. vv.

Slippa, άπαλλάττεσθαί τιρος. Ελεύθερον 1. έξω
γίγνεσθαι τίνος, έλενθερούσθαί τίνος, παύεσθαί
τιρος. ουδέν δει μοί τίνος.: s. undan, Ικφενγειν.
άποδιδράσκειν.: s. fram, διαδύεσθαι. διαπεράν.:
s. in, είσαφικνείσθαι. εισιέναι. δύνασθαι
εις-ελθεϊν. έξεστί τινι εισελθεϊν.: ej s. in, κατα-,
αποκλείε σθαι τής εισόδου.: låta s. in, εϊσαφιέναι.:
s. ut, δύνασθαι 1. εστίν Ιξελθείν. διαδύναι.: ej
s. ut, ένέχεσθαί τινι. εϊργεσθαι.: s. upp (om
hopsatta föremål), ρήγννσθαι.

Slipprig, 1) eg., ολισθηρός, 3. γλίσχρος, 3.
2) oeg., σφαλερός, 3. Επισφαλής, 2. ούκ
ακίνδυνος, 2. αισχρός, 3 (oanständig).: s:t tal, λόγοι
αισχροί 1. ούκ ευπρεπείς.

Slipprighet, 1) eg., τό όλισθηρόν.
γλισχρό-της, ή. 2) oeg., τό σφαλερόν.

Slipsten, θηγάνη, ή. άκόνη, ή.

Slisk, λίχνευμα, τό. χναύμα, τό.

Sliska, λιχνεύειν. τραγή ματα χναύειν.

Sliskig, ύπόγλυκυς, υ. άχρι κόρον 1. ές
κόρον γλυκύς, εϊα, ύ. γλίσχρος, 3.

Slita, 1) af, sönder, (διαρ)ρηγννναι. διαιρεϊν,
διασπάν. άια-, κατασχίζειν. (δια)σπαράττειν.
λα-κίζειν. κατασκύλλειν. 2) nöta (t. ex. kläder),
(καταρ)ρακονν. άπο-, κατατρίβειν. έκτρυχουν.:
sliten, κατατετριμμένος, 3. έκτετρνχωμένος, 3.:
sliten drägt, τριβών, ωνος, ό. τριβώνιον. τό. 3)
draga, rycka, ελκειν. σύρειν. σπάν.: s. ngn ifr.
ngt, άποσπάν τινά τίνος 1. άπό τίνος. 4) en
tvist, άιακρίνειν (om domare).: s. sins emellan,
διαλύεσθαι. διατίθεσθαι.: en ej sliten rättstvist,
άάίκαατος δίκη, ή. 5) lida, πάσχειν. άνέχειν.:
s. spö, ραβδίζεσθαι μαστιγούσθαι : s. en hund,
άεινά 1. δεινότατα πάσχειν. 6) s. sig lös ifr. ngt,
άπαλλάττεσθαί τίνος, άφίεσθαι, μεθίεσθαί τίνος,
άφίστασθαί τίνος. 7) slitas om ngt m. ngn,
άμ-φιϋβητείν τινί τίνος 1. περί τίνος, άμιλλάσθαί τινι
περί τίνος, διαγωνίζεσθαι τινί τι. φιλονεικειν πρός
τινα περί τίνος. έρίζειν τινί περί τίνος,
δικαιο-λογεΐσθαί τινι 1. πρός τινα περί τίνος (inför rätta).

Slitning, άπ ο τριβή, ή (nötning), διάσπασις,ή.
ακυλμός, ό. σπαραγμός, ό. ρήξες, ή.

Slockna, (άπο-, κατα)σβένννσθαι. äfv.
έκλεί-πειν. άμαυρούσθαι. oeg., (άπο)μαραίνεσθαε. Jfr
Koin a.

Slök, άπράγμων, ονος, ό (sorglös),
πανούργος, ό (skälm), άγροϊκος, ό (tölp). αγοραίος, δ
(dagdrifvare).

Sloka, 1) tr., καθιέναι. κατ α βάλλειν (t. ex.
τά ώτα). 2) intr. gm pass.: öronen s.,
καταβέ-βληται τά ώτα.

Slokig, καθειμένος, 3. καταβεβλημένος, 3.

Slott, se Borg ο. Palats.

Slottsfogde, φρούραρχος δ κατά τήν άκραν
1. έν τρ άκροπόλει.

Slottsträdgård, κήπος δ πρός τήν
άκρόπο-λιν 1. τά βασίλεια.

Slottsvakt, φύλακες οι έν τρ άκροπόλει.
φρουροί οι κατά τήν άκραν.

Slug, σοφός, 3. Se f. öfr. Förslagen, Klok,
Listig.

Slughet, se Förslagenhet, List.

Sluka, (κατα)βροχθίζειν. κατεσθίειν.
καταπίνε ιν. (έγ)κάπτειν. λαφύσσειν. άδηφαγεϊν (äta
glupskt). — slukande, αδηφάγος, 2.
πολυφά-γος, 2.: m. s. aptit, άδηφάγως.

Slummer, ύπνος, ο. (ύπviov, τό).

Slump, 1) tillfällighet, τύχη, ή. αύτόματον,
τό (Sedn.).: anse ngt vara s:ens verk, τύχης
έργον νομίζειν τι.: s:ens makt, τά τής τύχης.: ngn
gör, lider hd s:en ger vid hand, o τι άν τις τύχρ
(näml. πράττων), τούτο πράττει, ο τι άν συμβρ
ποιεί 1. πάσχει τις. 2) rest, λείψανον, τό.
λείμ-μα, τό. τό λοιπόν.

Slumpvis, άπό 1. έκ τύχης, κατά τύχην. τύχρ.
άπό 1. έκ ταύτομάτου. τυχόν.

Slumra, ύπνου τυγχάνειν. ν ν στάζε ιν.: oeg.,
άργεϊν. äfv. κεϊσθαι.

Slunga, σφενδονάν (kasta m. slunga),
(άφιέναι. βάλλειν. άκοντίζειν. ρίπτειν.: konsten att s.,
σφενδονητική, ή.

Slunga, σφενδόνη, ή.: kastarn, s., se Föreg.:
göra s:or, σφενδόνας πλέκειν.

Slungande, σφενδόνησις, ή.: skicklig i s.,
σφενδόνητικός, 3. σφενδονάν έπιστάμενος, 3.

Slungare, σφενδονήτης, ου, ό.

Slungsten, χερμάδιον, τό. χερμάς, άδος, ή.

Sluskig, άκοσμος, 2. άτακτος, 2. άνειμένος,
3. αμελής, 2.

Sluskighet, άκοσμία, ή. αταξία, ή.

Sluss, καταρράκτης, ου, ό. ύδρορρόα, ή.
κλι-σιάδες, ων, al.: s. m. portar, φράκτης, ου, ό.

Slut, τέλος, τό (om rum ο. tid), πέρας, ατος, τό
(om rum), τέρμα, τό (slutpunkt), τελευτή, ή (om
tid, omständigheter), διάνυσις, κατάλυσις, λήξις,
παύλα, ή, κατάπαυμα, τό (afslutning,
upphörande). καταστροφή, ή (utveckling), κορωνίς, ίδος,
ή (kronan på verket), άπόβασις, ή (utgång).: göra
s. på ngt, se Sluta I) 2).: yttersta s:et,
άκροτε-λεύτιον, τό.: s:et på ett tal, Επίλογος, o.: till s.,
vid s:et, τελευτών, άποπαυόμένος (t. ex. εϊπεν).
äfv. τέλος.: vid årets s., τελευτώντος τού έτους.
Jfr äfv. Slutsats.

Sluta, I) tr., 1) tillsluta, (κατα , συγ)κλείειν.
se f. öfr. Till-, Innesluta. 2) göra slut på,
περαίνειν τι. τελευταν τι. τελείν. τέλος 1. πέρας
Επιτιθέναι τινί. δια-, καταπράττειν (utföra,
gm-drifva). (κατα)παι’ειν (t. ex. πόλεμον, λόγον). δια-,
καταλύειν (t. ex. πόλεμον, έχθρας, λόγον, σύλλο-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0408.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free