- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
418

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Stata ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

418

Stata — Steg.

xai τάς τιμάς Iv no lei. oi Iv τοϊς πράγμασιν.

3) förteckning på statsembetsmännen, κατάλογος
τών iv τέλει. 4) lön in natura, σιτομετρία, ή.
5) prakt o. ståt, μεγαλοπρέπεια, ή. κόσμος, ό.
κόμπος, ο. καλλώπισμα, τό. 6) tillgångar,
ουσία, 37· τ<* όντα.: ge upp s:en, άπόφασιν τών
όντων ποιεϊσΒαι. Jfr Bankruttera.

Stata, μί/αλοπ^πώ? προίλ^ίϊτ.
καλλωπι^ε-ΰ&αι. λαμπρό ν φαίνεσΒαι.

Statik, ή στατική.

Station, σταΒμός, ό.

Stationera, καΒίζειν. Ιδρύειν.: β. sig,
στα-Βμεύειν.

Stationsvis, κατά σταθμούς.

Statist, på theatern, χωφόν πρόσωπον, τό.
δορυφόρημα, τό.

Statistik, Εμπειρία ή τών περί τήν χώραν
χαί περί τά πολιτικά.

Statsangelägenheter, τό
τ?$·πόλίω$(πρό^-ματα). τά περί τήν πόλιν. τά δημόσια 1. κοινά.:
lägga hand vid s., τά πολιτικά (πράγματα) 1. τό
τής πόλεως όιοικεϊν 1. πράττειν. τήν πόλιν
δι-οικειν.: deltaga i s., μετέχειν τής πόλεως, του
κοινού ΕπιμελεϊσΒαι. πολιτεύεσΒαι.: uppträda i s.,
δημηγορειν.

Statsarchiv, τό δημόσιον.

Statsbank, τό δημόσιον. δημόσια 1. κοινά
(χρήματα), τά.

Statsbehof, δημοσία χρεία, ή.

Statsbidrag, εισφορά, ή. λειτουργία, ή (se
Lex.).

Statsborgare, πολίτης, ον, ο.

Statsbrist, τό Ελλεϊπον τών δημοσίων 1. d.

Statsbrott, se Statsförbrytelse.

Statsembete, τέλος, τό (i allmht). άρχή, η
(högre). Επιμέλεια, ή (konstitutoriskt). διακονία,
ή (underordnadt). τιμή, ή (äreställe), λίΐτουργία,
ή (lönlöst hedersembete).

Statsform, πολιτεία, ή.

Statsfånge, ο δημοσία φυλαττόμένος, δ Εν
δημοσία φυλακή ών.

Statsfängelse, δημόσιον 1. κοινόν
δεσμωτήριον, τό. δημόσιον, τό.

Statsförbrytare, ό αδικών τήν πόλιν.
άδικος ό περί τήν πόλιν.

Statsförbrytelse, αδίκημα τό περί τήν
πόλιν. διάλυσις ή τον δήμου (se Lex.).

Statsförbund, σύμμαχοι 1. συμμαχίδες
πόλεις, αι.

Statsförfattning, se Konstitution 2).:
demokratisk s., se under Stat 1).

Statsförvaltning, διοίκησις, Επιμέλεια,
οικονομία ή τής πόλεως 1. τών κοινών.: öfvertaga
s:n, τήν τής πόλεως διοίκησιν παραλαμβάνειν.
ι-ivai έπί τά τής πόλεως 1. έπί τήν πολιτείαν.
ά-πτεσΒαι τής πολιτείας. Επιβάλλειν τοις κοινοί ς.
άντιλαμβάνεσΒαι τών πραγμάτων.: sköta s:en,
πράττειν τά τής πόλεως, τά κοινά, τά πολιτικά,
διοικείν τήν πόλιν 1. τά τής πόλεως, διαχειρίζειν
τά πράγματα.

Statsgrundsats, τό δίκαια τής πόλεως,
πολίτευμα, τό.

Statsgöromål, πολιτικά, τά. τά τής πόλεως.:
befatta sig m. s., se under Statsförvaltning.

Statshandlingar, δημόσια γράμματα, τά.
άναγραφαί, αι.

Statshemlighet, τό τών αρχόντων άπόρρητον.

Statshushållning, πολιτεία, ή. διοίκησις 1.
οικονομία ή τής πόλεως 1. τών κοινών, ταμίευσις
1. ταμιεία ή τών δημοσίων χρημάτων.

Statshvälfning, νεωτερισμός, ό. μεταβολή
ή τής πολιτείας.

Statsinkomster, πρόσοδοι αι τής πόλεως,
πόροι, oi. äfv. τό δημόσια, jfr τέλη, τά.

Statsintresse, ωφέλεια ή κοινή, τό κοινόν
άγαΒόν.

Statskassa, τό δημόσιον, τό κοινόν. τά
δημόσια 1. κοινά (χρήματα), πρόσοδοι, αι.: ingå till
s:n, δημόσιον γίγνεσθαι.

Statsklokhet, -konst, πολιτική, ή.
Εμπειρία ή τών πολιτικών.

Statskupp, πολιτικόν τόλμημα, τό.
πολίτευμα, τό. στρατήγημα τό 1. Επιβουλή ή περί τήν
πόλιν.: göra en s., πολιτικόν τι τόλμημα τολμάν.

St at si ag, νόμοι οι τής πόλεως.

Statslån, χρήματα δημοσία δειδανεισμένα, τά.

Statslära, se Samhällslära.

Statsmakter, δυνάμεις 1. άρχαί al Ev τρ
πόλει 1. τής πόλεως.

Statsman, πολιτικός (άνήρ), ό (i allmht).
ό Εν τοις πράγμασιν (ών), ό τά δημόσια 1. τό
κοινά πράττων, ό τών κοινών Επιμελούμενος (som
verkar ss. s.).

Statsmaxim, se Statsgrundsats.

Statsmedel, πρόσοδοι (τής πόλεως), ai.

Statsminster, se Minister.

Statsobligationer, -papper, δημόσιαι
συγ-γραφαί, al.

Statsreligion, τό περί τούς Βεούς Εν τρ
πόλει νομιζόμενα. τά Εν τp πόλει νομιζόμενα Βεϊα.

Statsrevolution, se Statshvälfning.

Stats ro der, μεγίστη άρχή, ή.: stå vid s:t,
κυβερνάν τήν πόλιν. άρχειν τής πόλεως.

Statsråd, 1) ss. kollegium, βουλή ή μεγίστη
1. ή άνω. 2) ss. medlem, βουλευτής, ού, ό. δ
μετέχων τής μεγίστης βουλής.

Statsrätt, δίκαια δημόσια, τά.

Statssak, 1) se Statsangelägenhet. 2)
se Statsförbrytelse, äfv. διάλυσις τού δήμου, ή.

Statsskuld, δημόσιον χρέος, τό.

Statsstreck, se Statskupp.

Statssystem, άμφικτύονες, oi, άμφικτυονία,
ή (se Lex.).

Statsutgifter, άναλώματα τό κοινά 1. τό
τής πόλεως, δαπάναι αι τής πόλεως.

Statsärende, se Statsangelägenhet.

Statuera, se Fastställa.: s. ett exempel
på ngn, παράδειγμα ποιεϊσΒαι τινα.
παραδειγμα-τίζειν τινά.

Statut, se Förordning.

Staty, se Bildstod.

Steg, 1) eg., βήμα, τό (äfv. ss. mått),
βάδισμα, τό.: s. för s., βάδην.: gå s. f. s.,
βαδί-ζειν. βάδην ίέναι, πορεύεσ&αι.: gå s. f. s.
tillbaka , έπί πόδα αναχωρεί v.: taga stora s.,
μεγάλα, μακρά (προ)βαίνειν. små s., βραχέα
βαί-νειν.: gå m. jemna s., εύρύΒμοις βήμασι
πορεύε-σΒαι.: ej gå ett steg ur huset, μηδέ τόν ετερον
πόδα προϊέναι Εκ τής οικίας.: följa s. f. s. efter
ngn, προσκεϊσΒαί τινι ϊόντι πανταχού καί μή
άπολείπεσ&αι. συνακολονΒεϊν, συμπαρομαρτεϊν
τινι. 2) på vagn, maskin, trappa ο. d., βάΒρον,
τό. ύποπόδιον, τό. (Επ)(ανα)βαΒμός, ό. 3) fjät,
στίβος, ό. ίχνος, τό. jfr Spår. 4) ljud af gående,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0422.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free