- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
423

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Straffare ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Straffare— Str&le.

423

Straffare, χολαστής, ζημιωτής, δ. o. part.

Straffbar, ζημίας, τιμωρίας άξιος, 3.
Επιζήμιος, 2. äfv. πονηρός, 3. ασεβής, άδικος, 2.: vara
s., ζημίαν οφείλει ν.

Straffbarhet, τό Ιπιζήμιον. äfv. πονηρία,
άσέβεια, αδικία, ή.

Straffdom, καταδίκη, ή. κατάκρισις, ή.

Strafflag, νόμοι οι περί τά αδικήματα.

Strafflös, se Ostraffad.

Sträf fi öshet, to άζήμιον. äfv. άδεια, ή.

Straffpåstående, έπιτίμημα, Επίγραμμα, τό.

Straffrätt, κόλασις, ή. κολάσεως Εξουσία, ή.:
ha s., κύριον είναι κολάσεως.

Straff summa, τιμή, ή. τίμημα, τό.
Επιτί-μιον, τό. äfv. ζημία, δίκη, ή.

Stram, Επιστρεφής, άτενής, σύντονος, 2.

Strand, δχθη, ή, χείλη, ών, τά (floders).:
hafvets, ακτή, ή (brant), αιγιαλός, ό (grund).

Stranda, δκέλλειν. Εξ-, Επ-, προσοκέλλειν (äfv.
ngn gång tr.). ναναγείν (lida skeppsbrott).

Strandgods, έκβολα (νεώς), τά.

Strandning, ναυαγία, ή.

Strandrätt, τά περί τούς ναυαγούντας δίκαια.

Strandsätta, 1) eg., τήν ναύν προσκρούειν.
äfv. προσοκέλλειν τήν ναύν 1. τό πλοίον. 2) oeg.,
bringa ngn i nöd, se under Nöd.

Strandvrak, se Strandgods.

Strapats, -era, se Ansträngning,
-stränga.

Strax, se Genast.

Streck, 1) se Lina, Tåg. 2) se Snara.
3) trakt, riktning, χωρίον, τό. οδός, ή. οίμος, δ
(poet.), jfr Malmstreck. 4) se Linea. 5) se
Knep.

Streta, se Bemöda sig.: s. emot,
άναχαιτί-ζειν. άντιτείνειν, άντερείδειν, άνθίστασθαι (τινί 1.
πρός τι), διαμάχεσθαί (πρός) τι 1. m. μή ο. inf..

Strid, βίαιος, σφοδρός, 3 (om en flod),
άδρομερής, 2 (om säd).: s:a tårar, θερμά δάκρυα, τά.

Strid, 1) fiendtlig sammandrabbning, μάχη,
ή. έργον, τό. άγων, ώνος, ό. συμπλοκή, ή
(handgemäng). άμιλλα, ή (täflings.). συμβολή, ή.:
regulier, ordentlig s., μάχη σταδία 1. ή συσταδόν.
Jfr Drabbning, Kamp, Slagsmål. 2) se
Krig. 3) se Oenighet, Tvist. 4) se Polemik.

Strida, 1) se Kämpa, Kriga. 2) vara
o-enig, se Oenig o. T vista. 3) ej öfverensstämma
m., s. mot, Εναντιούσθαί τινι. Jfr Motsäga 2).

Stridbar, μάχιμος, 2. πολεμικός, 3.
άν-δρείος, 3.

Stridig, 1) tvistande, αμφισβητών, ούσα,
άν-τιλέγων, ουσα (περί τίνος, i afs. på ngt).: s:a
parter, oi αντίδικοι, ol διαδικαζόμενοι. 2) se
Grä-lig. 3) omtvistad, άμφισβητήσιμος,
άμφισβήτη-τος, 2. αμφισβητούμενος, 3. άμφίλογος, 2.
άκριτος, 2. 4) motsatt, Ενάντιος, 3.

Stridsbuller, οπλών θόρυβος, ό.

Stridsfråga, άπόρημα, τό. άμφισβήτημα, τό.
ζήτημα, τό.: framkasta en s., Επάγειν, προτείνειν,
προτιθέναι ζήτημα, άπόρημα.

Stridsfält, μάχη, ή. πεδίον, τό. παλαίστρα,
ή (f. öfningar).

Strids färdig, παρεσκευασμένος (3) ώς είς
μάχην.

Stridskamrat, se Krigskamrat.

Stridskrafter, πολεμικαί δυνάμεις, αι.
παρασκευή, ή.

Stridskrift, Εριστική διατριβή, ή.

Stridslysten, πολεμικός, 3. φιλοπόλεμος, 2.
Jfr Grälig.

Stridslystnad, τό φιλοπόλεμον. Jfr
Grä-lighet.

Stridsman, se Krigare.

Stridsplats, se Stridsfält.

Stridsvagn, πολεμικόν άρμα, τό.
πολεμιστή-ριον (άρμα), τό.

Stridsyxa, πέλεκυς, εως, ό. σάγαρις, ή.

Strimma, ράβδος, ή (i allmht, äfv. ljuss.).
άκτίς, ίνος 1. βολή, ή (af ljus).: s. af blod,
σμώ-διξ, ιγγος, ή, μώλωιρ, ωπος, δ.

S trim mig, ραβδωτός, 3.

Stroph, στροφή, ή.

Stropp, τροπός, ό.

Struktur, se Bygjgnadss ätt,
Inrättning 2).

Strumpa, κνημίς πλεκτή, ή, 1. d. (okänd f.
de gamle).

Strunt, se Lappri.

Strupe, λαιμός, δ. βρόχθος, ό. λάρυγξ, γγος,
ό (struphufvudet), φάρυγξ, γγος, ή ο. υ (svalg,
strupmynning).: afskära s:en på ngn,
λαιμοτο-μείν τινα. ordspr.: knifven är på s:en, έπί ξυρού
ΐσταται ακμής.

Strut, συνειλιγμένον κάλυμμα, τό 1. d.

Struts, στρουθοκάμηλος, δ ο. ή. στρουθίων,
ωνος, δ. στρουθός ή μεγάλη.

Stryk, se Prygel, Slag.

Stryka, 1) tr., σμήν. χρήχειν. καταψήν \.
σαί-νειν 1. θέλγειν (t. ex. ϊππον, smeka).: s. ngt jemnt,
δμαλύνειν, όμαλίζειν, όμαλούν τι.: s. ngt ifr. ngt,
άποσμήν, άποχρήν, άπομάττειν τί τίνος 1. άπό
τίνος.: s. upp, ned håret på sig, άνα-, κατασπάν
τάς τρίχας.: s. m. färg, άλείφειν τί τινι (t. ex.
μίλτω).: s. ut, έξαλείφειν. διαγράφειν (ngt
skrifvet). 2) intr., φέρεσθαι (om vind, foglar,
kast-pjeser, o. d.).: s. öfver ngt, κατα^έρειν τινός.:
till ngt, καθικνείσθαί τίνος.: s. m. rakknifven
öfver hakan, καταφέρειν τινός τών γνάθων τό
ξυρόν.: s. omkring, άλάσθαι.

Strykande, σμήξις, ή. bäst gm vv. Jfr
Stråk 2).

Strykare, se Landstrykare.

Strykbom, -jern, όμαλιστήρ, ήρος, δ.
δμά-λιστρον, τό. όμαλίστρα, ή.

Strypa, (άπ-, δι)άγχειν. άπο-, καταπνίγειν.
άποστραγγαλίζειν.: s. sig, άπάγξασθαι. βρόχω
εαυτόν άποπνίγειν.

Strypning, πνίξις, κατάπνιξις, ή.

Strå, κάλαμος, ό. κάρφος, τό.

Stråk, 1) på instrument, χρούσις, ή. 2)
strykande fram ο. åter, vindens, ανέμου φορά, ή.:
foglars, πορεία ή τών ορνίθων.: af mskr,
πλήθος παρερχομένων 1. διαβαδιζόντων, τό.

Stråla, 1) eg., άκτινοβολείν. βάλλειν ακτίνας.
(άπο)λάμπειν. (άπο) στιλ β ειν. (άπ)αυγάζειν.
άπα-στράπτειν. 2) oeg., έκπρέπειν. λαμπρύνεσθαι.
λαμπρόν είναι. — strålande, άκτινοειδής, 2.
ακτινωτός, 3. στιλπνός, 3. λαμπρός, 3.

Strålbrytning, (άντ)ανάκλασις, ή.
άνακλα-σμός, δ.

Stråle, άκτίς, ινος, ή. αυγή, ή. βολή, ή.:
kasta s:ar, se Stråla.: s:arna bryta sig, al
ακτίνες άνακλώσι.ι reflektera s:arna, τάς άκτ ίνας 1.
αύγάς άνακλίνειν, άντανακλάν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0427.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free