- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
440

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Tala ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

410

Tala —Talförhet.

tryckta tankar, λόγος, o (ofta pl.), ρήσις, ή.^
λεχθέντα , τό.: talets form (stil), ή. λόγος,
ό.: oanständigt t., αισχρολογία, ή. αισχροί λόγοι
οί.: s. för sdnt, αϊσχρολόγος, ό.: föra sdnt,
al-σχρολογεϊν.: allvarligt, högtidligt t.,
σεμνολόγη-μα, τό. σεμνολογία, η. heldre, σεμνοί λόγοι. οί.:
s. för sdnt, σεμνολόγος, ό.: föra det,
σεμνολο-γεϊσθαι.: listigt, snärjande t., σοφίσματα, τά.:
flytande t., εύροια, ή.: t:t faller på ngt,
γίγνε-ται 1. έμπίπτει λόγος περί τίνος, ό λόγος περιήκει
εις τι.: rikta sitt t. till ngn, λέγειν πρός τινα.:
ngn riktar sitt t. till mig, λόγος γίγνεται παρά
τίνος πρός έμέ.: bringa t:t på ngt, λόγον
έμβάλ-λειν περί τίνος.: komma på sdnt t., εις
τοιούτους λόγους άφικνεϊσθαι 1. έμπίπτειν.: de
kommo till tals om ngt, εϊς λόγους ήλθον περί
τίνος.: t:t är icke härom, ον περί τούτων ό
λόγος.: falla i t:et, μεταξύ ύπολαμβάνειν 1.
ύπο-χρούειν (τόν λόγον). φθέγγεσθαι εις μέσον,
πα-ρεμβάλλειν λόγον.: falla ngn i t:t, ύποχρούειν
τινά.: hålla inne midt i t:t, μεταξύ λέγοντα
έπι-σχεϊν. 4) smnhängande föredrag, λόγος, ό.: t.
inför folket, όημηγορία, ή. άημηγορικός λόγος,
ό. πανηγυριχός (λόγος, festt. inför allmän
folkförsamling) ό.: öfningst., μελέτη, ή.: en rhetors
mönstert., ρητορεία, ή.: sorgfälligt utarbetadt,
fi-ladt t., λόγος άπηχριβωμένος 1. άποτετορν ευ μένος.:
affatta, utarbeta ett t., έξεργάζεσθαι, χατασχευόζειν,
συντιθέναι λόγον. μελετάν (öfnings-, skoltal).:
instudera ett t., (έκ)μελετάν, έκμανθάνειν, εις
μνήμην τίθεσθαι λόγον.: hålla ett t., λέγειν 1.
λόγους ποιεϊσθαι, inför ngn, πρός τινα 1. εις τινας
1. εν τισιν. συνείρειν λόγον (ett smnhängande t.),
inför folket, άημηγορεϊν. πανηγυρίζειν.: komma
af sig i t:t, (άια)ταράττεσθαι μεταξύ λέγοντα,
άιαπορεϊν λέγοντα.: afsluta ett t., τέλος έπιθεϊναι
λόγω. περαίνειν λόγον. 5) se Rykte.

Tala, 1) frambringa artikulerade ljud, φωνεϊν.
φθέγγεσθαι. λαλεϊν (prata, pladdra).: börja t.,
άρχεσθαι χρήσθαι Trj φωνβ. Ιέναι φωνήν (om
barn), ρήξαι φωνήν (om stumma o. barn, sedan
i allmht plötsligt börja t.).: lära t., μανθάνειν
τ$ φωνρ χρήσθαι. om djur, έθίζεσθαι
άνταπο-άούναι ρήματα (äfv. μανθάνειν λαλεϊν 1.
άιαλέ-γεσθαι).: kunna t., φωνήν έχειν, φωνήεντα εϊναι
(äga talförmåga).: t. Grekiska, έλληνίζειν (rj
φω-v$)’ τν ’Ελλήνων γλώτττ} χρήσθαι.: t.
långsamt , ήσυχαιτέρα τρ φωνρ χρήσθαι.: t. i näsan,
φθέγγεσθαι ύπό ρινών. 2) uttrycka tankar i
ord, λέγειν (έρώ, εϊπον, εϊρηχα, εϊρημαι,
έρρή-θην, ρηθήσομαι, εϊρήσομαι). λόγους ποιεϊσθαι.
φράζειν. άιαλέγεσθαι (öfver ngt, περί τίνος),
άγο-ρεύειν (offentligen f. en församling).; t. f. ngn
(till hs försvar), λέγειν ύπέρ τίνος, σνναγορενειν
τινί. άπολογείσθαι υπέρ τίνος : t. m. ngn,
dia-λέγεσθαί τινι 1. πρός τινα. έλθεϊν εϊς λόγους τινί.
dià γλώττης ϊέναι τινί. όμιλεϊν, προσομιλεϊν,
λόγους ουμβάλλειν τινί. συνάπτειν εϊς λόγους τινί.
λόγον προσφέρειν τινί. όιατρίβειν μετά τίνος. f.
att rådföra sig, άναχοινούσθαι, χοινολογεϊσθαί
τινι περί τίνος.: låta t. m. sig, λόγον didovai.
χρημάτιζε ιν τινί (ge audiens). = låta eig
öfver-talas, πείθεσθαι. εύπειθή, εϋπειστον εϊναι,: s.
låter t. m. sig, εύπροσήγορος, 2. εύπρόσοιΡος, 2
(lätt tillgänglig).: låta hvem s. vill t. m. sig,
παρέχειν εαυτόν τώ βουλομένω έντυγχάνειν.: jag
har ngt att t. m. ngn, έατι \μοι λόγος πρός τι-

να. άέομαι, χρρζω τινός.: önska t. m. ngn,
σνγ-γενέσθαι τινί χρβζειν.: t. väl, illa om ngn, ευ,
χαχώς (χαχά) λέγειν τινά. εύλογεϊν, χαχολογεϊν
τινα.: t. ärerörigt, lasteligt om ngn,
βλασμη-μεϊν, di a β άλλε ιν τινά.: t. mot ngn, λέγειν χατά
τίνος, χατηγορεΐν, χατειπεϊν τίνος.: t. jemnt ο.
samt om ngt, άνω xai χάτω άιαλέγεσθαι περί
τίνος.: t. frimodigt, παρρησιάζεσθαι. παρρησία
χρρσθαι.: t. allvarsamt, σπουάαιολογεϊν.: t. om
allvarsamma, vigtiga saker, σπουάαιολογεϊσθαι.
σπουδάζειν πρός τινα.: t. om onyttiga saker,
lappri, ληρεϊν. φλυαρεϊν. χενολογεϊν. ύθλεϊν.: t.
mycket, πολυλογεϊν. πολύλογον εϊναι. πολύν λόγον
ποιεϊσθαι. σπερμολογεϊν.: t. litet, λόγοις
βραχν-τέροις χρήσθαι. φει&ωλόν γλώττης εϊναι.: t. kort,
vidlyftigt, dià βραχέων, dià μαχρών λέγειν 1. τούς
λόγους ποιεϊσθαι.: t. enskildt m. ngn,
ϊάιολογεϊ-σθαί τινι. idia 1. μόνον μόνφ άιαλέγεσθαι.: t. i
vädret, μάτην 1. μάταια λέγειν.: det talas
mycket om ngt, πολλοί λόγοι γίγνονται περί τίνος.:
t. stort, stora ord, μέγα λέγειν, μεγαληγορεϊν.
μεγαλαυχεϊσθαι. μεγαλύνεσθαι.: t. i en hög ton,
μεγαλοπρεπώς, αύθαάώς λέγειν, σεμνύνεσθαι.:
komma att t. om ngt, χαταβαίνειν εις τι
(λέγοντα). μνήμην έμβάλλειν 1. ποιεϊσθαι περί τίνος,
έπιλαμβάνεσθαί τίνος.: man kommer att t. om
ngt, έμβάλλεται λόγος 1. μνήμη περί τίνος, λόγοι
γίγνονται περί τίνος, jfr Föreg. 3). 3) hålla tal
(offentligt), se Tal 4). — talande, a)
talbegåf-vad, φωνήεις, εσσα, εν. b) tydlig, σαφής, 2.
έναργής, 2.: ett t. bevis, σαφέστατον τεχμήριον.
c) se Uttrycksfull.

Talan, eg., λόγος, o.: föra t., λέγειν.: föra
ngns t., λέγειν ύπέρ τίνος, άπολογείσθαι ύπέρ
τίνος, συνηγορεϊν, συνάιχεϊν τινι.: föra t. mot ngn,
άντιάιχεϊν τινι.: förlora sin t. f. uteblifvande vid
domstol, έρήμην χαταάιχάζεσθαι.: du har ingen
t. häri, ούάέν μέτεστι 1. προσήχει σοι τούτου.

Talande, τό λέγειν, λόγος, ό (ο. pl.). Jfr
Tal 3).

Talar, χιτών ποάήρης, ό.

Talare, ρήτωρ, ορος, ό (af profession), ό
λέγων, οντος 1. ό ποιούμενος τούς λόγους (s.
håller tal).: en god, skicklig t., άνήρ άεινός 1.
άυ-νατός λέγειν.: uppträda ss. t., dήμηγορεϊν.
προ-ελθεϊν λόγους ποιησόμενον. Jfr Vältalare.

Talarekonst, se Talekonst.

Talarestol, βήμα, τό.: uppträda på t:n,
«-ναβαίνειν, παρ ιέναι (-έλθεϊν) έπί τό βήμα.

Talegåfva, ρητορική 1. λόγων cϊύναμις, ή
ή τού λέγειν άύναμις 1. άεινότης,

Talekonst, λόγων τέχνη, ή. ρητορική (τέχνη)
ή. ρητορεία, ή.

Talent, (mynt ο. vigtmått), τάλαντον, τό.:
en t. i vigt 1. värde, ταλαντιαϊος, 3.: af 2, 3, 10
etc. t:er, Λ-, τρι-, άεκατάλαντος, 2 etc.

Talent (talang), άνναμις, εως, ή. φύσις, η.:
poetisk t., ποιητική άύναμις.: stor, lycklig t,,
ευφυία, ή. φύσεως ισχύς, ή.: en man af många,
stora t:er, ευφυής άνήρ.: ha en naturlig t. till
ngt, εν περυκέναι πρός τι.: utan t., άφυής, 2.

Talent full, εύφυής, 2. ούκ άφυής, 2.

Talesätt, λέξις, ή. φράσις, ή. ρήσις, ή.

Talför, εύγλωττος, εύστομος, 2. λέγειν
άυ-νατός, 3.: = pratsam, se d. ο.

Talförhet, ενγλωττία, εύ στο μία, ή. ή τού
λέγειν όύναμις. Jfr Pratsamhet·

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0444.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free