- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
445

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Tideböcker ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Tideböcker — Till.

445

f. framställningen häraf, ονδ’ av δις τοσούτον
ύδωρ Ικανό v διηγήσασ3·αι τούτο.: under d. åt mig
anslagna t., iv τφ ίμώ tidan, ini του Εμού
ύδατος.

Tideböcker, χρονικά, τά. χρονογραφία, ή.

Tidehvarf, ηιρΜος, ή. χρόνος, ο.

Tidepunkt, καιρός, ό. χρόνος, δ.: afvakta
d. gynnande t:n, τηρεϊν τον καιρόν, καιροτηρεϊν.
καιροφνλακεϊν.: låta d. rätta t:n passera,
παριέ-ναι τον καιρόν.: ogynnsam t., άκαιρία, ή. Se
vidare Tid.

Tiderymd, se Tidehvarf.

Tideräkning, χρονολογία, ή.: hörande till
t., χρονολογικός, 3.

Tidig, ηρώϊος, 3, πρώιμος, 2 (på dagen 1.
året), όρ&ριος, 3 (på dagen). Adv., ηρωί. πρώ.
εω&εν, δρ&ρον, τον δρ&ρον (på dagen).: fr. t:t
på morgonen, Εξ εω&ινού. Εξ ορ&ρου.: vara t:t
uppe, δρ&ρεύειν, -σ&αι. δρβ·ρίζειν.: redan t;t (=
fr. början), Εξ άρχής. αρχήν, εύ&ύς Εξ αρχής.: fr.
sin t:a ungdom, Εκ παιδός. iκ παιδείας, άπό
πρώτης ηλικίας, iκ νέου (ίκ παίδων, νέων, om
flere).: en (för) t. död, άωρος, πρόωρος,
άκαιρος θάνατος.: för t:t, άωρί. προ καιρού. —
tidigare, πρότερος, 3. Adv., πρότερον.: han kom
tidigare (än en annan), πρότερος ήλ&εν. se
vidare Förre o. Förr.

Tidning, 1) se Budskap. 2)~avisa,
Εφη-μερίς, ίδος, ή (vanl. pl.).

Tidsandan, τό τών νύν 1. τότε (ζώντων)
ανθρώπων ή&ος. αι τών πολλών δόξαι.

Tidsbestämmelss, χρονογραφία, ή.: m. t:er,
κατά χρόνους, δηλώσας τούς χρόνους.: göra t:er,
δηλούν 1. γράφειν τούς χρόνους (τών
πεπραγμένων 1. γενομένων).

Tidsbrist, άπορία χρόνον, ή. άβχολία, ή.

Tidsenlig, καίριος, 3. ό, ή, τό κατά
καιρόν 1. iv καιρώ. Επιτήδειος (3) τω νύν 1. τότε
χρόνφ.

Tidsföljd, χρόνου διαδοχή 1. συνέχεια, ή.:
iakttaga t., άκολου&εϊν τοις χρόνοις.

Tidsförhållanden, τά περί τούς χρόνους 1.
τήν χρονολογίαν.: = tidsomständigheter, se d. ο.

Tidsförlust, χρόνου διατριβή, ή. äfv. bl.
χρόνος, δ.: utan t., αμελλητί, ον μέλλων, ουσα,
ον. ουκ είς άναβολάς.

Tidskifte, se Tidehvarf.

Tidskrift, se Jurnal.

Tidsmått, μετρον, τό. ρυ&μός, δ.

Tidsomständigheter, καιροί, ol.
πράγματα, τά.: i enlighet m. t:na, πρός τον υπάρχοντα
καιρόν, πρός τά υπάρχοντα, άπό 1. ix τών άεί
υπαρχόντων.

Tidspillan, χρόνου άνάλωμα, τό. χρόνος δ
άναΐω&είς.: förorsaka stor t., πόλλου χρόνου
δεϊ-σ&αι. Jfr Tidsförlust.

Tidsutdrägt, (χρόνου) διατριβή 1. τριβή, ή.
χρόνου μήκος 1. πλή&ος, τό. Jfr Föreg.

Tidsålder, αϊών, ώνος, ό. γενεά, ή. ήλικία,
ή.: d. gyllne t:n, ή χρυσή γενεά.: d. närvarande
t:n, ή νύν ζώσα ήλικία.: d. närvarande t:ns mskr,
ol κα&* ήμάς. ol νύν όντες άν&ρωποι.: ngns t.,
oi κατά τινα 1. Επί τίνος avS-ρωποι.: vid d.
Trojanska krigets t., κατά τά Τρωικά.

Τ id t ο. ofta, πυκνά. &αμά. &αμινά. συχνόν.:
komma t. ο. ofta, 3·αμίζειν.

Tid t al β, οτι. Ενίοτε, διαλείπων, ουσα,ον.

Tidvatten, se Ebb ο. flod.

Tiga, σιωπάν. ήσυχάζειν. ήσυχίαν άγειν I.
εχειν (förhålla sig stilla, lugn), άφωνον είναι (icke
ge ljud ifr. sig), σιγάν 1. σιγήν άγειν (vid ngt,
προ’? τι.: mot ngn, πρός τινα. äfv. σιωπάν τινι).
άποπαύεσ&αι (afbryta ett tal).: t. andäktigt,
ευ-φημεϊν. sällan εύστομεϊν. ε v στο μ’ εχειν. —
tigande, σιγρ. σιωπή, σιγηλός, 3.

Tigande, se Tystnad.

Tiger, τίγρις, ιδος 1. ιος 1. εως, ή α. δ (pl.
τίγρεις, εων).

Tigerfläckig, τιγροειδής, 2.

Tigerhud, τίγριδος doρά, ή.

Tigga, πτωχεύειν. άγείρειν. προς-, Επ-,
με-ταιτεΐν, af ngn ngt, τινά τι. Jfr Bedja.

Tiggaraktig, πτωχικός, άγυρτικός, 3.

Tiggare, πτωχός, ό. πτωχεύων, οντος, δ. προς-,
Επ-, μεταίτης, ου, δ. αγύρτης, ου, δ.

Tiggarflicka, παις, παιδίσκη πτωχεύουσα, ή.

Tiggarfolk, πτωχοί, άγύρται, ών, οι.

Tiggarfölje, πλή&ος άγυρτικόν, τό.

Tiggargosse, παις πτωχεύων, ό.

Tiggarpåse, ή τών πτωχών πήρα.

Tiggarstaf, πτωχικόν βακτήριον, τό.: fig.,
πτώχεια, ή.: bringa till t: η, πτωχό ν ποιεϊν. είς
πτωχείαν 1. εις τήν Εσχάτη ν πενίαν κα&ιστάναι.:
bringas till t:n, εϊς Εσχάτην άπορίαν Ελ&εϊν 1.
χαταστήναι. Εξίστασ&αι τών υπαρχόντων πάντων.

Τ i gg er i, πρωχεία, ή. προς-, Επαίτησις, ή.

Tiggerska, γυνή πτωχή 1. πτωχεύουσα, ή.

Τ ig re ra, τιγροειδή ποιεϊν. ποιχίλλειν. —
ti-grerad, τιγροειδής, 2. βαλιός, στικτός, 3.

Tigrinna, τίγρις (&ήλεια), ή. Se Tiger.

Tik, se Hynda.

Tilja, se Bräde.

Till, 1) vid riktningspunkten f. en rörelse:
πρός m. acc. (både om pers. o. sak). Επί m. acc.
(om sak; om pers. vanl. bl. vid fiendtlig afsigt),
äfv. gen. (så vidt riktningspunktens uppnående
afses), παρά, ώς m. acc. (om pers.), είς m. acc.
(in i, ibland: om sak o. vid pl. af personl.
benämningar). : skicka sändebud t. staden, t.
konungen, πρέσβεις πέμπειν πρός τήν πόλιν, πρός τον
βασιλέα.: de kommo t. floden, t. staden, t. öarne,
άφίκοντο Επί τον ποταμόν, είς τήν πόλιν, ini
τών νήσων.: komma, gå t. ngn, Ελβ·εϊν, ϊέναι
πρός, παρά, ώς τινα. προσελ&εϊν, προσφοιτάν
τινι·: föra ngn t. ngn, άγειν τινά πρός, παρά
τινα. προσάγειν τινά τινι.’. han flydde t. dem,
χατέφυγεν είς αυτούς.: han for t. Perserna, «»(
Πέρσας ίπορεύ&η. — Vid städers namn uttryckes
ofta "till" (i st. f. εϊς) gm suffixet δε (ζε). t. ex.
Κόρινβ-όνδε, Μέγαράδε, *Λ$·ήναζ*.: t. hemmet,
οιχαδε. in* οίκου. 2) vid ändpunkten på en
sträckning (i rum 1. tid): ini, ηρός, είς m. acc. μέχρι,
άχρι m. gen. (ända t.; äfv. m. tillagdt ini, ηρός
1. lic).: murarne sträckte sig t. hafvet, τά τείχη
κα&ήκεν εϊς, ini τήν δάλατταν 1. μέχρι τής
&α-λάττης.: de blefvo våta t. nafveln, έβρέχ3·ησαν
ηρός τον δμφαλόν.: t. i morgon, είς ανριον.: fr.
början t. slut, ίξ άρχής μέχρι τέλους.: fr. hufvud
t. fot, Εξ άκρας κεφαλής άχρι ηοδών.: t. vår tid,
μέχρι τού νυν.: t. dna tid, μέχρι τούτου 1. δεύρο.:
t. dess, μέχρι τότε 1. Ενταύ&α. μέχρι τούτου 1.
τοσούτον 1. τούδε (äfv. t. den grad).: t. en tid,
μέχρι τον. τέως.: till dess (att), άχρι, μέχρι (ου),
εως. ton. μέχρ» τούτον 1. τοσούτου ίως.: t. det

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0449.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free