- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
455

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Tjocka ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Tjocka —Tofva.

455

växter). δασύς, βαθύς, 3 (om hår, skog, säd o. d.).
ευρύς, 3 (vid, bred, t. ex. τείχος), πηγνύ μένος,
3, πηχτός, 3 (om vätskor), jfr Tät. Yid
måttbestämningar m. tal nyttjas τό πάχος. t. ex. 3
alnar t., τριών πήχεων 1. τρίπηχυς (2) τό πάχος.:
oproportionerligt t:a i fhde till sin längd,
άσύμ-μετροι τά πάχη πρός τό μ ήχος.: han är nästan
lika t. s. lång, ού πολλού άεί ’ίσος τό πλάτος χαί
τό μήκος είναι.: göra t., παχύνειν. όγχούν.: bli
t., gm pass. om mjölk, πήγνυσθαι.: ngt t.,
v-πόπαχνς, 2. παχυλός, 3. — Ofta gm smnsättngr
m. παχύς. t. ex. m. t. blod, παχύαιμος, 2.: m.
t:a fingrar, παχυδάκτυλος, 2.: m t. skinn, hud,
παχύδερμος, 2. στερρός (3) τό δέρμα.: m. t.
stängel, παχυχάλαμος, 2.: m. t. bark, παχύφλοιος,
2.: m. t. näbb, παχύρρυγχος, 2.: m. t. saft,
πα-χύχνμος, 2.: m. t. rot, παχύρριζος, 2.: m. t:a
vådor, παχύκνημος, 2.: m. t:a läppar,
παχύστο-μος, παχνχειλής, 2. χειλών, ώνο?, ό.: ha t:a
senor, παχννενρεϊν. Se vidare nedanf.

Tjocka, se Dimma.

Tjockben, se Yad.

Tjockbent, παχυσκελής, 2.

Tjockbuk, ;/ά<ττρων, ωνο?, o. yάστρις, ιδος,
ό. προ/άοτωρ, ορο?, ό. φύσχων, ωνο?, ό.

Tjockfotad, παχύπους, ποδος, 2.

Tjockhalsad, παχυτράχηλος, 2.

Tjockhet, παχύ της, ή. παχυμέρεια, ή.
εν-σαρχία, πολυσαρκία, ή. άδροσύνη, ή. δασύτης,
βαθύτης, tf. f. öfr. gm ad;., se Tjock.

Tjockhufvad, παχεϊαν τήν χεφαλήν εχων,
οι/σα, ον. fig., άναίσθητος, 2. παχνλός, 3.

Tjockhårig, παχύθριξ, τριχος, ό, tf.

Tjocklek, πάχος, τό. εύρος, τό (vidd, bredd).:
till t., på t:n, τό πά/o? (acc./

Tjockna, παχύνεσθαι. όγκούσθαι.: = mulna,
se d. o.

Tjockning, παχύρριν, νος, ό o. ή.

Tjockända, τόπαχύ·: en stocks, στίλί^οί, τό.

Tjog, εϊχάς, εϊχοσάς, άδος, tf. bättre gm «ικοσ*.

Tjogtals, ανά 1. κατά είκοσι. Jfr Hop tals.

Tjuder, Ticcfy, tf. Λσμό?, o.

T ju dra, πεδάν. δεϊν.

Tjuf, κλέπτης, ον, ό. κλώχρ, πός, ό. sällan
φώρ, ός, ό. fem., κλέπτρια 1. κλεπτίς, ίδος, ή.:
inbrottst., τοιχωρύχος, ό.: ertappas ss. t ,
κατα-φωραθήναι.

Tjuf ak tig, κλεπτικός, κλοπικός, 3.

Tjufgods, κλέμμα, τό. φώριον, τό.

Tjufgömmare, ό άποκρύπτων τά
κεκλεμμέ-να. ό σνγκλέψας.

Tjufnad, se Stöld.

Tjufnäste, κλεπτών καταφυγή, διατριβή, tf.

Tjufpack, κλεπτών συρφετός, ό. κλέπται, οι.

Tjufpojke, πονηρός, πανούργος παις, ό.

Tjufsrätt, stånda t , κλοπής δίκην ύπέχειν.

Tjufstreek, πανούργημα, πανούργε υ μα, τό.
κλοπή, tf.

Tjufveri, κλωπεία, tf. τοιχορυχία, tf (gm
inbrott). : bedrifva t., κλωπεύειν. τοιχωρυχεϊν.

Tjuga, δίκρανον, τό. υποστάτης, ου ό (till
stöd).

Tjuge(-gu), είκοσι.: ss. siffra, κ’.: talet t.,
είκάς, είκοσάς, άδος, tf.: d. tjugonde, εικοστός,
3.: t. gånger, εϊκοσάκις.: m. t. sidor, είκοσάεδρος,
2.: m. t. hörn, εϊκοσάγωνος, 2.: m. t. åror, εϊ
κοσήρης, 2.: m. t. blad, εϊκοσάφνλλος, 2.: m. t.

bordsplatser, εϊκοσίκλινος, 2.: af t. minor,
εϊχο-σίμνεως, 2.: af t. stadier, famnar, alnar,
εϊχο-σαστάδιος, εϊκοσόργνιος, εϊκοσάπηχυς .2. -årig,
εικοσαετής, 2. εΧκοσι i τών. ετη εικοσιν εχων, ουσα,
ον 1. εϊκοστόν ετος άγων, ουσα, ον (bl. om
lefnadsålder). en t. tiderymd, εικοσαετία, εϊκοσετηρίς,
ίδος, tf.

Tjugonde, εικοστός, 3.: på t. dagen,
εϊκο-σταϊος, 3.: t. delen, εικοστή, tf (se Lex.).:
förpaktare deraf, εϊκοστώνης, ου, o. εϊκοστολόγος, ό.

Tjugutusen, δισμύριοι, 3.: ss. siffra, $κ.: m.
t. innevånare, δισμυρίανδρος, 2.

Tjur, ταύρος, o (äfv. ss. stjernbild), βοΰς, ός,
o.: ung t., μόσχος, ά.: af t., ταύρειος, 3.: ss.
en t., ταυρηδόν.: vara brunstig efter t., ταυριάν
(om kor).: född under t:ns stjernbild, ταυριανός, 3.

Tjur ak t ig, τ αυροειδής, -ώδης, 2.: fig.,
αυθάδης, 2. σκυθρωπός, 3.: vara t., αύθαδίζεσθαι.
σκυθρωπάζειν,

Tjurfäktning, ό πρός τούς ταύρους άγων.
τανρομαχία, tf. τανροκαθάψια, τά (se Lex.).

Tjurgestalt, ταύρον μορφή, tf.: af t.,
ταν-ρόμορφος, 2.

Tjurhorn, ταύρον κέρας, τό.: m. t.,
τανρό-κερως, ωτος, 2.: lim af t., τανρόκολλα, tf.

Tjur hufvud, 1) eg., ταύρου κεφαλή, tf.: m.
t., τανροκέφαλος, 2. 2) oeg., se Envis.

Tjusa, (κατα)κηλεϊν. (κατα)θέλγειν.
ψνχαγω-γειν. ίπάδειν.τινί. κατεπάδειν τινά. Jfr Förtjusa.

Tjusning, se Förtjusning.

Tjut, djurs, ώρυγή, tf. ώρυγμός, ό.
ώρυ-γμα, τό.: mskrs, όλολυγή, tf. χωχυτός, ό.
όδυρ-μός, ό.: vindens, ψόφος, ό. πάταγος, ό.

Tjuta, om djur, ώρύειν, -σθαι.: om mskr,
(άν)ολολύζειν. κωκύειν.: om vinden, παταγεϊν.

Tjäder, τέτραξ, γος, ό. τετράων, ωνος, ό.

Tjäll, σκηνή, tf. σκήνωμα, τό.

Tjära, πίττα, ή.: bränna t., πιττουργεϊν.
πιτ-τοκαυτεϊν (ur tall, πεύκην).: brännandet af t.,
πιττουργία, tf.: s. håller, ger t., πισσοτρόφος, 2.

Tj ära, {κατα)πιττούν. πιτταλοιφεϊν. — tjärad,
7WTTcoTos, 3. πισσοκώνητος, 2.

Tjäraktig, πιττώδης, 2.

Tjärblomster, λυχνίς, ίδος, tf.

Tjärbrännare, πιττουργός, ό.

Tjärbränneri, πιττουργία, tf.: ss. ställe,
πιττουργεϊον, τό.

Tj är gall a, όρρόπισσα, tf.

T j är ig, πιττωτός, 3, πισσάλοιφής, 2 (nedsmord
m. tjära), πιττώδης, 2 (tjäraktig).

Tjärugn, πιττουργεϊον, τό.

Tjärvatten, ύδωρ πισσηρόν, τό.

Tobak, τ άμπακος, ό (Nygr.). καπνός, ό (?).
*καπνόχορτον, τό.

Τ of fel, βλαύτη, tf. βλαυτίον, τό. σάνδαλον,
σανδάλιον, τό. κρηπίς, ϊδος, tf (om dsa plaggs
närmare beskaffenhet, se Lex.).: påtaga t:or,
περι-, ύποδεϊσθαι σάνδαλα.: i t:or, βλαύτας
ύπο-δεδεμένος, 3.: stå under t., δεδουλώσθαι υπό τής
γυναικός, είναι Ιπί τϊ} γυναικί. γυναικοκρατεϊσθαι.

Τ öfning, πίλησις, συμπίλησις, tf.

Tofs, θύσανος, κροσσός, ό. λόφος, ό (på hjelm
ο. på foglar). Jfr Hårtofs.

Τ of si g, θυσανωτός, 3. κροσσωτός, 3.
θνσα-νώδης, 2.

Tofva, πίλημα, τό. φάκελος, ο. μαλλός, ό.
οϊσυπίς, ίδος, tf. συ στροφή, tf.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0459.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free