- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
462

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Trångbröstad ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

m

TrångbrÖstad — Träffa.

TrångbrÖstad, ύτενοθώραξ, χος, ό, ή.
ασθματικός , 3. άσθματώάης, 2.

Trånghet, στενό της, ή. το στενό ν.
στενοχώρια, ή.

Trångmål, στενόν, τό. άπορία, ή. πόνος, ό.:
bringa ngn i t., εις άπορίαν καθιστάναι 1.
Εμβάλλειν τινά. πιέζειν τινά. έγκεϊσθαί τινι.:
komma i t., είς άπορίαν χαταϋτήναι. άπορία 1.
άει-νοϊς περιπίπτειν.: komma i t. f. lifsmedel, τά
της τροφής εις άπορίαν καθίσταται τινι.: vara i
t., άπορεϊν. άπόρως άιακεϊσθαι. iv άπορία 1.
άει-νοϊς εϊναι. πιέζεσθαι. iv (τω) στενω έχεσθαι.

Trånsjuk, vara t., πόθω 1. ύπό πόθου
(κατα- , ix)rήκεσθαι 1. άπομαραίνεσθαι 1. νοσεϊν.

Trånsjuka, ή ύπό πόθου μάρανσις 1. φθόη
1. νόσος.

Trä, ξύλον, τό.: af t., ξύλινος, 3. ξυλικός, 3
(Sedn.). ξύλου (πεποιημένος, 3).: arbeta i t.,
ξυ-Ιουργεϊν.: blifva t., ξυλούσθαι.

Träaktig, -artad, ξυλοειάής, ξυλώδης, 2.

Träarbetare, ξυλουργός, ό.

Träbeläte, ξόανον, τό. βρέτας, τό.

Träben, ξύλινον σκέλος, τό.

Träbit, ξνλάριον, τό. σχίζα, σχίάη, ή.

Träbock, πήγμα ξύλινον, τό.

Träck, βόλιτον, τό (af djur), χόπρος, ό (af
djur ο. mskr). πέλεθος, σπέλεθος, ό, σπαιίλη, ή,
σχώρ, ατός, τό (af mskr). Jfr Dynga, Smuts.

T r ä c k a, χέζειν. xaxxav.: t. ned, χαταχέζειν.:
vilja t., χεζητιάν.

Träckig, βορβορώδης, κοπρώάης, 2. Se
Smutsig.

Träd, άένάρον, τό.: pl. (flera på ett ställe),
ύλη, ή.: beväxt m. t., άενάρόφυτος, 2.: full af
t., ύλώάης, 2.: utan t., άάενάρος, 2.: uppstiga
i t., άενάροβατεϊν.: nedhugga t., άενάροκοπεϊν,
-τομειν. vanl. (έχ)χόπτειν άένάρα.: förvandla till
t., άποΰενΰρούν.

Träda, βαίνειν. ϊέναι (έλθεϊν). ϊ στ ασθαι,
κα-θίστασθαι (intaga en plats).: t. intill ngn, ngt,
χαθίστασθαι παρά m. acc. παρίστασθαί τινι.
i-φίστασθαί τινι 1. έπί τι. προσιέναι,
παραγίγνε-σθαί τινι 1. πρός m. acc.: t. in i ngt, εϊϋιέναι
εις τι. εϊσω παραγίγνεοθαί τίνος, έπιβαίνειν
τινός (beträda, t. ex. skepp, stad, land), jfr
Inträda.: t. åt sidan, παραχωρεϊν. ύπείχειν.: t.
emellan, iv μέσω στήναι 1. γίγνεσθαι, jfr
Mellankomma.: t. ngn under ögonen, έϊς oxpiv
έλθείν τινι.: t. in i ephebernas, gubbarnes klass,
Εξελθεϊν εις τούς έφηβους, γεραιτερους.
γίγνεσθαι τών Εφήβων, γεραιτέρων.: t. i ngns tjenst,
ίπαγγέλλεσθαί τινι ύπηρεσίαν. άούλον, ύπηρέτην
(se Tjenare) προσχωρείν τινεΐ. γενέσθαι τινός.:
t. i annan tjenst, άλλον ελέσθαι άεσπότην.: t.
ngn f. nära, se Förnärma.: t. i
underhandlingar, i äktenskap, på ngns sida etc., se subst. —
Se f. öfr. compp.

Träda, άργόν Εάν. νεάν (upptaga).

Träda, se In-, Nedsticka, Påträda.

Träde, αργός αγρός, o.: ligga i t., άργεϊν.
άργόν εϊναι.: upptaga ur t., νεάν.

Trädfrukter, χαρποί δενόριται 1. ol άπό τών
άένάρων. όπώρα, ή. άχρόάρυα, τά. μήλα, τά.

Trädfällning, άενάροτομία, ή. bättre gm
άενάροχοπεϊν, -τομειν.

Trädgård, χήπος, ό.: odla i t., χηπεύειν
(äfv. odla t.).: odlad i t., χηπευτός, 3.

Trädgårdsarbete, χηηουργία, ή.

Trädgårdsarbetare, -dräng, χηπευτής,
ού, ό.

Trädgårdsfrukt, χήπευμα, τό.

Trädgårdsjord, λαχανία γή, ή.

Trädgårdsknif, χηπουριχή μάχαιρα, ή.

Trädgårdsland, πρασιά, ή.

Trädgårdsmur, άιμασιά ή περί τον χήπον.

Trädgårdsmästare, χηπεύς, κηπουρός, ό.

Trädgårdsodling, -skötsel, χηπεία,
χη-πουργία, χηπουρία, η. φυτουργία, ή.: drifva t.,
χηπεύειν. κηπουρεϊν.: hörande till t., κηπουρικός, 3.

Trädgårdsport, κηπαία (θύρα), ή.

Trädgårdsväxt, κήπευμα, τό. χψιεύσιμον
φυτό ν, τό. τά κηπευόμενα.

Trädlik, άενάρώάης, 2.

Trädmossa, βρύον, τό.

Trädning, νέανσις, ή. νεασμός, νεατός, ο.

Trädplantering, ss. ställe, χώρα
όενάρό-φυτος, ή.: land till t., άενάρϊτις γή, ή.

Trädrik, πολύάενάρος, εύάενάρος,
άενάροφόρος, 2. poet. άενάράς, η.

Trädskola, άενάρών, ώνος, ό. φυτώριον, τό.

Trädstam, πρέμνον, στέλεχος, άένάρον, τό.

Trädsvamp, άγαρικόν, τό. ϊσχαι, αι.

Träff, εύστοχία, ή.: skjuta, kasta t.,
εύστο-χεϊν. εύστόχως 1. καλώς βάλλειν. βαλόντα
καθά-πτεσθαι 1. τυγχάνειν τού σκοπού.: en lycklig t.,
εύτύχημα, τό. Jfr Slump, Tärningskast.

Träffa, 1) hinna o. beröra, ish. ett mål,
ικνεϊσθαί τίνος (hinna fram). (έπι)τυγχάνειν,
εύ-στοχειν τίνος, άπτεσθαι, Εφ-, καθάπτεσθαί τίνος,
βάίίειν (m. kast, skott), παίειν (m. slag, hugg)
τινά.: icke t., άμαρτάνειν, άφαμαρτάνειν,
άποτυγχάνειν τινός.: t:s af blixten, κεραυνω
βάλλε-σθαι. κεραυνοβολεϊσθαι.: t. örat, προσβάλλειν πρός
τό ούς. b) fig., talet t:r oss, ό λόγος
χαθιχνεϊ-ται ημών.: t. det rätta, sanna, Επιτυγχάνειν.:
t. d. rätta tidepunkten, τού καιρού ίπιτυγχάνειν
1. λαμβάνε σθαι.: t. meningen 1. syftet af ngt,
ευ στοχάζεσθαί τίνος, καλώς 1. ορθώς εϊκάζειν τι.
εϊκασία καταλαμβάνειν τι. συμβαλέσθαι τι.:
träf-fadt, καλώς βήτα μανθάνεις 1, γιγνώσκεις.: om
målare, t. ngt, πιθανώς 1. κατά φύσιν 1.
ομοιότατα τω άληθινω άπεικάζειν τι. 2) se
Anträffa. 3) tillfälligtvis finna, möta, iv-, ini-, περι-,
συ v τυγχάνειν τινί.: t. ut f., περιπίπτειν τινί. ίμ
πίπτειν εις τι. 4) ngt t:r mig, καταλαμβάνει μά
τι. προσπίπτει, άπαντα μοί τι. συμπίπτω,
περι-τυγχάνω τινί. όφλισκάνω τι (om ngt, s. man
för-skyldt, t. ex. ζημίαν, αϊσχύνην).: om en olycka
skulle t. mig, ει τι πάθοιμι. ήν τι πάθω. ήν
τί μοι αυμβίβ, ήν τι γένηταί περί ίμέ. 5)
vidtaga, uppgöra, i allmht, ποιεϊσθαί.: t. anstalt,
öfverenskommelse, mått o. steg etc., se subst.
6) t. sig, συμβαίνειν m. inf. τυγχάνειν m.
part., t. ex. det träffade sig så att han var
der, συνέβη αυτόν παραγενέσθαι. έτυχε παρών.:
allt s. det träffar sig, έκ τού τυχόντος 1.
παρα-τυχόντος. Se vidare Råka. — träffande,
εύ-στοχος, 2 (äfv. oeg., t. ex. λόγοι, παιάιά).
καίριος, 3 (äfv. oeg.). bl. oeg.: ίπιτυχής, 2.
πιθανός, 3 1. ούκ άπίθανος, 2 (om påståenden,
afbildningar). ίναργής, 2 (om exempel o. d.). ισχυρός,
σαφέστατος, 3 (om bevis), οϊκεϊος, 3 (egentlig).:
göra en t. anmärkning öfver ngt, εύστόχως
κρί-νειν περί τίνος. Επιτυχώς εϊπεϊν περί τίνος.: icke

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0466.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free