- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
499

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Vanställning ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Vanttällniiig —Vargtjut.

499

μαίνεσθαι, διαφθήρειν, καταισχύνειν (τό εϊδος,

την μορφήν). — vanställd, άμορφος, ΰν
άμορφος, 2. δυσειδής, 2. αϊσχρός, 3.: ett ν. ansigte,
πρόσωπον έξεστηχός, τί.

Vanställning, διαφθορά, ή. αμορφία,
δυς-μορφία, ^ (se resultat).

Vant, χάλως, ο, χ«λώΛοι>, τό (?).

Van 13, χειρίς έρεά, ή. Se Handske.

Vant ref nad, χαχή εξις, ή. καχεξία, ή.
φθί-€ις, ή. αηδία, ή (ksla af otrefnad)

Vantrifvas, χαχώς εχειν 1. διαχεϊσθαι.
χα-κοθηνεϊν. άηδώς εχειν (ss. ksla).

Vantro, ψευδής δόξα. ή. ψευδοδοξία,
κενοδοξία. ή.: hysa ν., ψευόοδοξεϊν. κενοδοξεϊν.

Vantrogen, ψευδή δόξαν εχων, ουσα, ον.
ψευδοδοξών, ουσα, ούν. : = misstrogen, άπιστος,
δύοπεισιος, δυσπειΟής, 2.: vara ν., δνσπίστως
εχειν.

Vanvett, -tig, se Vansinne, -nig.

Vanvård, -a, se Vanskötsel, -sköta.

Van vörda, μή τιμάν τινα ώσπερ δει,
πρός-ήχει άτιμάζειν τινά. άμελεϊν, ολιγωρεί ν τίνος.

Vanvördnad, αμέλεια, ολιγωρία, ή. Jfr
Förakt.

Vanära, αισχύνη, ή. αίσχος, τό. ατιμία, ή.
άδοξία, ή. αισχρά δόξα, ή. όνειδος. τό. jfr Skymf.:
bringa ν öfver ngn, αϊσχύνην, όνειδος etc. φέρειν,
περιάπτειν, κατασκευάζειν, χατεργάζεσθαί τινι.
χαταισχύνειν τινά. όνειδος εϊναί τινι. εις άτι μίαν
χαταοτήσαί τινα.: medföra ν., αϊσχύνην εχειν.:
ν. träffar mig, αισχύνη συμβαίνει μοι. αϊσχύνην
δφλισχάνω : räkna ngt f. en v., όνειδος ήγεϊσθαί
τι. tν αϊσχύvp 1. δι* αισχύνης τίθεσθαί τι.: ha ν.
af ngt, όνειδος 1. αΐσχρόν ίστί μοί τι. αισχρά ν
δόξαν χτάσθαι άπό τίνος.

Vanära, άτιμάζειν. άτιμον ποιεϊν.
(χαταισχύνειν. λυμαίνεοθαι τρ δόξρ τινός, διαφθείρειν (ish.
en jungfru). Jfr Föreg. ό. Skymfa

Vapen, 1) att strida m., όπλο v, τό.: vapnen,
οπλα, τά. σχεύη, ών, τά. δπλισμα, τό.: ν. f. strid
på nära håll, αγχέμαχα όπλα.: v. att kasta,
βέλη, τά.: under v., iv τοις Ι’πλοις. ένοπλος, 2. :
bära v., Ι’πλα φέρειν. όπλοφορεϊν.: föra ν., όπλοις
χρήσθαί όπλα εχειν : m. ν. i hand, όπλα iv ταϊς
χερσίν εχων. συν όπλοις. υεθ’όπλων, ώπΐισμένος,
3.: låta träda under ν., παγαγγέλλειν εις όπλα.
Ιξοπλίζειν : träda under ν , έξοπλίζεσθαι. subst.,
ίξοτιλισία. ή.: gripa till ν., (άνα λαμβάνειν,
αϊ-ριιν, άρπάζειν τά ι’πλα άπτεοθαι τών οπλών,
τρέπεσθαι πρός τά όπλα.: anlägga ν., ένδύναι
τά όπλα : bortkasta sina ν., ρίπτειν, άποβάλλειν
τά όπλα : lyckan följer ngns ν., τό τής τύχης
συναγωνίζεται τινι. Jfr Bus t η ing. 2) ss.
sinnebild, σύμβολον, τό. σημειον, τό. παράσημον, in
ίση μον, τό.

Vapenbrak, χτύπος 1. θόρυβος ό άπό τών
δήλων.

Vapenbroder, -dans, se Krigs·.

Våp en dragare, οπλοφόρος, o.: vara v.,
o-ηλοφορείν.

Vapenför, ήλιχίαν εχων. o iv ηλικία
στρατεύσιμος, 2.; d. ν. manskapet, oi iv ήλικίί(.

Vapenhvila, άνοχαί. ai. άνα-, διακωχή, ή.
Ιχεχειρία, ή. σπονδαί, al (högtidligt afslutad) : ej
formligen afslutad v., άσπονδος ίχεχαρία : under
v., ύπόσπονδος, 2.: sluta v., Ικεχειρίαν, σπονδάς
•to. ποιεϊσθαι ηρός τινα. άνοχάς σπίνδεσθαί τινι

1. πρός τινα. γίγνονταί μοι σπονδαί πρός τινα.

Vapenlek, ένοπλον π αίγ νιον τό. :=s t rid, sed. ο.

Vapenlycka, ή iv τοις πολέμοις 1. ταϊς μά-

χαις εύπραγία.: ha ν., χατορθούν τον πόλεμον.

Vapenmakt, όπλα, τά : m. ν., μεθ’ όπλων.

Vapenrock, χλαμύς, ύδος, ή. — χιτών, ώνος, ό.

Vapensmed, οπλοποιός, ό.: hs yrke, konst,
όπλοποιία, ή. όπλοποιιχή, ή.: drifva det,
όπλο-ποιεί ν.

Vapenöfning, πολεμική άσχησις, ή. άσκησις
ή iv όπλοις. ένόπλιος μελέτη, ή.

Var, se Öfverdrag.

Var, se V arsam.

Var (i sår), πύον, πύος, τό.

Vara, taga till v., v. på, se Till varataga.:
taga sig till v., φυλάττεσθαι. εύλαβεϊσθαι

Vara, ώνιόν τι (vanl. pl. τά ώνια). άγόρασμα,
τό. έμπολή, ή. i μπ όλη μα, τό. ο gm omskr. ο
τις πωλεϊ 1. πιπράσκει : v:or ss. fraktgods,
φορτία, τά : träv:or, σκεύη ξύλινα, τά. Ofta, ish.
vid angifvande af särskilda slag, utan särskildt
motsv. ord, t. ex. siden-, bomulls-v:or, σηρικά,
βομβνχινα, τά.: korta v:or, ρώπος, ό. γέλγη, τά.:
torgförda v:or, stundom αγορά, ή (ish. lifsmedel).

Vara, εϊναι. γεγονέναι, γενέσθαι υπάρχει ν
(finnas f. handen), πεφυχέναι. φύναι (vid fråga
om naturlig beskaffenhet), εχειν m. aåv. (om ngts
tillstånd, fhde). καθεστάναι (om läge, ställning).:
v. tillfälligtvis, just, τυγχάνειν όντα.: v.
ständigt, fortfarande, διατελεϊν, διάγειν m. part. Ofta
utelemnas εϊναι i præs. ind., då det är bl.
co-pula, vanl. dock bl. i 3:dje pers. (utom vid
ϊτοι-μος) o. i oberoende satser; så ish. vid opers.
uttryck. Se Gram. — Må v., εϊεν. ίώμεν ούν
ταύτα : kan väl v., låt så v., εσιω ταύτα εϊεν.
ουδέν αντιλέγω : låta ngt ν., (χαίρειν) iav τι.:
vare sig att, 1. att, εϊτε, είτε. iàv τε, iàv τε. ήν
τ§, ήν τε. — ν. af, med, ute etc., se d. oo.

Vara, se Räcka 2) b) o. c).

Vara sig, (έμ’πυούαθαι. πυορροεϊν.: bringa att
v. sig, πυεϊν. π νουν. άπο-, διαπυΐσκειν. πνοποιε ϊν.

Varaktig, μόνιμος, 2. βέβαιος, 2. έμμονος,

2. άσφαλής. 2. εμπεδος, 2. Ισχυρός, 3. στερεός,

3. άϊδιος, αθάνατος, 2 (oförgänglig).

Varaktighet, βεβαιότης, ή. ισχύς, ύος, η.

στερεό της, ή. ο. gm adj.

Varbildning, πύη, πύησις, πύωσις, ή. πυ·
όρροια, ή.: bringa, komma t»ll ν., se Vara sig.

Varböld, απόστημα, Ιμπύημα, τό.

Varda, γίγνεσθαι. Se Blifva.

Varelse, 1) abstr., se Tillvaro o. Vistelse.
2) eoncr., ζω o v, τό. φύσις, ή· φυτό v, τό. äfv. το
δ ν, υπάρχον.

Varf, se Skeppsvarf.

Varg, λύκος, ό.: ung ν., λνχιδεύς, έως, ο’..·
hörande till ν , λύκειο ς, 3.: sönderslitas af v:arv
λυκούοθαι: biten, rifven af v:ar, λνκόβρωτος, 2.

Vargböna, Θέρμος, o. θέρμιον, τό.: af τ.,
θίρμινος, 3.

Vargaktig, λυχα’δης, 2.

Vargfärgad. λνκό/ρονς, 2 (Sedn.).

Varginna, λύκος θήλυς, ο. Sedn. ή λύκος.

Varglo, se Lo.

Vargskinn, λυχή, ή. λύχου δέρμα, τό.

Vargtand, λύκου οδούς, ό. pl, λνκόδοντες, ol.

Vargtjat, λυκηθμός, ό (Sedn.). λύκων ώρν
γμός% ο.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0503.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free