Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Växtdjur ... - X - Y
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
590
Växtdjur— Ysta.
(poet.). φύσις, ή. σώμα, τό.: af hög ν., εύμήκης
τό σώμα.: af rak, skön τ., όρ&οφυής, ευφυής,
2.: rak, skön ν., όρ&ογυία, ευφυία, ή. 3) ss.
tillhörande ett hufvudslag af organiska väsenden,
φυτόν, τό. φύτευμα, τό. βοτάνη, ή. pl., äfv. τά
iv 1. ini τρ γρ 1. ix τής γής φυόμενα. Jfr
Utväxt, Planta.
Växt djur, ζωόφυτον, τό.
Växtgifvande, αύξιμος, 2. αυξητικός, 3.
Växthus, φυτούργιον, τό.
Växtkunskap, i μη ειρία βοτανών, ή.: ss.
vetenskap, βοτανική, ή.
Växtkännare, ό ϊμπείρως έχων τών φυτών
1. βοτανών.
Väx t lif, ή τών φ>υνών ζωή.
Växtlig, se Växtgifvande, Vegetativ.
Växtlighet, se Växt 1) o. Vegetation.
Växtriket, τά φυτά. τό τών φυτών γένος.
Växtsaft, se Saft.
Vörda, σέβεσ&αι (äfv. act.). αϊάεϊσ&αι. Λ’
αϊάους άγειν. άγασ&αι.: gm yttre tecken, τιμάν.
&εραπεύειν. άσπάζεσ&αι. δρησχεύειν (om
gudomlig vördnadsbetygelse).
Vördig, σεμνός, 3, σεμνοπρεπής, 2 (i det
yttre), σεβάσμιος, 2. σεβαστός, 3. aids σιμός, 2.:
lia en ν. min, σεμνοπροσωπειν.: tala i en ν. ton,
σεμνολογεϊν.
Vördighet, σεμνότης, σεμνοπρέπεια, ή.
σεβάσμιο της, ή.
Vördnad, σεβασμός, ο (religiös), ευσέβεια, ή
f. Gud, fädernesland, föräldrar), αϊάώς, ους, ή (i
allmht).: i det yttre ådagalagd, τιμή, ή.
θεραπεία, ή. d-ρησχεία, ή (f. Gud).: föremål f. v.,
σέ-βασμα, τό.: hålla i v., se Vörda.
Vördnadsbetygelse, τιμή, ή. d-εραπεία, ή.
Vördnadsbjudande, -värd, se Vördig.
Vördnadsfull, Vördsam, αϊάήμων, 2.
ταπεινός, 3. — Adv., μετ’ αϊ&ούς.: bete sig v. mot
ngn, αϊάεϊσ&αι, $εραπεύειν τινά.
Vört, (se Dricka) άζυμος, o.
X.
X, S, ξ, ξί, τό. Xylograph, ξυλογλύφος, ό.: vara χ., ξυΐογραφεϊν.
Ύ.
Υ, Υ, υ, ύ ψιλόν, τό.
Yfva sig, -vas, 1) eg., σπαργάν, σφριγάν
(om animal. väsenden), βρύειν (om träd o. d.).
κολπούσ&αι (om kläder), όγχοΰσ&αι (svälla; äfv.
oeg.). χαυνούσ&αι (pösa; äfv. oeg.)· 2) se
Brösta sig. 3) se Pråla.
Yf verb o ren, υπερβόρεος, 2.
Yfvig, ΰασύς, εϊα, ύ, λάσιος, 3 (lurfvig,
hårig, lummig), λοχμώόης, 2 (buskig), χολπώάης, 2.
Yfvighet, άασύτης, ή. o. gm adj.
Ylle, -η, έρεους, ά, ουν. ίρίου (gen. vnater.)
Ymnig, se Riklig, gifvande.
Ymnighet, se Riklighet.: årsväxtens y.,
εύετηρία, ή.
Ymnighets horn, χέρας τό τής Άμαλ&είας.
χέρας τό τού πλούτου.
Ymp, se Ympqvist.
Ympa, se Inympa.
Ympning, έγχέντρισις, ή. ίγκεντρισμός, o.
ένδεματισμός, ό.
Ympqvist, ίμβολάς, άάος, ή. έμβολον, τό.
εν&εμα, τό. ίπΐπηξ, ηγος, ό.
Yngel, γονή, ή. γόνος, ό. θρέμμα, τό. τόχος, ό.
Yngla, τοχεύειν.
Yngling, νέος, ο. νεανίσχος 1. (mera sällan)
νεανίας, ου, ό. έφηβος, ό (17—20 år),
μειράχι-ον, τό (14—20 år), äfv. παις, αι&ός, ό (eg. gosse),
ο iv ηλικία, iφ’ ήλιχίας (mognad).
Ynglingålder, -år, νεότης, ή. ήλιχία, ή.:
träda in i y:en, ήβάσχειν. εφηβον γίγνεσ&αι.:
vara i y:en, άχμάζειν τήν ήλιχίαν. νέον εϊναι.
νεανιεύεσ&αι. ήβάν (första).
Ynnest, -bevisning, se Bevågenhet,
Gunst, -bevisning.
Ynnestfull, se Bevågen.
Yppa, 1) se Röja. 2) gifva anledning, y.
tillfälle, άφορμήν παρέχειν.: y. sig, (προ-, be)-
φαίνεσ&αι. φανερόν, όηλον, προάηλον γίγνεσ&αι.
Ypperlig, έξοχος, 2. Εξαίρετος, 2. άιαφέρων,
ουσα, ον. άριστος, 3. κάλλιστος, 3. jfr
Förträfflig. äfv. gm smnsättning m. ε-υ, t. ex. y:t bete,
εύβοσία, ή.: y:t råd, εύβουλία, ή.: y.
afvelsamhet, ευγονία, ή.: y:t skick, ευεξία, ή.: y.
handling, εύεργεσία, ή.: y. befästning, εύέρχεια, ή.: y.
dag, εύημερία, ή.: y. årsväxt, εύετηρία, ή. ο. s. ν.
Ypperlighet, se Förträfflighet.
Ypperst, se Förnäms t.
Yppig» se Frodig, Praktfull, Luxuriös.
Yppighet, 1) se Frodighet. 2) se Prakt.
3) lyx, veklighet, τρυφή, ή. τρυφερό της, ή.
άβρό-ΐϊί, ή. χλιίή, ή.: slå sig på y., έξοκέλλειν εϊς
τρυφήν.
Yr, 1) eg., ϊλιγγιών, ώσα, ών. σκοτοάινιών,
ώσα, ών. παράφορος, 2. σκοτώάης, 2. 2) se
Oregerlig.
Yra, 1) ej vara sina sinnen mäktig, ϊλιγγιάν.
σκοτοάινιάν. σκοτούσ&αι. παραλέγειν, μαίνεσ&αι
(om en sjuk), äfv. άλλοφ>ρονεϊν. 2) fara
oregelbundet hit o. dit, στροβεϊσ&αι. άιαχεϊσ&αι,
άιαρ-ραίνεσ&αι (om stänk). [περι)φ>έρεσ&αι.: det y:r
(snö), χιών πολλή περιφέρεται, συρμός νιφετών
γίγνεται.
Yra, subst., 1) eg., ίλιγγος, ό. σκότωμα, τό.
2) se Fanatism.
Yr het, 1) eg., σκοτοάινία, ή. 2) se
Oregerlig h e t.
Yrka, se Fordra, Påstå, Påyrka.
Yrke, se Lefnadsyrke, -bana 2),
Handtverk.
Yrkesbroder, ομότεχνος, o.
Yrsand, se Flygsand.
Yrsel, se Svindel.
Yst-a, τυρούς πήγνυσ&αι. τυροποιεϊν. τυρενειν.
γ. sig, πήγνυσ&αι.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>