- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
532

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - Ö - Öfverlistande ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

532 öfverlistande —

Öfverlistande, παραλογισμός, ό. παράκρου-

Öfverljudd, se Högljudd.

Öfverlopps, till ö. = i öfverflöd, se d. o.

Öfverloppsverk, τό περιττόν. περιττον
έργον, τό. 1. d.

Öfverlupen, se under Öfverhopa,
Öfverdraga.

Öfverlycklig, vara ö., ύπερήιhädat,
ύπερ-χαίρειν.

Öfverlåta, se Afstå 1), Öfverlemna.

Öfverläder, χιτών ό τον υποδήματος.

Öfverlägga, -ggning, se Rådslå, -slag.
— öfverlagd, Ισκεμ μένος, βεβουλευμένος,
πε-φροντισμένος, 3. jfr Afsigtlig.

Öfverlägsen, κρείττων, 2. καθυπέρτερος, 3.:
i antal ngn ö., πολλαπλάσιος (3) τίνος: vara ngn
ö., κρείττω είναι, περιγίγνεσθαι, ύπερέχειν ηνός
(i ngt, τινί). πλεονεκτεϊν, πλέον έχειν ηνός.: vara
ngn ö. i makt, ύπερβάλλειν ηνά δυνάμει.

Öfverlägsenhet, τιλεονεξία, ή. κράτος, τό.
έπικράτεια, ή. Jfr Företräde 2).

Öfverläpp, άνώτερον χείλος, τό.

Öfverläsa, διελθεϊν αναγιγνώσκοντα.
έκμαν-θάνειν (lära sig utantill).

Öfverlöpa, -nde, -re, se Desertera,
-ertion, -ertör.

Öfvermage, se Minderårig.

Öfvermakt, το της δυνάμεως πλεονάζον,
υπερβάλλουσα ή δύναμις. έπικράτεια, ή.

Öfverman, ό κρείττων (ους), (έπι)κρατών
(ονν-τος).: han fick sin ö., έπ έτυχε τω αυτού
έπικρα-τούντι.

Öfvermanna, se Besegra.

Öfvermensklig, υπεράνθρωπος, 2. ύπερ
άν-θρωπον. μείζων ή κατ’ άνθρωπον. δεινός, θεϊος,
δαιμόνιος, 3.

Öfvermod, ύπερηφανία, ή. ύβρις, εως, ή.
φρόνημα, τό. τρυφή, ή.

Öfvermodig, υπερήφανος, 2. υπέρφρων, 2.
υβριστικός, 3.: ö. behandling, έπήρεια, ή.: vara
δ., ύπερηφανεϊν. μέγα φρονεϊν.: behandla ngn
ö:t, ν βρίζε ιν (εις, πρός) τινά. έντρυφάν τινι.

Öfvermogen, ύπέρωρός, 2.

Öfvermorgon, i ö., εϊςτρίτην ήμέραν. είς ένην.

Öfvermål, έπίμετρον, τό. -la, έπιμετρειν.

Öfvermätt, υπερβολή, ή. τό ύπερβάλλον,
ύπερ αϊρον.

Öfvermåttan, ύπερβαλλόντως. διαφερόντως.
Ισχάτως. ές τά έσχατα.: ö. stor, υπερμεγέθης, 2.
ύπερφυής, 2. μέγιστος, 3.: ö. stark, ύπερίσχυρος,
2. Ισχυρότατος, 3.: så i allmht gm smnsättning
m. υπέρ 1. gm superi.

Öfvermäktig, δυνάμει προϋχων, ουσα, ον.
χρατών, ούσα. νικών, ώσα.

Öfvermätig, υπέρμετρος, 2. περιττός, 3.

Öfve

rmätt, ύπερεμπλησθείς, εϊσα, έν.
διακο-ρής, διάκορος, 2. πλήρης, 2. μεστός, 3.

Öfve

r m ä 11 a, ύπερεμπιπλάναι.

Öfvermätt η ad, πλησμονή, ή. κόρος, ό.

Öfvernaturlig, ύπερφυής, έξαίσιος, 2. θειος,
δαιμόνιος, 3.

öfv er η ο g, ύπεράγαν.

Öfve

rplagg, περιβόλαιον, τό. ιμάτιον, τό.

Öfverraska, φθάνειν καταλαβόντα τινά.
έξ-αίφνης 1. έξ άπροσδοκήτου καταλαμβάνειν τινά
1. έπιπίπτειν, έπιστήναί τινι. Jfr Ert a ρ ρ a,

- Öfverspinna.

Öfverraskande, απροσδόκητος, 2.

Öfverraskning, τό άπροσδόκητον. τό παρά
τήν δόξαν συμβάν.

Öfverrida, 1) tr., ιππεύοντα 1. έλαύνοντα
άνατρέπειν τινά. 2) intr., Ιππεύοντα διαβαίνειν
1. περάν.

Öfverrock, έφεστρίς, ίδος, ή.

Öfverrumpla, αϊφνιδίως έπιπεσεϊν τινι.
έξ-απίνης 1. έξαπιναίως καταλαβεϊν τινα 1. τι. έξ
έφόόου λαβείν. Jfr Anfalla.

Öfverrumpling, gm υυ.: gm ö. intaga,
al-φνιδίως έπιπεσόντα αϊρεϊν.

Öfverräcka, όρέγειν. προτείνειν.

Öfverräkna, (έπι-, άνα)λογίζεσθαι.
άναπεμ-πάζειν.

Öfverräkning, (άνα)λογισμός, ό.

Öfv errätt, se Öfverdomstol.

Öfverse, 1) öfverskåda, καθ-, σύνοροtv.
κατα-θεάσθαι.: kunna ö., έξικνεϊσθαι τρ όψει.: orten
kan vidt ο. bredt ö:s, τό χωρίον κάτοπτον
πανταχόθεν.: lätt att ö., ευσύνοπτος, 2. 2) se
Genomse. 3) förbise, a) af oaktsamhet, παροράν.
περιοράν m. part. (af vårdslöshet), b) m. flit,
ύπεροράν. παριέναι. (παρ)αμελεϊν τίνος,
κατα-φρονεϊν τίνος. 4) se Förlåta.

öfverseende, έπιείκεια, ή. συγχώρησις, ή.
πραότης, ή. se f. öfr. Förlåtelse,
Medgörlig-het.

Öfversigt, σύνοψις, ή.

Öfversinlig, μετέωρος, 2. θειος, 3.

Öfversittare, ύβριστής, ου, ό.
νεανιευόμένος, ό. αύθάδης άνήρ, ό.

Öfverskaffa, se Öfverföra.

Öfverskatta, τού δικαίου πλέον νέμειν τινί.
ύπερ τήν άξίαν θαυμάζειν τι 1. τινά. ύπερτιμάν.
ύπεράγασθαι. ύπερθαυμάζειν.

Öfverskeppa, (δια)περαιούν, διακομίζειν,
δια-βιβάζειν πλοίω. διαπορθμεύειν.

Öfverskicka, έπι-, άποστέλλειν, διαποστέλλειν.
(δια-, έπι-, άπο)πέμπειν.

Öfver skickande, έπίπεμψις, ή. 1. gm νν.

Öfverskjuta, έξικνεϊσθαι εις τό πέραν,
ύπερ-βάλλειν (τινά τινι, i 1. m. ngt), ύπερεχειν (τινός
τινι).

Öfverskott, περιουσία, ή. χρήματα τά
π$ρι-όντα. άργύριον τό περιγιγνόμενον.

Öfverskotta, έπι-, καταχωννύναι.

Öfverskrida, ύπερβαίνειν, γίγνεσθαι ύπέρ u.
έκβαίνειν (t. ex. τήν ήλικίαν ο. s. ν.).

Öfverskrift, -fva, se Påskrift, -fva.

Öfverskygga, (έπι-, περι)σκεπάζειν. Jfr
Skydda.

Öfverskyla, se Betäcka, Bemantla.

Öfverskåda, se Öfverse 1).

Öfverskådlig, κάτοπτος, 2. σύνοπτος, 2.

Öfverskära, -rare, -rarekarda, -rning,
κνάπτειν 1. κναφεύειν. κναφενς, έως, ό. κνάφος,
ό. κνάψις, εως, ή.

Öfverskölja, se Öfvergjuta.

Öfv er slag, 1) på vågen, έπιρροπή, ή. 2) se
Öfverräkning.

Öfverslå, se Öfverräkna.

Öfversmeta, se Smeta.

Öfversockra, περιπλάττειν σάκχαρι 1.
σάχχα-ρόν τινι.

Öfverspela, μελετάν m. part., se Spela.

Öfverspinna, περιπλέκειν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0536.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free