- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
32

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Bekantskap ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

32

Bekantskap — Belåtenhet.

Bekantskap, γνώσις, Επιστήμη, Εμπειρία, ή
(m. en sak), γνώρισις, συνήθεια, οϊχειότης, η
(m. en pers.).: = bekante, γνώριμοι, συνήθεις,
φίλοι, οίκεϊοι, οι.

Beklaga, 1) uttala sitt medlidande:
οϊκτεί-ρειν, οίκτίζειν, τινά τίνος, ngn för ngt; m. bl.
acc. (ngn 1. ngt), [άπ)ο&ύρεσθαι,
(κατ)ολοφνρε-σθαι. οιμώζειν. κατοικτείρειν. 2) b. sig öfver,
se Klaga, Besvära sig

Beklagansvärd, οικτρός, Ελεεινός, άθλιος, 3.

Beklagligen, φευ. äfv. ονάεν άέον. ό 1. ώς
μή ώφελε γενέσθαι ο. d. omskr.

Bekläda, 1) eg. άμφιεννύναι, περιαμπέχειν,
Ενάύειν τινά τι. περιστέλλειν τινά τινι.
περιβάλ-λειν τινί τι. άμπέχειν (beklädnaden subj.). 2)
ο-eg., m. ett embete, περιάπτειν τινί τιμάς,
περιέ-πειν τινά τιμαϊς. κοσμεϊν τινα τιμαϊς.: b. ett
embete, se Embete.

Beklädnad, άμπεχόνη, ή. άμφίεσμα, τό.
πε-ριβόλαιον, περίβλημα, τό. περιστολή, ή. Jfr
Klädnad.

Beklämd, -ning, se Ängslig, Ängslan.

Bekomma, 1) tr., se Få. 2) intr., lända,
ha påföljd, άποβαίνειν, γίγνεσθαι.: huru har
resan bekommit dig, πώς άιάκεισαι 1. όιατέθεισαι
1. άπήλλαχας Εκ τής όάού.: b. väl, συμφέρειν.
λν-σιτελειν. καλώς εχειν.: bekomme det dig väl, ευ
σοι γένοιτο.: ngt bekommer mig väl, όνίναμαι,
ωφελούμαι εκ τίνος.: b. illa, βλάπτειν. βλαβερόν
είναι, κακώς εχειν.: det skall b. dig illa, κλαίων
1. ον χαίρων άπαλλάξεις. οΐμώξει. κλαυσει.
άχθέ-σει τούτω.

Bekosta, τά χρήματα 1. τάς άαπάνας
παρέ-χεσθαι εις τι.

Bekostnad, på ngns b., τοις τελεσί τίνος,
παρεχομένου τινός τάς άαπάνας.: på egen b.,
τοις αύτου 1. οϊκείοις 1. ιάίοις τέλεσιν, άπο τών
ϊάίων χρημάτων 1. bl. idia. äfv. gm αυτοτελής, 2.:
på statens b., Εκ άημοσίου. άημοσία.

Bekransa, στέφανο νν τινα. στέφανον
περι-τιθέναι τινί. στεφάνω άναάεϊν τινα.: m. sakobj.,
στέφειν, καταστέφειν τι.

Bekriga, πολεμεϊν τινι 1. πρός τινα.
πόλε-μον Εκφέρειν 1. αϊρεσθαι πρός τινα. Επιστρατενειν,
-σθαι τινι. όπλα 1. πόλεμον Επιφέρειν τινί.

Bekräfta, 1) gifva bestånd, gällande kraft,
βεβαιούν. Εμπεάούν. κυρονν, Επικνρονν.
Επιχειρο-τονεϊν, Επιψηφίζεσθαι (om folkförsamling). 2)
intyga ett flide, μαρτυρειν. επιμαρτνρεϊν.: m. ed
b., Επομνύναι.: = göra trodd, πιστόν ποιεϊν.
πί-στιν παρέχειν.: b. sig, πίστιν εχειν. φανερόν
γίγνεσθαι. 3) se Jak a.

Bekräftelse, βεβαίωσις, ή. κνρωσις, ή.
πί-στις, ή. ο. m. νν.

Bekymmer, μέριμνα, ή (poet. ο. Sedn.).
φρον-τίς, kΡος, ή. ανία, ή. λύπη, ή.: hafva b., dia
φροντίάος είναι, άνιάσθαι. Εν λύπαις εχεσθαι.:
göra ngn b., φροντί&α παρέχειν τινί. λύπαις
περιβάλλειν τινά. Jfr Bekymra.

Bekymmerfri, άλυπος, άμεριμνος, εύκολος, 2.

Bekymmerfrihet, άλυπία, άμεριμνία,
ευκολία, ή.

Bekymmer full, om pers., περίλυπος,
όύσ-θυμος, 2. άνιαρός, 3. σκυθρωπός, 3.: om saker,
se Följ.

Bekymmersam, άνιαρός, λυπηρός, 3.

Bekymmerslös, se Sorglös.

Bekymra, 1) tr., άνιάν, λυπεϊν τινα.
άά-κνειν τινά. άυσθυμίαν Εμβάλλειν τινί. μέλειν τινί.
Επιμελές είναι τινι. 2) refl., b. sig öfver 1. f.
ngt, άνιάσθαι, λνπεϊσθαί τινι 1. Επί τινι.
άχθε-σθαί τινι 1. Επί τινι. άνσθύμως εχειν περί τι.:
b. sig om ngt, φροντίζειν τινός 1. περί τίνος 1.
ύπέρ τίνος. Επιμελεϊσθαί τίνος, μέλει μοί τίνος 1.
τί. πρόνοιαν εχειν 1. ποιεϊσθαι τίνος.: = göra afs.
på, fråga efter, λόγον εχειν 1. ποιεϊσθαι τίνος.
Επιστρέφεσθαι, Εντρέπεσθαί τίνος.: b. sig om
ο-nyttiga ting, περιεργάζεσθαι.: b. sig föga om en
sak, όλιγωρεϊν τίνος, βραχύ φροντίζειν τινός.:
icke b. sig om ngt, άμελεϊν, άμελώς εχειν τινός.
— bekymrad, utom partt. äfv. adjj. under
Be-kymmerfull.: vara b. för ngn, φοβεϊσθαι,
άε-άιέναι ύπέρ τίνος 1. περί τινι 1. τινός. Jfr ofvan.

Bekänna, 1) tillstå rigtigheten af en annans
påstående, όμολογεϊν. καθ-, προς-, σννομολογεϊν.
Εξομολογεϊσθαι. φάναι. κατα-, συμφάναι.
άναάέ-χεσθαι.: frivilligt b., αύθομολογεϊσθαι. 2) yppa,
omtala, φράζειν. άηλονν. άποφαίνειν.: b. sig till
en vetenskap, tro, Επαγγέλλεσθαι.: b. sig till
Christendomen, άποάεικννναι εαυτόν χριστιανόν.

Bekännelse, ομολογία, όμολόγησις,
Εξομο-λόγησις, ή. ομολόγημα, τό. o.m.vv.: aflägga en
b., se Bekänna.: tvinga till b., καταναγκάζειν
τινά όμολογεϊν.: gm tortyr, Εκβασανίζειν.: enl.
din b., Εξ ων συ ομολογείς.

Belacka, se Förtala.

Belamra, γεμίζειν, ύπεργεμίζειν τί τίνος,
ά-τακτως τιθέναι τι εν τινι.

Belasta, φορτίζειν τι. φορτονν. φ>ορτίον
Εμβάλλειν 1. Επιτιθέναι τινί. Επισάττειν (hästar,
åsnor etc.), om skepp, γεμίζειν.: vara belastad,
μεστόν είναι τίνος, γέμειν τινός. oeg., Ενέχεσθαί
τινι.: belastad ni. skuld, νπόχρεως. Jfr
Betunga, Besvära.

Bele, καταγελάν τίνος. Jfr Begabba.

Beledsaga, se Ledsaga.

Belefvad, άστεϊος, 3. ομιλητικός, 3.
κομψός, 3. εντράπελος, 2. Επιάέξιος, 2.

Belefvenliet, κομψότης, κομψεία, ή.
ευτραπελία, ή. Επιΰεξιότης, ή.

Β e 1 j u g a, καταψεύάεσθαί τίνος. ψεύάεσθαι
κατά τίνος.

Belopp, αριθμός, ό. πλήθος, τό. τό
γιγνό-μενον. κεφάλαιον, τό. τό σύμπαν.

Belysa, 1) eg. καταλάμπειν τινός 1. τί.
κα-ταυγάζειν τι. 2) fig., se Förklara.

Belysning, 1) eg. κατάλαμψις, ή.
καταυ-γασμός, ό. Επιφωτισμός, ό. äfv. φώς, τός, τό.
2) fig., se Förklaring.

Belåna, άανείζεσθαι Επί τινι 1. νποθέντα τι
1. ύποθήκην (Ενέχυρον) άόντα τι.

Belåten, αυτάρκης, 2 (s. är sig sjelf nog).
εύκολος, 2 (lätt att tillfredsställa), ενθνμος, 2
(vid godt mod).: vara b. att, άγαπάν, στέργειν,
οτι, ει, ήν 1. m. part.: vara b. m. ngt, άγαπάν,
στέργειν τινί 1. τι. άρκεϊ μοί τι. άρκεϊσθαί τινι.
άρέσκεσθαί τινι.: gilla, godkänna, άποάέχεσθαι.
Επαινεϊν.: lefva b., ενκόλως ζήν. ανταρκέστατα
ζην.: göra b., se Tillfredsställa.

Belåtenhet, αυτάρκεια, ή. ευκολία, ή.
εύθυ-μία, ή.: ·= godkännande, άποάοχή, ή. έπαινος,
ό.: betyga ngn sin b., Επαινεϊν τινα.: vara till
allmän b., επαινον εχειν προς απάντων, ύφ’
ά-πάντων Επαινεϊσθαι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0036.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free