- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
50

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Bodbetjent ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

50

Bodbetjent — Bord.

Bodbetjent, o Επί rov καπηλειού. ό τον
κα-πήλου υπηρέτης, παις, δός, ό.
Bodjungfru, καπηλίς, k?ος, ή.
Bodmeri, συγγραφαϊ νavnxav (b. bref).:
gifva, taga lån på b., ναυτικώς δανείζειν,
δάνειζε σθαι.: d. lånade summan, τό ναυτικόν
(άμφο-τερόπλουν 1. ετερόπλουν, se Lex.).

Bodpris, ώνή, ή. τιμή ή καθεστώσα.
Bof, κακούργος, ό. παμπόνηρος, κάκιστος, ό.;
ss. skällsord, μιαρός, ό. τοι^ωρι^οί, ό.

Bof ak ti g, κακοίρ;/ο£, 3. παμπόνηρος,
κάχ*-οτο£·, 3.

Bofaktighet, κακονρ^α, »}. πονηρία, ή.
Bofast, οϊκίαν εχων.
Bofink, σπίνος, ό.

Bofstreck, -stycke, κακούργημα, τό.
πο-γήρευμα, τό.
Β of äl lig, σαθ·ρο£, 3. Ερείψιμος, 2.
Bog, ώμο?, ό.

Bogblad, ωμοπλάτη, άκρωμία, ή.
Bogsera, ρυμουλκεϊν.

Bohag, σκεύη t ών, τά. έπιπλα, τά.
κ«τ«-σκευή, ή.

Boja, δεσμός, ό (jpi. äfv. δεσμά, τά).: om
foten, 7iécij7, χοίνικες, ai (ett särskildt slags
fotbojor).: lägga, slå i bojor, se Fängsla: ligga i
bojor, (|y Λσμοϊ?).: lösa ngn ur hs bo-

jor, Avftv wm Ικ δεσμών, άπαλλάττειν τινά τών
δεσμών.: vara fängslad i ngns bojor (fig·),
άλώ-ναι, [συν)έχεσθαι ϊρωτί τίνος.

Bok (trädet), ό£ύα, jJ. : af b., όξύϊνος, 3.
Bok, βίβλος, ή. βιβλίον, τό. συγγραφή, ij.
γράμμα, σύγγραμμα, τό.: liten b., βιβλίδιον,
βιβλάριον, βιβλαρίδιον, τό.: räkenskapsb.,
^ρα,α-ματειον, τό.: skrifva en b., σνγγράφειν,
συντι-θέναι βιβλίον. skrifvandet, βιβλιογραφία, en
s. skrifver, βιβλιογράφος, ό.: utgifva en b., «V
τό ςρώ? Εκφέρειν βιβλίον. Εκ-, cfVacfrdövat
ον.: uppslå en b., άναπτύσσειν βιβλί-

ον.: föra till boks, άναγράφειν εις τό
γραμμα-τεϊον.

Bokbindare, βιβλιοδέτης, ου, ό (Nygr.).
Bokhandel, 1) eg., *0*/?λ*οπωλία, if. 2) se
B oklåda.

Bokhandlare, ^Αιοπώλ^?, βιβλιοκάπηλος, o.
Bokhållare, o τών διαλογισμών,
γραμματεύς, ό. ο Επικαθήμενος [Επί τής τραπέζης) (en
bankirs).

Bokhålleri, άναλο j/icr<uoV τών εϊλημμένων και
άνηλωμένων.

Bokkunnig, βιβλιακός, 3. έμπειρος
γραμμάτων 1. βιβλίων.

Bokkännedom, 17 τών βιβλίων 1. πίρ» τά
γράμματα Εμπειρία.

Boklåda, βιβλιοπωλεϊον, τό.
Bokmal, σίλφη, ή. σής, ό.
Bokrulle, κι/λίν<ίρο£, ο.
Boksamling, βιβλιοθήκη, £
Bokskåp, βιβλιοφνλάκιον, τό.
Bokstaf, στοιχεϊον, τό. γράμμα, τό.: efter
bokstafven, κατά τά γράμματα.: d. döda b., τό
γεγραμμένον γράμμα, αυτά τά γράμματα.:
ända till sista b., μ£/ρ* τ?£ ν<ίτάτης συλλαβής.

Bokstaflig, ό, >;, τό κατά 1. κατά τά

γράμματα.

Bokstafsskrift, τά γράμματα. jJ τών
γραμμάτων χρήσις.

Boktyckare, * τυπογράφος, ό.

Boktryckarkonst, * τυπογραφική {τέχνη), ή.

Boktryckeri, * τυπογραφία, ή.: verkstaden,
* τυπογραφεϊον, τό.
ι B^kvän, φιλόβίβλος, 2.

Bolag, κοινωνία, σύστασις, ή. συντέλεια,
ή. συμμορία, ή.

Bolagsman, κοινωνό?, ό. owreAtyf, oifT ό.
σύμμορος, ό.

Boll, σφ>αϊρα, ή. οφαιρίον, τό (dem.).: spela
b., σφαιρίζειν. σφαιρομαχεϊν. σφαίρα παίζειν.ι
kasta b., σφαϊραν ρίπτειν, βάλλειν.: slå b.,
σφαΐ-ραν κόπτειν, tillbaka,, άντικόπτειν.

Bollplats, σφαιριστήριον, τό.

Bollspel, σφαίρισις, ή. σφαιρισμός, ό. τό
σφαιρομαχεϊν.

Bollspelare. σφ>αιριστής, ό.: skicklig b..
σφ>αιριστικός, 3.

Bolmört, ύοσκύαμος, ό.

Bolster, υπόστρωμα, στρώμα, τό- ϋτιβάς,
άδος, ή. τύλη, j?. στρωμνή, ή.: fjäderb., πτιλωτή
στρωμνή.

Born, μοχλός, ό. Επιβλής, ητος, ό. έμβολο ν,
τό.: öppna b., Επιχαλάν 1. παραφέφειν τον
μοχ-λόν.: sätta för b., Επιβάλλειν τον μοχλόν.

Bom, skjuta, kasta, slå etc. b., gm
(Εξ)αμαρ-τάνειν o. farit.: ngt slår b. f. mig, άποτυγχάνω
τινός, ουκ άποβαίνει μοί τι.

Bombast, όγκος [της λέξεως), ό. κόμπος
(λό-γων, Επών), ό.

Bombastisk, κομπώδης, 2. διθνραμβώδης, 2.

Bomma, se Bom.

Β ο m ο 1 j a, ελαιον, τό.

Bomull, τά άπό ξύλων ερια. βύσσος, ή.: af
b., βύσσινος, 3. ξύλινος, 3.

Bomullsbuske, ξύλον, τό. Εριόξυλον, τό.

Bona, κηρψ Εντρίβειν. λεαίνειν.

Bondaktig, άγροικος, 2. άγροικικός, 3.
ά-γροιωτικός, 3.: uppföra sig b:t, άγροικίζεσθαι.

Bondaktighet, άγροικία,ή. άπειροκαλία, ή.

Bondböna, κύαμος, ό.

Bonde, άγροϊκος, ό. γεωργός, ό. χωρίτης,
ον, ό. ό τήν γήν Εργαζόμενος.

Bondestånd, 1) abstr., άγροίκου τάξις, ή.
2) concr., τό τών γεωργών κοινόν. οι άγροϊκοι,
γεωργοί.

Bondfolk, 01 Εξ άγρον. Se f. öfr. Bonde.

Bondgård, Επαύλιον, ιό.

B ondmat, -kost, χωριτική δίαιτα, ή.

Bondlater, -manér, -skick, τρόπος
γεωργού 1. άγροίκου f ό.

Bondqvinna, άγροϊκος γυνή, ή. άγροιώτις,
κΛκ, ή. ^ e

Bondstuga, άγροϊκος σκηνής ή. οικία η κατ*
άγρόν.

Bondvis, på b., άγροίκως.

Boning, οικησις, κατοίκησις, ή. οικία, ή.
οίκημα, τό.: taga, uppslå sin b., se Bosätta sig.

Boningshus, οικία, ή. οίκος, ό. οικητήριον% ιό.

Boningsort, -plats, se Bostad.

Boningsrum, δίαιτα, ή. διαιτητήριον, τό.
οίκημα, τό.: b. f. män, άνδρών, ώνος, ο.
άν-δρωνϊτις, ιδος, ή.: b. f. qvinnor, γυναικών,
ώνος, ό. γυναικωνϊτις, ιδος, ή.

Bopålar, se Bostad.

Bord, 1) ss. husgerådssak, τράπεζα, ή (i
all-mht). lAfoV, τό 1. ~ός, o (köksbord), άβαξ, κος,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0054.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free