- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
51

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Bordduk ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Bordduk — Bortblanda.

51

0 (f. prydnader, äfv. spelbord).: fig. = maten,
ätandet, τράπεζα, ή. δεϊπνον, τό. S-οίνη, ή.
δίαιτα, ή.: tillreda, duka b:t, κατα-, παρασκευάζει
τήν τράπεζαν, äfv. παρατι&έναι, εϊσφέρειν,
εϊοαί-ρειν.: taga, duka af b:t, αιρειν, άπαίρειν,
α</>α*-ρίϊΐ’, Εκφέρειν τήν τράπεζαν (emedan bordet
utbärs m. dets.).: sätta sig, sitta till bords,
κατα-χλίνεσ&αι Επι άείπνω, κατα-, άνακεϊσ&αι
δειπούν-τα (efter de gamles sed; i modern men.,
κα&ί-ζεσ&αι, κα&ήσ$αι Επι δείπνω. εϊναι περί
δεϊ-πνον användbart f. båda).: vid bordet, παρά
δεί-πνον. Εν τω δείπνω 1. δειπνεϊν. ΰειπνούντα.:
stiga upp fr. b:t, Εγείρεσ&αι 1. άνίστασ&αι Εκ 1. από
του όείπνου.: komma fr. b:t, γίγνεσθαι από του
όείπνου.: bjuda ngn till sitt b., καλεϊν τινα Επι
όεϊπνον.: hålla ett godt b., λαμπρά Trj diaiTrj
χρήσ&αι.: ha fritt b. hos ngn, προίκα λαμβάνειν
τήν τροφήν παρά τίνος.: ha ngn vid sitt b.,
τρο-φήν παρέχειν τινί. εστιάν τινα. 2) på skepp,
κρά-σπεδον (τής νεώς), τό. vanl. bl. ναύς, νεώς, ή.: gå
om b., εις-, Εμβαίνειν (εις τήν ναυν). Επιβαίνειν
(Επι τήν ναυν).: föra om b., ίϊς-, Εμβιβάζειν εις
ναυν (om pers.). Εντι&έναι, -σ&αι εις ναυν (saker).:
hafva om b., εχειν Επιβάτας (pers.), αγειν.
φέ-ρειν (bl. om fartyget).: kasta öfver b.,
Εκβάλλε-σ&αι. ρίπτειν εις τήν &άλατταν.: det s. kastas ο.
kastandet, Εκβολή, ή.: lägga sig om b. m. (fig),
se Beblanda sig.

Bordduk, Επιτραπέζιος ό&όνη, ή.

Bordel, se Horhus.

Bordkärl, Επιτραπέζια σκεύη, τά. σκεύη τά
πρός τό δεϊπνον.

Bordsamtal, λόγοι οι παρά τό δεϊπνον.
συμποτικοί λόγοι, οι.: föra b., άιαλέγεσ&αι Εν
δεί-πνψ 1. παρά τό άεϊπνον.

Bordsbön, Επιτραπέζιος ευχή, ή.

Bordsgranne, παρακλίτης, ου, ό. ό
παρακα-&ήμενος (vid sittning till bords).: vara b. till ngn,
παρακλίνεσ&αί τινι. παρακα&ήσ&αί τινι.

Bordsgäst, σύνάειπνος, ό.

Bordskamrat, σύνδειπνος, ο. σύσσιτος, ό.
όμοτραπέζιος, ό. συγκλίτης,ό. συμπότης, ό.:
vara ngns b., συνάειπνεϊν τινι.

Bordsällskap, se Föreg.

Β ord vi sa, σκόλιον, τό (särskildt slag hos Gr.).

Boren, se född.

Borg, ακρόπολις, εως, ή (i en stad), άκρα,
ή. πύργος, o.: kunglig b., βασίλειον, τό (vaul.
pl.).: = fast plats, ερυμα, τό. τείχος, τό. Jfr
Fäste.

Borga, 1) lemna på kredit, εις πίστιν
διδό-ναι. ά&οάίάοσ&αι μή άπολαβόντα τό άργύριον.
2) köpa på kredit, εις πίστιν λαβείν, πρίασ&αι.
ώνεϊσ&αι μή καταβάλλοντα τό άργύριον. 3) gå

1 borgen, se Borgen.

Borgaraktig, (m. föraktlig bibem.)
δημοτικός, 3. βάναυσος, 2. ανελεύθερος, 2.

Borgare, πολίτης, ό (medborgare), αστός, ό
(stadsbo), δημιουργός, ο (näringsidkare),
δημότης, ό (i mots. mot de adelige).

Borgare rätt, τά τών δημιουργών δίκαια.:
vinna b., εϊς τούς δημιουργούς Εγγράφεσβ·αι.

Borgarstånd, 1) abstr., ή τών άστών τάξις.
2) concr., οι δημιουργοί, οι άστοί. τό τών
δημιουργών κοινό ν.

Borgen, 1) ss. sak, Εγγύη, Εγγύησις, ή.
κα-τεγγύη> ή. Εξεγγύη, -ησις, ή (ish. f. en häktad).

πίστις, ή (oeg.).: gå i b. f. ngn 1. ngt,
Εγγυα-σ&αί τινα 1. τι, hos ngn, τινίΐ. πρός τινα.
άιεγ-γυάν, Εξεγγυάν τινά τινι 1. πρός τινα (gm b.
befria fr. häkte), oeg., πιστούσ9·αί τι. πίστιν
δούναι τινί τίνος, καταπιστούσ&αι υπέρ τίνος πρός
τινα.: jag går i b. f. att, άναδέχομαι m.fut. inf,:
låta ngn ställa b., κατεγγυάν τινα.: på b., Επ’
Εγγυητών.: den s. går i b. går i sorgen, Εγγύα(-η)
πάρα cT άτα(-η) (ordspr.). 2) ss. person, =
borges-man, Εγγυητής, ου, ό. εγγυος, ό. βεβαιωτής, ου,
ό.: ställa b., Εγγυητήν κα&ιστάναι 1. παρέχειν.

Borgenär, δανειστής, ου, ό. χρήστης, ου, ο
(äfv. gäldenär).: göra sig af m. sina borgenärer,
άπαλλάττειν τούς χρήστας. άποδούναι 1. άποτίνειν
τοις χρήσταις τά οφειλόμενα.

Borgerlig, πολιτικός, 3. άστικός,
δημιουργικός, δημοτικός, 3 (jfr Borgare).: = tarflig,
ταπεινός, 3. ευτελής, 2. μέτριος, 3.: =
medborgerlig, s. d.

Borgerskap, όι δημιουργοί, τό τών άστών
κοινόν.

Borgesman, se Borgen 2).

Borggård, αυλή, ή.

Borgmästare, πολιανόμος, ό. πολίαρχος, ό.
άρχων οντος, ό. ύπατος, ο.

Bornera, se Fradga.

Borr, τρύπανον, τέρετρον, τό. dem.,
τρυπά-νιον, τερέτριον, τό.

Borra, τρυπάν. τετραίνειν.: b. ett skepp i
sank, καταδύειν, καταποντίζειν, -ούν ναυν.

Borrning, τρύπησις, ή. τρύπημα, τό.

Borst, μήριγξ 1. σμήριγξ, γγος, ή. äfv. &ρίξ,
τριχός, ή.: borsten resa sig, φρίσσουσιν at
τρίχες.: resa b., se Borsta sig.

Borsta, 1) af borste, καλλννειν. κα&αίρειν.
2) af borst: b. sig, om djur, φρίσσειν τάς
τρίχας, mot ngn, άντιφρίσσειν. om mskr,
&ραούνε-σθ-αι. άναχαιτίζειν.

Borste, κάλλυντρον, τό.: en målares,
χρω-στήρ, ήρος, ό. Jfr Pensel.

Borstig, λάσιος, 3. άασύς, 3. τραχύς, 3 (sträf).

Bort, Εκποδών, πόρρω (långt b.), vanl. gm
smnsättning m. præpp. άπό, Εκ, παρά.: längre,
längst b., π ορρωτέρω, -άτω.: b.! b. med! άπαγε.
Εκποδών.: b. m. dig, άπαγε σεαυτόν. ερρε.
άπερ-ρε. Ofta gm omskr. m. οϊχεσ&αι, άφανίζειν,
d-πολλύναι m. fl. efter smnhanget t. ex. löpa b.,
oi-χεσ&αι άποδραμόντα.: gräfva b., σκάπτοντα
άφανίζειν.: leka b., παίζοντα διατρίβειν (τον
χρό-νον) 1. άπολλύναι (t. ex. τά άγα&ά, τήν ουσία ν).:
skämta b. sin sorg, παΰιά Εκπλήττειν τό
λυπη-ρόν.: arbeta b. ngt, πονούντα άπαλλάττειν τι 1.
-&αί τίνος. ο. s. ν.

Borta, φρούδος, 3. Εκποδών, πόρρω (långt
b.).: vara b., Εκποδών εϊναι. οϊχεσ&αι.
άπεληλυ-&έναι.: i mots. mot hemma, εξω.: vara b., εξω
εϊναι. άποδημεϊν (utom landet).: han är, blef b.
(= förlorad), άπόλωλεν. οϊχεται. άπώλετο.

Bortaccordera, se Borttinga.

Bortarrendera, Εκδιδόναι. μισ&ονν. άπο-,
Εκμισ&ούν. — bortarrenderad, έκδοτος, 2. —
-ering, εκδοσις, Εκμίσ&ωσις, ή.

Bortauctionera, αποκηρύττειν. δημοσία
πράτ-τειν. -er in g, άποκήρ υξις, ή.

Bortbjuda, έ’£ω καλεϊν. Se Inbjuda.

Bortblanda, μιγνύντα 1. συγχέοντα
άφανίζειν, άποκρύπτεσ&αι 1. διαστρέφειν (förvrida).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0055.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free