- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
73

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - D - Dryckeslag ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Dryckeslag — Dufhane.

73

ικος, ή. λεπαστή, ή. λεκάνη, ή. φιάλη, ή. κώθων,
ωνος, ο. αρνβαλλο?, ο. κοτύλη, ή. κισσύβιον, τό.
κέρας, τό ο. deHom., αλίκΓοι>, κιίπίλλο*’,

αμφικύπελλον, τό. Se Lex.).

Dryckeslag, συμπόσιον, τό. πότος, ό. »i Εν
πότοις συνουσία. συμπόται, οΐ.

Dryckesoffer, σπονδή, λο^, ή. jf

(dta ish. för döda: samtliga yanl. i pl.).: anställa
ett d., σπονδάς ποιεϊσθαί. σπένδειν, -σθαι.

Dryckesvisa, σκόλιον, τό.

Dryg, a) öfverskridande måttet, υπέρμετρος,
2. περιττός, 3. b) om kärl ο. d. (πολλών)
cFfxw-3. χωρητικός, 3. πολλ« ^ωρώ»/ 1.
δεχόμενος. ευρύς, 3. c) stor, ansenlig, μέγας, 3.
πο-λιίί, 3. clfwof, 3. d) länge räckande, μόνιμος,

2. πολνι/ χρόνον Εξ-, διαρκών, ίπι πολύ άντέχων.
e) se Uppblåst.

Dryghet, a) τό ύπέρμετρον. τό περιττόν. b)
εύρύτης, ή. τό πολλά χωρεϊν. c) μέγεθος, τό.
πλήθος, τό. d) se Följ. e) se Uppblåsthet.

Drygsel, τό πολιίι/ χρόνον Εξ-, διαρκεϊν. Επι
πολύ άντέχειν.: icke ha ngn d., ταχέως, Εν βραχεί
(κατ)αναλίσκεσθαι.

Drypa, 1) intr., λείβεσθαι. στάζειν.
ψακά-ζειν, ψεκάζειν. ρεϊν (flyta).: drypa af ngt,
άπο-στάζειν τι. ρεϊν τινι.: drypande, στακτός, 3. 2)
tr., στάζειν. σταλάζειν.: ά. ngt på ngt,
κατα-στάζειν τι εις τι 1. (κατά)τινός (ned öfver ngt).:
d. ngt i ngt, Ενστάζειν 1. Ενσταλάζειν τι εις τι.

Dråp, φόνος, ό. σφαγή, ή. Jfr Mord.

Dråpare, se Mördare.

Dråplig, κάλλιστος, 3. χρηστότατος, 3., θειος,

3. Jfr Förträfflig.

Dråpslag, καίρια πληγή, ή.

Drägg, 1) eg., τρύξ, νγός, ή. Jfr
Bottenfällning.: d. af olivolja, άμόργης, ου, ό. 2)
lig. (af folk), όχλος, o. συρφετός, ό.

Dräggig, τξυγώδης, 2.

Dräglig, άνεκτός, άνασχετός, 2. τλητός, 3.
(vanl. m. negat.). φορητός, 3. μέτριος, 3.: det
går mig drägligt, μετρίως πράττω.

Dräglighet, τό άνεκτόν. μετριότης, ή.

Drägt, Εοθής, ήτος, ή. στολή, ή. σκευή, ή.
σχήμα, τό. Ofta gm part. περιεσταλμένος, 3. t.
ex. i en skön d., καλώς περιεσταλμένος.

Dr ägt ig, έγκυος, Εγκύμων, 2. Επίφορος, 2.
κυοφόρος, 2.: vara d., κυοφορεϊν. Εν γαστρί
φέρειν 1. εχειν.

Drägtighet, κύησις, ή. κυοφορία, ή.

Dräng, se Tjenare.

Dräng ak tig, άνδραποδώδης, 2.
ανελεύθερος, 2.

Dränka, πνίγειν υδατι. καταβαιττίζειν.
άπο-πνίγειν.: i hafvet, καταποντίζειν, καταποντούν.:
= blöta, s. d.

Dräpa, άπο-, κατακτείνειν. φονεύειν.
άναι-ρεϊν. — dräpande (fig·), εύστοχος, 2.
σαφέστατος, 3. πικρότατος, 3.

Drätsel, πόροι, οϊ. τέλη, τά. πρόσοδοι, at.

Drög, χαμουλκός, ό.

Dröja, μέλλειν, δια μέλλειν, όκνεϊν (äfv. m.
inf., "d. att"), βραδύνειν, Επέχειν, διατρίβειν,
χρονίζειν (bl. abs.).: d. m. ngt, άναβάλλεσθαί τι
(uppskjuta).: d. länge borta, πολύν χρόνον
άπεϊ-ναι.: utan att d., ού μέλλων.: det dröjde länge
innan han kom, ήν πολύς χρόνος, ότε άφίκετο.
oxpl ήκεν. όφίζων άφίκετο. ώψίΰθη.: d. på ett

ställe, διατρίβειν, μένειν, καταμένειν εν τινι
τόπω. χρονίζειν.: d. vid ngt, προσδιατρίβειν,
Εν-διατρίβειν τινί. διατρίβειν περί τι. καθήσθαι πρός
τινι.: å. hos ngn, παραμένειν τινί. διατρίβειν
μετά τίνος, συνδιατρίβειν τινί.

Dröjsmål, μέλλησις, διαμέλλησις, ή.
μελ-λησμός, ό. όκνος, 6. τριβή, διατριβή, ή.
Επίσχε-σις, ή. καθέδρα, Επιμονή, ή (qvardröjande).

Dr öm, Ενύπνιον, τό. όνειρος, ό. όναρ (bl.
nom. ο. acc.) τό.: ha en d., όναρ όράν. όνείρω
συνεϊναι.: sända en d., φαίνειν όναρ.: en d.
tillsändes mig af en gud, όναρ ορώ άπό θεού
τίνος.: i d. οναρ.: icke ens i d., ού δ* όναρ.:
visande sig i d., Ενύπνιος, 2.: tyda en d., κρίνειν,
λέγειν, φράζειν όνειρον.

Drömbild, se Drömsyn.

Drömbok, όνειροκριτικά, τά.

Dr ömma, όνειρώττειν, όνειροπολεϊν (om ngt,
τι; det sedn. äfv. fig.). Ενυπνιάζειν, -σθαι.: jag
drömde, καθ’ ύπνον εδοξέ μοι. είδον όναρ. —
drömmande, ονειρώδης, 2. νωθρός, 3, νωθής,
2 (sömnaktig).: vara d., νυστάζειν (oeg.).

Drömmande, όνειροπολία, ή. όνείρωξις, ή.

Drömmare, Ενυπνιαστής, ού, ό. ο. m. partt.

Drömsyn, -villa, Ενυπνίου 1. όνείρατος όψις,
ή. Ενύπνιον, τό. τό Επιφαινόμενον Εν τω ύπνω.
ή Εν τοις όνείροις φαντασία.: ha 1. se en d.,
όράν Ενύπνιον 1. όναρ.

Drömtydare, -erska, ονειροκρίτης, ου, ό.
-κρίτις, ιδος, ή. δνειρόμαντις, εως, ό, ή.
όνει-ροσκόπος, ό, ή. ονείρων υποκριτής, ού, ό.

Drömtyderi, όνειροκριτική, ή.

Dröna, νωθρεύεσθαι. σχολάζειν.

Drönare, νωθρός, 3. σχολαστής, ού, ό. b)
= vattenbi, κηφήν, ήνος, ό.

Du, σύ. m. tonvigt, σύγε. Ss. Subj. utsättes
det bl. vid eftertryck 1. motsats.

Dualis, δυϊκόν, τό. δυϊκός, o.: i d., δ νικώ ς.

Dubbel, a) bestående af 2 delar, διπλούς, 3.:
lägga d., πτύσσειν.: allt dubbelt 1. mångfaldigt
sammanlagdt, πτυχές, πτυχαί, αι.: göra d.,
διπλούν. b) i 2 exemplar förefintlig, Λττό$·, 3.
δίδυμος, 3 n. 2. c) än en gång så stor, διπλάσιος,
3.: dubbla priset, διπλασία τιμή. διπλάσιον, τό:
göra dubbelt så stor, διπλασιάζειν.: dubbelt,
dubbelt så mycket, διπλάσιον. δις τοσούτον, d) fig.,
om charakteren, se Falsk, Inbunden. — Ofta
gifves d. gm smnsättngr med δις-, δι-, t. ex. d.
portion, διμοιρία, ή. τό δίμοιρον. Jfr nedanf.

Dubbelbägare, άμφικύπελλον, τό.

Dubbelchor, διχορία, ή.

Dubbeldrachma, δίδραχμον, τό.

Dubbeldörr, δικλίς (θύρα), ίδος, ή.

Dubbelfot (i metriken), διποδία, ή.

Dubbelkonsonant, σύμφωνον διπλούν, τό.

Dubbellopp, i rännbanan, δίαυλος’, ό (ss.
sträcka), διαυλοδρομία, ή (sjelfva löpandet).: löpa
1. täfla i d., διαυϊ,οδρομεϊν. δίαυλον άμιλλάσθαι.:
en s. täflar i d., διαυλοδρόμης, ου, ό.

Dubbelmantel, δίπϊαξ, ακος, ή. διπλοίς,
ίδος, ή.

Dubbelmening, se Tvetydighet.

Dubbelnatur, διπλή φύσις, ή. διφυία, ή.

Dubbelobol, διώβολον, τό.

Dubbla, se Fördubbla.

Duell, so Envig.

Dufhane, περίστερος, o.

10

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0077.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free