- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
85

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - E - Enslighet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Enslighet — Erfarenhet.

85

föra ett e. lif, έρημον άγειν τον βίον. Εν Ερημιά
διάγειν 1. είναι. Εν ησυχία διάγειν.: s. för ett
sdnt, äfv. μονήρης, μονότροπος (ish. om djur).

Enslighet, se Ensamhet.

Ε η spänd, μονοζυγής, 2. μονόζυξ, γος, ό, ή.

Enstafvig, μονοσύλλαβος, 2.

Enstaka, χωρίς ών, ονσα, ον 1. γιγνόμένος,
3 1. κείμενος, 3. κεχωρισμένος, 3. μόνος, 3.
σκεδασμένος, 3. σπορά?, cécFoff, oe, jJ. .Acfo.,
^ω-Εφ’ εαυτού.

Enstämmig, μονοστελέχης, 2.

Enstämmig, 1) af, för en röst, μονόφωνος,
2. 2) öfverensstämmande, σύμφωνος,
ομόφωνος, 2. ομογν ώμων, 2. ομολογούμένος, 3. ofta
gm πάντες, άπαντες, σύμπαντες, t. ex. enl. e.
tanken, γνώμφ tjJ τω^ συμπάντων, ώς πάσι
cfo-etc.: vara e., συμφωνεϊν. ταύτα γιγνώσκειν.
ταΰτά λέγειν.: icke vara e., διαφωνεϊν. — Adv.,
μια φων$. μια γνώμ%. Εκ μιάς γνώμης,
παμψηφεί. ομοθυμαδόν, ομολογουμένως.: e. påstå,
ομο-λογεϊν.: det beslöts e., συνέδοξε πάσιν.

Enstämmighet, όυμφωνία, ή. ομόνοια, ή.
όμογνωμοσύνη, ή.

Enständig, se Enträgen.

Enthusiasm, Ενθουσιασμός, ο.: vara i e.,
Ενθεάζειν. Ενθουσιάζειν, -σιάν. κατέχεσθαι (υπό
θεού).: försätta i e., ένθεον ποιεϊν. -äst,
Ενθουσιαστής, ου, ό. -äst i sk, Ενθουσιαστικός,
Ενθε-αστικός, 3. ένθεος, 2. θεόληπτος, 2.

Entlediga, se Afsked a.

Entonig, μονότονος, 2.: fig., ψυχρός και
ά-μετάβολος.

Entonighet, μονοτονία, ή.

Entreprenad, Εργολαβία, ή.: taga ngt på
e., Εργολαβεϊν, ώνεϊσθαί τι.: utlemna ngt på e.,
μισθοί)ν τι. -prenör, Εργολάβος, ό. ώνητής,
ου, ό.

Enträgen, λιπαρής, 2. σπουδαίος, 3.: bedja
enträget, λιπαρεϊν.: e. yrka, vidhålla, λιπαρώς
εχειν. άντέχειν. Ισχυρώς κατατείνειν.

Enträgenhet, λιπαρία, ή.

Envig, μονομαχία, ή : utmana på e.,
προ-καλεϊσθαι εις μονομαχίαν.: hålla e., kämpa i e.,
μονομαχεϊν, Ιδία μάχεσθαι, m. ngn, τινί 1. πρός
τινα.: besegra i e., καταμονομαχεϊν.

Envis, 3. ισχυρογνώμων, 2. άπειστος,

2. άνεπιεικής, 2. αυθάδης, 2.: = ihärdig, s. d.

Envisas, λιπαρώς εχειν περί τι 1. acc. m.inf.
λιπαρεϊν m. inf (i en bön), άντέχειν περί τίνος,
ισχυρώς κατατείνειν (i ett yrkande), στερρώς 1.
αύβάδως διαμένειν εν τινι 1. m. part. 1. διατε~
λεϊν m. part. (i ett tillstånd).

Envishet, ισχυρογνωμοσύνη, ή. αύθάδεια, η.

Envåldsherre, -herrskare, τύραννος, ό.
αυτοκράτωρ, ορος, ό. μόναρχος, ό. μονάρχης,
ου, ο.: vara e., τυραννεϊν. μοναρχεϊν.
βασι-λεύειν.

Envåldskonung, βασιλεύς αυτοκράτωρ, ό.

Envåldsmakt, -regering, se Följ.

Envälde, τυραννίς, ίδος, ή. μοναρχία, ή.
αυτοκρατορία, ή.

Enväldig, μόναρχος, 2. αυτοκράτωρ, ορο?,
ο, ή.: — hörande till envälde, μοναρχικός, 3.

Enär, se Emedan.

Enögd, μονόφθαλμος, 2 (m. bl. ett öga).
Ετερόφθαλμος, 2 (m. ett brukbart öga), μιάς
όψεως στερηθείς, εϊσα, έν (s. förlorat ett öga).

Enörig, μόνωτος, 2.

Ephor, έφορος, o.: hans embete, Εφορεία, ή.:
innehafva ett sådant, Εφορεύειν.

Epidemi, se Farsot, -isk, Επιδήμιος,
Ev-δήμιος, 2. λοιμώδης, 2.: vara e., Επιδημεϊν.: e.
utbredning, Επιδημία, ή.

Epigram, Επίγραμμα, τό.: göra ett e. öfver
ngn, Επιγραμματίζειν τινά.: en som diktar e.,
Επιγραμματοποιός, o.

Epilepsi, se Fallandesot, -ptisk,
Επί-ληπτος, 2. Επιληπτικός, 3. πτωματιζόμένος, 3.:
e. anfall, Επιληπτικά, τά.: utsatt för sdne, τοϊς
Επιληπτικοϊς ϊνοχος, 2.

Epilog, Επίλογος, ό.

Episk, Επικός, 3.: den e. poesien, ή τών Επών
ποίησις.: e. skald, Εποποιός, ό.: e. dikt, επος,
τό. έπη, τά. Εποποιία, ή.: e. vers, έπος, τό.

Episod, Επεισόδιον, τό. παρενθήκη, ή.
Εμ-βόλιον, τό.: anbringa en e., Επεισοδιούν.
παρεμ-βάλλειν λόγον.

Epistel, se Bref.

Epitaphium, se Grafskrift.

Epoch, Εποχή, ή. χρόνος, ό.

Epopé, Epos, έπος, τό, ο. pl. Εποποιία, ή.

Ε qu i page, ΐπποι, οι. -ρ era, se
Utrusta.

Er, ert, se Eder.

Erbarmlig, -het, se Jemmerlig, -het.

Erbjuda, παρέχειν, -σθαι. διδόναι. Ενδιδόναι.
όρέγειν. προτείνειν.: e. sig, παρέχειν Ιαυτόν.:
tillfälligtvis e. sig, παρατνγχάνειν.: e. sig åt
faran, παρέχειν Εαυτόν εϊς κίνδυνον.: tillfälle e.
sig, άφορμή δίδοται 1. γίγνεται. καιρός Εστι 1.
παραπ’πττει. πάρεστι, έ’ξεστι, έστι, ένι, m. inf.:
e. sig att göra ngt, Επαγγέλλεσθαί τι 1.
ι^.ύπι-σχνεϊσθαι, άναδέχεσθαι ποιήσειν τι.

Erbjudande, Επάγγελμα, τό. f. öfr. νν.

Eremit, άν αχώρητης, ου, ό. Ερεμίτης, ου, ο£.
-tage, άναχώρησις, ή. Ερημιά, ή. -t-lif, oc Εν
Ερημιά βίος. -t-lik, άναχωρητικός, 3. έρημος, 2.
Ερημικός, 3.

Erfara, 1) få veta, höra, πυνθάνεσθαι.
ά-κούειν. μανθάνειν. αίσθάνεσθαι. παραλαμβάνειν.:
noga e., καταμανθάνειν. Εκπυνθάνεσθαι. 2) gm
egna försök inhämta, έμπειρον γίγνεσθαι τίνος,
πεϊραν λαμβάνειν τινός. 3) emottaga intryck på
känselsinnet, αισθάνεσθαι. συμβαίνει μοί τι.
πά-σχειν. περιπίπτειν τινί. Jfr Κ ä η η a. — erfaren,
έμπειρος, Επιοτήμων, 2, i ngt, τινός, σοφός, 3,
φρόνιμος, 2, i ngt, εις τι 1. περί τι 1. τινός.
Εντριβής, 2, i ngt, τινί.: vara e. i ngt,
Εμπεί-ρως εχειν τινός.

Erfarenhet, l)gm iakttagelser förvärfvad
kunskap, Εμπειρία, ή. σοφία, ή. 2) iakttagelse,
erfarande, πεϊρα, ή.: komma i e. af, se Yeta:
af e. veta, πεϊραν έχειν, ngt, τινός, εϊδέναι τι
πείρα μαθόντα 1. πεπειραμένον.: af e. känna ngt,
Εμπείρως έχειν τινός.: tala af e., λέγειν Εμπείρως
έχοντα 1. πείρα εϊδότα : gm e. lära känna, ξϊς
πεϊραν έρχεσθαί τίνος. Εμπειρίαν κτήσασθαί
τίνος.: skaffa sig e. i, af ngt, πεϊραν λαμβάνειν
τινός.: jag har gjort den e., Ev πείρα γενόμενος
1. πεπειραμένος οϊδα.: samla en rik e., πολλών
έμπειρον γίγνεσθαι.: e. skall lära det, αυτό
δείξει, δηλώσει.: gm e. bli klok, παθόντα γνώναι.:
efter min e., Εξ ών Εγώ έμαθον πεπειραμένος.
Εξ ων Εγώ φσθημαι 1. πέπονθα.: den dagliga e.,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0089.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free