- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
110

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Furie ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

110 Furie-

Furie, Έρινύς, ύος, ή.: Furierna, ’Ερινύες,
Ευμενίδες, al: lik en f., Ερινυώδης, 2.

Furste, άρχων, οντο£. ο. βασιλεύς, έως, ο
(herrskare i en monarchisk stat), τύραννος, δ
(hr o. en, s. i en fristat bemäktigar sig
regeringen, oafsedt om dna är hård 1. ej).

Fursteförbund, σύνταξις βασιλική 1.
βασιλέων, ή. βασιλείς σύμμαχοι, οι.

Furstegunst, ή (παρά) βασιλέων εύνοια I. χάρις.

Furstehof, βασιλέως αυλή, ή.

Furstehus, βασιλικός 1. βασιλέως οίκος, ό 1.
οικία, ή. βασιλικό ν γένος, τό.

Furstendöme, άρχή, ή. βασιλεία, ή.

Furstinnna, βασίλεια, βασίλισσα, ή. ή του
άρχοντος γυνή.

Furstlig, ό ή τό άρχοντος 1. βασιλέως
(fursten tillhörande), βασιλικός, 3 (s. tillhör 1.
anstår en furste).: = praktfull, präktig, lysande,
se d. oo.

Fuska, ϊδιωτενειν (befatta sig m. ngt, hrtill
man saknar rätt 1. skicklighet), αύτοϋχεδιάζειν
(slarfvigt, utan förberedelse 1. omtanka göra ngt).
ψαύλως Εργάζεσθαι.

Fuskare, ιδιώτης, ό. αύτοσχεδιαστής, ό.:
vara en f. i ngt, ίδιωτεύειν τινός 1. περί τι.
άπειρον είναι 1. άπείρως εχειν τινός.

Fuskeri, 1) ss. handling ο. egenskap,
αυτοσχεδιασμός, ό. άπειρία, ή. 2) ss. sak,
αύτοσχε-δίασμα, τό. φαύλον έργον, τό.

Futtig, se Lumpen.

Fux, πυρρός ϊππος, ό.

Fy, άπέπτυσα. ώ. φευ.

Fylla, πληρούν, Εκ-, άναπληρούν, πλήρη 1.
εκ-πλεω ποιεϊν (äfv. ett antal), πιμπλάναι,
Εμπιπλά-ναι, άναπιμπλάναι, μεστούν, άναμεστούν, m. ngt,
τινός, γεμίζειν τινός.: f. en vätska i ett kärl,
Εγχεϊν εις τι.: = färsera, se d. o.: f. bristen, τό
Ελλεϊπον άναπληρούν, Εκπιμπλάναι.: f. sin pligt,
διαπράττειν 1. άποτελεϊν τά προσήκοντα 1.
δέοντα.: hafva fyllt 60 år, είναι υπέρ Εξήκοντα ετη.
— f. sig, m. pass. af nämnde vv.

Fylla, se Rus.

Fylleri, se Dryckenskap, Rus.

Fyllhund, μεθυστής, ου, ό. μεθυστικός, 3.
Jfr Drinkare.

Fyllig, ενσαρκος, 2. σάρκινος, 3.
πολύσαρ-κος, 2. (mycket f,). παχύς, 3. άδρός, 3.
στρογγυλοί3 (rund, äfv. om periodbyggnad o. ljud).:
m. f. röst, εύφωνος, καλλίφωνος, 2.

Fyllighet, εύσαρκία, ή. παχύτης, ή.
άδρό-της, ή. στρογγυλότης, ή.

Fyllnad, πλήρωμα, τό. άνα-, Εκπλήρωμα,
τό. τό πληρούν, Εκ-, άναπληρούν.

Fyllning, 1) fyllande, πλήρωσις, Εκ-,
άνα-πλήρωσις, ή. Ι öfr. gm νν. 2) det hrmed fylles,
πλήρωμα, τό. af jord, χούς, χοός, ό. χώμα, τό.:
sten s. användes till f., χάλιξ, ικος, ο ο. ή.

Fynd, ερμαιον, τό. εύρημα, τό. κέρδος, τό
(oeg.):: anse ngt för ett f., ερμαιον 1. εύρημα,
ποιεϊσθαι τι. κέρδος ήγεΐσθαι τι.: göra ett f.,
ερ-μαιον 1. εύρημα εύρισκε ιν. λαβείν ερμαιον. κέρδος
φέρεσθαι.

Fyndig, εύρετικός, Εξευρετικός, 3.
Επινοητικός, 3. άγχίνους, 2. εύμήχανος, 2. μηχανικός,
3. εύτράπελος, 2.

Fyndighet, άγχίνοια,ή. εύτραπελία, ή ο. gm

adj.

-Få.

Fyr, 1) gevärseld: ge f., πυροβόλοις (πυροβ.
μηχαναϊς, m. grofva skjutvapen) βάλλειν. hos de
gamle, βάλλειν. άφιέναι τά βέλη. 2) för
sjöfarande, πυρσός, δ. φρυκτός, ό.: underhålla en f.,
φρυκτωρεϊν. πυρσεύειν.

Fyra, se Elda o. Föreg.

Fyra, τέτταρες, a.: ss. siffra δ’.: talet f.,
τετράς, άδος, ή. τετρακτύς, ύος, ή.: en tid af f.
dagar, τετράς, άδος, ή.: f. dagars, τετραήμερος,
2. τεττάρων ημερών.: f. månaders, τετράμηνος,
2.: en tid af f. år, τετραετία, ή.: f. gånger,
τε-τράκις.: f. alnar, famnar, handbredder, finger (lång,
bred etc.), τετράπηχυς, 2, τετρόργυιος, 2,
τετρα-πάλαιστος, 2, τετραδακτυλιαϊος, 3.: f. fot (lång
etc.), ποδών τεττάρων. τετράπεδος, 2.: gå på f.
fötter, τετραποδίζειν.: krypa på alla f.,
τετρα-ποδητί 1. -ιστί βαδίζειν.: mel. f. ögon, Εφ*
εαυτών. μόνοι, χωρίς τών άλλων, -årig, τετραετής,
2. Ετών τεττάρων.: en f. gosse, παις ετη τέτταρα
εχων 1. γεγονώς 1. πέμπτον ετος άγων.

Fyrahundra, τετρακόσιοι, 3.: ss. siffra υ’.:
i. gånger, τετρακοσιάκις.: den fyrahundrade,
τε-τρακοσιοστός, 3.

Fyratal, τετράς, άδος, ή. τετρακτύς, ύος, ή.

Fyratio, τετταράκοντα.: ss. siffra μ’.: talet
f., τετταρακοντάς, άδος, ή (äfv. en tid af f.
dagar).: s. räcker i f. dagar, τετταρακονθήμέρος, 2.
τετταράκοντα ημερών.: en tid af f. år,
τετταρα-κονταετία, ή.: f. alnar, famnar (lång, bred etc.),
τετταρακοντάπηχυς, τετταρακοντόργυιος, 2.: f.
gånger, τετταρακοντάκις.: — den fyrationde,
τετ-ταρακοστός ,3.: på fyrationde dagen,
τετταρακο-σταϊος,3. -årig, τετταρακονταετής 1. -ούτης, ου,
ό. -αετίς, ίδος, ή.

Fyratiotusen, τετρακισμύριοι, 3.: ss. siffra μ.

Fyratusen, τετρακισχίλιοι, 3.: ss. siffra [δ:
den fyratusende, τετρακισχιλιοστός, 3.

Fyrbent, τετράπους, ουν, gen. -ποδος.

Fyr dubb el, -fal dig, τετραπλούς, 3.
τετραπλάσιος, 3. τετραπλασίων, 2.: f. portion,
τετρα-μοιρία, ή.: f. rad, τετραστοιχία, ή.

Fyr del a, τετ ραχίζειν. τέτραχα διανέμειν.: —
fyrdel t, τετραμερής, 2.

Fyrfingrad, τετραδάκτυλος, 2.

Fyrfotad, τετράπους, ουν, gen. ποόος.: vara
f., τετραποδίζειν.

Fyrfota djur, ζωον τετράπουν, τό.:
fyrfotadjuren , τά τετράποδα.

Fyrhjulig, τετράκυκλος, 2.

Fyrhöfdad, τετρακέφαλος, 2.

Fyrhörnig, -kantig, τετράγωνος, 2.
τετρά-πεδος, 2.: göra f.: τετ ράγων ίζειν.

Fyrhörning, -kant, τετράγωνον, τό.:
af-lång f., πλαίσιον, τό.

Fyrsidig, τετράπλευρος, 2.

Fyrsitsig, τετράκλινος, 2. τέτταρσιν ικανός, 3.

Fyrsprång, i f., άνά 1. κατά κράτος.
δρό-μω Εκτενεστάτω.: rida i f., äfv. άνέντα Ελαύνειν.

Fyrspänd, -ännig, τετράζυγος, 2.
τέτρω-ρος, 2.: f. vagn, τέθριππον, τό.

Fyrstafvig, τετρασύλλαβος, 2.

Fyrsträngad, -ig, τετράχορδος, 2.

Fyrvingad, τετράπτερος, 2.

Fyrvinklig, τετράγωνος, 2.

Få, ολίγοι, 3. ού πολλοί, 3. σπάνιοι, 3
(sällsynta).: några f., ολίγοι τινές, τινές ού πολλοί.:
så f., ούτως ολίγοι, τοσούτοι, (om fåtaligheten är

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0114.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free