- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
112

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Fångst ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

112 Fångst -

1. φυλακή, ή.: f. utan bojor, άάεσμος φυλακή}:
han hölls länge i f., πολύν χρόνον έάέάετο 1. iv
φυλακ’ι) 1. άεσμοϊς jjv.:^ råka i f., αϊχμάλωτον
γενέσθαι. (ζωγρεία) άλωναν, άεσμοϊς περιπεσεϊν. :
bortföra i f., αϊχμάλωτον άπάγειν. Jfr Fånge,
Fängelse.

Fångst, 1) ss. handling, θήρα, ή. θήρευσις,
ή. άγρα, ή.: gå ut på f., ϊέναι έπί θήραν. 2)
det fångade, άγρα, ή. θήρευμα, θήραμα, τό.
θήρα, ή·

Fångvaktare, άεσμοφύλαξ, είρκτοφύλαξ,
ειρ-γμοφύλαξ, ακος, ό. ό έπί τών άεσμών. ό του
άεσμωτηρίου φύλαξ.

Fånig, αμβλύς τήν φύσιν, αναίσθητος, 2,
έμβρόντητος, 2 (slö, stupid), άβέλτερος, 2,

3 (enfaldig, fåvitsk). άφρων, ασύνετος, 2
(utan förstånd, insigt).

Fånighet, άμβλύτης, ή. άναισθησία, ή.
έμ-βροντησία, ij. άβελτερία, ή. ήλιθιότης, ή.
αφροσύνη, »J. άνοια, ή.

Fåordig, βραχυλόγος, 2.

Fåordighet, βραχυλογία,

Får, πρόβατον, τό (äfv. ss. skymford), ofc,
οίο?, ?/..· litet f., προβάτιον, τό.

Fåra, «tfaa£, i ansigtet, ρυτίς, ίάος, ή.

Fåra, αύλακίζειν.: ansigtet, ($i>rtcPot>j/.

Fåraktig, προβατώάης, 2. πρόβατον, 70. —
άβέλτερος, εύήθης, 2.

Fårbete, μηλόβοτος {γή, χώρα), ή.

Fårbog, προβάτειος ωμος, ό.

Får fåll a, προβάτων ειρκτή, ή. σηκός, ό.

Fårherde, ποιμήν, ένος, ό. προβατεύς, έως
ο. προβατευτής, ου, ό.

Får hj ord, αγέλη οϊών 1. προβάτων, ή.
ποί-μνη, ή. ποιμνίον, τό.

F år hufvud (fig.) άμνοκών, ό. μακκοών,
ών-τος, ό. βλιτομάμας, ου, ο1. κό?, ο1.

Fårhund, ποιμενικός 1. προβατευτικός κύων,
ό. ποιμνίτης κύων.

Får hus, άρνών, ώνος, ο. ή τών προβάτων
αυλή.

Fårkött, προβάτεια κρέα, τά.

Fårlår, προβάτειον σκέλος, τό.

Fårmjölk, προβάτειον 1. οίον γάλα, τό.

Får ο st, προβάτειος τυρός, ό. ό άπό
προβάτων 1. οϊών τυρός.

Fårpels, μηλωτή, ή. άρνακίς, ίάος, ή.
κώ-άιον, τό. σισύρα, ή. νάκος, τό.

Fårskinn, προβάτειον άέρμα, τό. κώάιον, τό.

Fårskötsel, προβατεία, ή. προβατεντική
(τέ-Χνη), ή.

Får ull, οϊα 1. προβάτεια ερια, τά. τά άπό
τών προβάτων ερια.

Fåtalig, ολίγος {άριθμώ 1. toV αριθμόν 1.
τό πλήθος), 3. Jfr Få, Ringa.

Fåtalighet, όλιγότης, ή. ολίγον πλήθος, τό.
äfv. bl. πλήθος, då sranhanget icke tillåter
missförstånd.

Fåvitsk, -het, se Dåraktig, Dårskap.

Fåvälde, se Oligarchi.

Fä, κτήνος, τό. βόσκημα, τό. βούς, βοόζ, ό,
ή (äfv. fig.?;, b) fig., se Följ.

Fäaktig, θηριώάης, 2 (djurisk), άγριος, 3,
άπαίάευτος, 2 (rå, obildad), άναίσθητος,
έμβρόντητος, 2 (slö), άνόητος, άσύνετος, 2 (utan insigt,
förstånd).

Fäbod, επαυλις, εως, ή. σταθμός, ο.

-Fälla.

Fäderne, πάτριος, 3 ο. 2 (ish. om seder, bruk
o. inrättningar), πατρώος, 3 o. 2 (ish. om
egodelar). πατρικός, 3 (ish. om vänskap o.
fiendskap).: = fädernearf, τά πατρώα.: på fädernet,
πρός πατρός, πατρόθεν.: brås på fädernet,
πα-τριάζειν. πατρώζειν.: slägtinge på f., ό πρός
πατρός συγγενής.

Fädernearf, πατρώα, τά. τά άπό πατρός
χρήματα, πατρώος κλήρος, ό.

Fädernehus, se Föräldrahus.

Fädernesland, πατρίς, ίάος, ή. ή οικεία
(neml. γή, χώρα).: utan f., άπολις, ιάος, ό, ή :
älskande sitt f., φ>ιλόπολις, ιάος, ό, ή.: lemna sitt
f., λείπειν τήν πατρίάα. άποάημεϊν.: fördrifva ur
f., se Fördrifva.: återföra, återkomma (fr.
landsflykt) till f., κατάγειν, κατελθεϊν [εις τήν
πατρίάα).: hvar det går oss väl, der är vårt f. (ubi
bene ibi patria). τώ καλώς πράσσοντι πάσα γή
πατρίς, πάσα γή καλή πατρίς. "πατρίς γάρ εστι
πάσ\ ί’ν’ αν πράττρ τις ευ

Fädernestad, πατρίς, ίάος, ή. πάτριος
πό-λις, ή. äfv. bl. ή πόλις, då smnhanget icke
fordrar det förtydligande tillägget.

Fägna, se Glädja, Undfägna.

Fägnad, se Glädje, Undfägnad.

Fägnesam, τερπνός, 3. έπιτερπής, 2.
κεχα-ρισμένος, 3. άσπαστός, 3. ήάύς, 3.

Fägring, se Skönhet.

Fäherde, βουκόλος, ο.

Fähus, κτηνοτροφείον, τό. σταθμός, ό.

Fäkta, 1) se Kämpa. 2) öfva sig i vapens
bruk, όπλομαχείν. άσκειν όπλομαχίαν.
γυμνάζε-σθαι έν οπλοις.

Fäktare, μονομάχος, ό. αθλητής, ου, ό.:
hörande till f., μονομαχικός, 3. αθλητικός, 3.

Fäktbana, παλαίστρα, η,

Fäktkonst, οπλομαχητική, αθλητική, ή.
οπλομαχία , ή.

Fäktmästare, όπλομάχος, 6. γυμναστής, ού,
ο. παιάοτρίβης, ου, ό.

Fäktskola, παλαίστρα, ή. γυμνάσιον, τό.

Fäll, κώάιον, τό. νάκος, τό.

Fälla, πάγη, ή. παγίς, ίάος, ή. fig., ένέάρα,
ή. έπιβουλή, ή.: sätta en f. för ngn, παγιάας
ιστάναι τινί. fig., ίνεάρεύειν τινά. ίπιβουλεύειν
τινί.: locka ngn i f., παλεύειν τινά (eg. ο. fig.).
ύπάγεσθαί τινα,: råka i f., περιπίπτειν ταϊς
πα-γίσιν. fig., ίξαπατηθήναι.: sitta, vara fast i f.,
Tfj πάγρ ένέχεσθαι. Jfr Snara.

Fälla, 1) eg. a) släppa, låta falla, άφιέναι.
άποβάλλειν (t. ex. τά δπλα, τήν άσπίάα).
έκβάλ-λειν (ur handen, m. 1. utan έκ τής χειρός),
κα-θιέναι (sänka, t. ex. τά άόρατα).: f. löf, fjädrar,
hår, </ιΐ/λλορροίΜ>. πτερορρυεϊν, τριχορρυείν.: f.
tänder, έκβάλλειν όάόντας.: f. segel, ankar, t/Lrar,
o. s. v., se Subst, b) nedslå, nedlägga, κόπηιν,
κατακόπτειν, τέμνειν (om träd), καταβάλλειν,
άναιρείν (döda).: f. träd, άενάροκοπείν. 2) oeg.
a) bringa på fall, se Störta, b) f. pris, anspråk
o. d., se Nedsätta, c) om domstol,
καταψήφιζε-σθαι, καταάικάζειν, καταγιγνώσκειν, καταάιαιτάν
(om skiljedomare) τίνος (förklara ngn skyldig),
τινός τι (f. ngn till ngt).: på förhand,
προκατα-γιγνώσκειν.: — åstadkomma fällande (om vittnen,
vittnesmål o. d.), ποιεϊν καταάικάζεσθαι, etc. d)
afkunna, säga, yttra, άποφαίνεσθαι, λέγειν. Ofta
m. speciellare uttryck efter de vidfogade subst.:

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0116.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free