- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
120

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Fördrifvande ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

120

Fördrifvande — Föredraga.

Fördrifvande, άπελασία,ή. Εκβολή, ή. φυγή,
ή.: ur sina bostäder, ανάστασης, Εξανάστασις, ή.:
ur en besittning, Εξαγωγή, ή.: af oangenäma
känslor, παύσις, ή - af tiden, διατριβή, ή. Ofta gm
νν. t. ex. efter konungarnes f., Εκπεσόντων τών
βασιλέων.

Fördrista sig, se Vaga.

För dr änka, se Dränka.

Fördröja, άναβάλλειν, -σθαι. μηκύνειν.
βρα-δύνειν. διατρίβειν. παρατείνειν. προάγειν Επι
μήκος.: det fallna regnet fördröjde deras ankomst,
το γενόμενον ύδωρ Εποίησε βραδύτερον α ντο i) ς
Ελθεϊν.: fördröjas, μέλλεσθαι. χρόνιον γίγνεσθαι.:
f. sig, χρονίζίΐν. βραδύνειν. Ενδιατρίβειν (vid ngt).

Fördröjande, αναβολή, ή. τριβή, διατριβή,
ή. μέλλησις, ή· μέλλημα, τό. Επίσχεσις, ή.

Fördubbla, διπλάσιον ποιεϊν.
(άνα)διπλασιά-ζειν. διπλασιούν. (άνα)διπλούν.: f. sina steg,
Επι-τείνειν τήν πορείαν. Jfr Oka.

Fördubbling, (άνα)διπλασιασμός, ό.
άναδί-ηλωσις, ή.

Fördunkla, Επισκοτονν τινι (i alla bem.).
(άπο)σκοτονν (beröfva ljuset 1. synförmågan),
ά-μαυρούν (beröfva glans 1. synförmåga).
Επισκιά-ζειν (beskugga), άποκρύπτειν (dölja).: f. ngn (i
ära), παρευδοκιμεϊν τινα. ταπεινουν 1. κολούειν
τήν δόξαν τινός.

Fördunklande, Επισκότησις, ή. σκότωσις, ή.
άμαύρωσις, ή.

Fördunsta, se Bortdunsta.

Fördystra, se Förmörka.

Fördämma, προχοΰν, -χωννύναι. άπο-, προς-,
συγχωννύναι. Εμφράττειν.

Fördämning, πρόχωσις, άπό-, πρόσχωσις, ή.
εμφραξις, ή.

Fördölj a, se Dölj a.

Fördöma, κατακρίνειν. άποβάλλειν,
άποδοκι-μάζειν (förkasta).: jag vill vara fördömd, om icke,
κάκιστ’ όλοίμην, ει μή. — fördömd, se
förbannad.

Fördömelse, κατάκρισις, ή.

Fördöm lig, άξιος κατακρίνειν. αδόκιμος, 2.
κακός, 3. φαύλος, 3. ποί/^ρό?, 3. άνόσιος, 2.

Före, se Väglag, Slädföre.

Före, πρό, πρόσθ-év, έμπροσθεν, äfv. gm
πρό-τερος, 3 (alla m. gen., om rum o. tid). Jfr Förut.
— Ofta gm smnsättngr m. πρό. t. ex. springa
f. (ngn), προτρέχειν, προθεϊν, προεκτρέχειν
[τινός).: dö f. (ngn), προαποθνήσκειν [τινός).: ställa
ngn f. (ngn), προτάττειν τινά (τινός).: vara,
komma f. (ngn), είναι 1. γίγνεσθαι έμπροσθεν
(τινός, äfv. fig.), προτερεϊν (τινός). φ>θάνειν (τινά).
(άπο)λείπειν τινά. προέχειν (τινός), προλαμβάνειν
τινά τής όδου. Äfv. gm omskr. m. ήγεϊσθαι,
προ-ηγεϊσθαί τινι 1. τινός m. part. (i local bet.) 1.
φθάνειν τινά m. part. (i temp. bet.), t. ex. flyga,
dansa, segla f. ngn, ήγεϊσθαι τινι πετόμενον,
χορεύοντα, πλέοντα.: i. ngn göra ngt, φθάνειν
τινά ποιούντά τι.

Förebedjare, παραιτητής, ον, ο. bättre m.
νν. under Förbön.

Förebild, παράδειγμα, τό. πρότνπον,
άρχέ-τύπον, τό. Jfr Efterdöme.

Förebilda, παράδειγμα εϊναί τίνος.

Förebringa, προφέρειν. άποφαίνειν.
Επιδει-κνύναι. παρέχειν.: offentligen f., εις μέσον φέρειν,
τιθέναι, προτιθέναι. Jfr Andraga.

Förebrå, μέμφεσθαι, ονειδίζειν, Εξονειδίζειν,
Εγκαλεϊν, Επι τιμάν, Επιπλή ττειν, προφέρειν,
Επι-φέρειν τινί τι. κατηγορεϊν τινός τι. κολάζειν τινά
ποιονντά τι. χρέγειν τινά Επί τινι.

Förebråelse, έγκλημα, κατηγόρημα, τό.
κατηγορία, αιτία, ή (beskyllning), μέμψις, ή.
ψόγος, ό (tadel). Επιτίμησις, ή, Επίπληξις, ή,
Επι-τίμημα, τό (skarp f.). όνειδος, τό (skymfande,
häftig). κόλασις, ή (tillrättavisning), νουθέτησις, ή,
νονθέτημα, τό (föreställning).: göra ngn
förebråelser, αϊτιάσθαί τινα. μέμψιν μέμφεσθαι 1.
Επιφέ-ρειν τινί. Se Förebrå.: göra sig förebråelser,
καταμέμφεσθαι εαυτόν.: jag får förebråelser f.
ngt, Εγκαλούμαι Επί τινι 1. τινός 1. Εγκαλείται
μοί τι. Επιτιμώμαι περί τίνος 1. Επιτιμάταί μοί
τι. Εγκλήματα έχω Επί τινι 1. διά τι.: en f.
träffar mig, αϊτίαν έχω 1. υπέχω.: göra sig skyldig
till f. för feghet, oförstånd etc., όφλισκάνειν
δει-λίαν, άνοιαν.: s. förtjenar f., Επονείδιστος, 2.
αιτίας άξιος, 3.: fri fr. f., αναίτιος, 2, άμεμπτος,

2. άνέγκλητος, 2. άνεπίφθονος, 2.

Förebud, προσημασία, ή, σημεϊον, τό, σήμα,

τό (i allmht). τέρας, ατος, τό (i naturföreteelser).
φήμη, ή (eg. i menniskotal 1. -ljud, sedan äfv. i
aningar, drömmar, fåglars ljud o. d.). οιωνός, o,
οϊώνισμα, τό (eg. i fåglars flygt, sedan i allmht).
οττα, ή (eg. i ljud, menniskors 1. fåglars, sedan
i allmht). Ιερά, τά (i offerdjurs inelfvor).:
lyckligt f., καλόν σημεϊον. αίσιος οιωνός, ur offer,
καλά τά Ιερά.: olyckligt f., κακός 1. άναίσιος
οιωνός, κακή ottα.: s. innebär lyckligt f., αίσιος,

3. εϋσημος, 2. καλός, 3. δεξιός, 3.: s. innebär
olyckligt f., απαίσιος, 2. κακός, 3.: offer, s. ger
lyckligt f., καλλιέρημα, τό.: anställa ett sdnt,
καλλι,ερεΐν.: offret ger ett lyckligt, olyckligt f.,
γίγνεται, ού γίγνεται τά ίδρά.; anse ngt för ett
(lyckligt) f., οϊωνίζεσθαί τι. οιωνό v, äfv. είς
οιω-νόν 1. πρός οιωνού τίθεσθαί τι.: anse f. ett
ο-lyckligt f., κακόν οϊωνόν τίθεσθαί τι. ottεύεσθαί
τι.: gm f. tillkännagifva, προσημαίνειν. b) se
Förbud.

Förebygga, (fig.), προφυλάττεσθαί τι.
άπο-ιΐροπήν εύρεΐν τίνος, προνοεϊσθαι 1. πρόνοιαν
ποιεϊσθαί τίνος 1. μή γένηταί τι. προλαμβάνειν 1.
προκαταλαμβάνειν, -σθαι τι. παρασκευάζεσθαι 1.
μηχανάσθαι όπως μή γένηταί τι. b) se
För-bygga.

Förebyggande, προφυλακή, ή. πρόνοια, ή.

Förebåda, (προ)σημαίνειν τι. οϊωνόν είναι
τίνος. Jfr Förkunna.

Förebara, se Föregifva.

Föredrag, 1) ss. handling 1. sätt, προφορά,
ή. λέξις, ή. Επίδειξις, ή (af ett konststycke).: ha
ett lyckligt f., λέξει καλβ 1. λόγω καλώ χρήσθαί.
2) det föredragna talet, λόγος, ό ο. λόγοι, οι.
ρήσις, ή.: ett lärdt, snillrikt f., ακρόαμα, τό.:
konstmässigt, ämnadt till prof på en förmåga,
Επίδειξις, ή.: hålla ett f. öfver ngt, λόγους
ποιεϊσθαί περί τίνος, διελθεϊν τι λέγοντα,
διαλέγε-σθαι περί τίνος.: hålla ett långt f., πολύν είναι
λέγοντα, πολλά διελθεϊν. μακράν ρήσιν 1. μακρόν
λόγον άποτείνειν. διά μακρών λέγειν.

Föredraga, 1) gifva företräde, åt ngt framför
ngt, αϊρεϊσθαι τι πρό 1. άντί τίνος, äfv. μάλλον
τίνος 1. ή τι. προαιρεϊσθαί τί τίνος 1. άντί
τίνος. άνθαιρεϊσθαί τί τίνος, προτιμάν τί τίνος,
αγαπάν τι πρό 1. μάλλον τίνος.: jag föredrager,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0124.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free